Του Βασιλη Ταλαμαγκα
Η συνολική εμπορεύσιμη παραγωγή αποτελεί κρίσιμο δείκτη για την οικονομική δραστηριότητα και τη συμμετοχή των κρατών-μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης στον ενιαίο οικονομικό χώρο. Σύμφωνα με τα τελευταία διαθέσιμα στοιχεία της Eurostat, η Ελλάδα και η Βουλγαρία κατατάσσονται σταθερά στις τελευταίες θέσεις ως προς τη συνολική αξία της εμπορεύσιμης παραγωγής, γεγονός που υπογραμμίζει τις διαρθρωτικές αδυναμίες των δύο οικονομιών.
Η έννοια της «εμπορεύσιμης παραγωγής» περιλαμβάνει όλους τους τομείς της οικονομίας που παράγουν αγαθά και υπηρεσίες προς πώληση, τόσο στο εσωτερικό όσο και στο εξωτερικό. Στους τομείς αυτούς συγκαταλέγονται η βιομηχανία, η μεταποίηση, η γεωργία, η ενέργεια, αλλά και οι υπηρεσίες όπως οι μεταφορές και ο τουρισμός, εφόσον εμπίπτουν στο εμπόριο. Σε χώρες όπως η Γερμανία, η Γαλλία και η Ιταλία, η υψηλή παραγωγική ικανότητα και η ισχυρή βιομηχανική βάση τους τοποθετούν στις πρώτες θέσεις. Αντίθετα, η Ελλάδα και η Βουλγαρία αντιμετωπίζουν διαχρονικά προβλήματα ανταγωνιστικότητας, χαμηλής παραγωγικότητας και περιορισμένης εξειδίκευσης.
Στην περίπτωση της Ελλάδας, η έλλειψη ισχυρής βιομηχανικής βάσης, η υπερβολική εξάρτηση από τον τομέα των υπηρεσιών –κυρίως τον τουρισμό και τη δημόσια διοίκηση– και η χρόνια υποεπένδυση στην καινοτομία έχουν οδηγήσει σε χαμηλή εμπορεύσιμη παραγωγή. Παρά τις προσπάθειες για ενίσχυση της εξωστρέφειας των επιχειρήσεων και προσέλκυση επενδύσεων, οι επιδόσεις παραμένουν υποτονικές. Επιπλέον, η δημοσιονομική κρίση της προηγούμενης δεκαετίας άφησε βαριά κληρονομιά στην παραγωγική δυναμική της χώρας.
Ανάλογη είναι και η εικόνα στη Βουλγαρία, η οποία αν και έχει χαμηλότερο κόστος εργασίας και κάποια κίνητρα για επενδύσεις, δεν έχει καταφέρει να αναπτύξει σημαντικά την εγχώρια παραγωγική της βάση. Η εξάρτηση από φθηνή εργασία και η απουσία μακροχρόνιων στρατηγικών ανάπτυξης και εκσυγχρονισμού έχουν ως αποτέλεσμα τη διατήρηση σε χαμηλά επίπεδα της παραγωγής που μπορεί να εξαχθεί ή να ανταγωνιστεί εντός της ΕΕ.
Οι δύο χώρες καλούνται να επιταχύνουν μεταρρυθμίσεις, να αξιοποιήσουν αποτελεσματικά τους πόρους του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας και να δώσουν προτεραιότητα στην ενίσχυση των παραγωγικών κλάδων με υψηλή προστιθέμενη αξία. Η στροφή προς την πράσινη και ψηφιακή μετάβαση μπορεί να λειτουργήσει ως μοχλός ανάκαμψης, αρκεί να συνδυαστεί με στοχευμένες επενδύσεις σε έρευνα, τεχνολογία και ανθρώπινο κεφάλαιο.
Σε μια εποχή που η ΕΕ επιδιώκει την ενίσχυση της στρατηγικής της αυτονομίας και της ανταγωνιστικότητάς της, η ύπαρξη “ουραγών” όπως η Ελλάδα και η Βουλγαρία αποτελεί πρόκληση όχι μόνο για τις ίδιες τις χώρες, αλλά και για το σύνολο της Ένωσης. Η άρση των παραγωγικών ανισοτήτων εντός της ΕΕ δεν είναι μόνο θέμα εθνικής πολιτικής, αλλά και ευρωπαϊκής συνοχής. Πανω από όλα όμως οι κυβερνώντες θα πρέπει να αναπροσαρμόσουν τα πολιτικά τους αφηγήματα , γιατί οι αριθμοί είναι αμείλικτοι .