Του Άλκη Ν. Δερβιτσιώτη*
- Τις τελευταίες ημέρες και λόγω του θανάτου και της ταφής του Κωνσταντίνου αναπτύχθηκε προβληματισμός σχετικά με την προσφώνησή του τεθνεώτος. Η συζήτηση απασχόλησε ευρύτερα στρώματα την κοινή γνώμη, με τρόπο ώστε ένθεν κακείθεν να μην διατηρηθεί στο πλαίσιο της διαπάλης των ιδεών αλλά συχνά να παρουσιάζει χαρακτηριστικά ιδεοληψίας, καθώς οι φιλικά διακείμενοι στον αποβιώσαντα θεωρούν ότι ορθός είναι ο τύπος “τέως Βασιλιάς” ενώ οι αντιτιθέμενοι ως δημοκράτες να επιμένουν στον όρο “έκπτωτος’’.
Η σύγχυση μεταξύ των δύο όρων είναι απολύτως δικαιολογημένη και, παρά τη συναισθηματική φόρτιση από την οποία εμφορούνται οι εμπλακέντες στη συζήτηση, αναγκαία είναι η υπόμνηση μερικών νομικών στιγμιοτύπων του παρελθόντος, όπως αυτά κατεγράφησαν στην πολιτική και συνταγματική ιστορία μας.
- Αφετηρία των σχετικών αποτελεί η διατύπωση του ψηφίσματος της Β’ Εθνοσυνέλευσης, η οποία εξελέγη μετά την επανάσταση του 1862, γεγονός που οδήγησε στην οριστική πτώση του Όθωνα. Στο σχετικό ψήφισμα της Β’ Εθνοσυνέλευσης περιλαμβάνεται η φράση “καταργείται η βασιλεία του Όθωνα”, διατύπωση η οποία κατανοείται και αποδίδεται από τους μεταγενέστερους συνταγματολόγους, ως ανατροπή του θρόνου του Όθωνα, διατύπωση που διακρίνει το φυσικό πρόσωπο από το αξίωμα.
Μερικές δεκαετίες μετά, το 1924 η Δ’ Εθνοσυνέλευση εξέδωσε ψήφισμα “περί εκπτώσεως της δυναστείας και ανακηρύξεως του πολιτεύματος της δημοκρατίας”.
Αν αποτιμήσουμε τις ανωτέρω διατυπώσεις που προέρχονται από Εθνοσυνελεύσεις, είναι δυνατόν να εξάγουμε το συμπέρασμα, ότι ο όρος έκπτωση χρησιμοποιείται για τη δυναστεία, δηλαδή την οικογένεια συνολικά περιλαμβανομένων και των απωτέρων απογόνων. Ο Βασιλιάς ως πρόσωπο χάνει το θρόνο του είτε επειδή εκθρονίζεται είτε επειδή παραιτείται.
Αξίζει να σημειωθεί, όμως, ιδιαιτέρως ότι το ρήμα “εκπίπτω” ‘όπως και το ουσιαστικό “έκπτωση” είναι πολυσήμαντο. Διαθέτουν ως όροι σχεδόν δύο δεκάδες σημασίες, μία των οποίων είναι χάνω το αξίωμα που κατέχω, ενώ ο Ηρόδοτος το χρησιμοποιεί με την έννοια της απώλειας της κοινωνικής θέσης και ισχύος “εκ πολλών τε και ευδαιμόνων εκπεσών ες πτωχηϊην απίκται”.
- Σχετικά προσφάτως τα “συνταγματικά” κείμενα της απριλιανής δικτατορίας 1968/1973, όπως αυτά διαμορφώθηκαν με το π.δ. 370/ 1973 χρησιμοποιούν τον όρο “έκπτωτος Βασιλεύς”.
Συγκεκριμένα το άρθρο 134 παρ. 3 των ανωτέρω κειμένων όριζε ότι με εφ’ άπαξ εκδιδόμενο νόμο προσδιορίζεται η απαλλοτριούμενη περιουσία “του έκπτωτου Βασιλέως και μελών της οικογενείας, η οποία εβασίλευσεν εν Ελλάδι’’.
Πρόκειται για ευθεία σύνδεση του προσώπου με τη διαδικασία απομάκρυνσης του.
Αμέσως μετά την πτώση της δικτατορίας προκηρύχθηκε δημοψήφισμα για τη μορφή του πολιτεύματος. Οι Έλληνες πολίτες εκλήθησαν να αποφασίσουν κυριαρχικά για τον τρόπο ανάδειξης του αρχηγού της Ελληνικής πολιτείας, δηλαδή αν αυτός (θα) αναδεικνύεται με αιρετό ή με κληρονομικό τρόπο. Πρόκειται για αυτό που στην καθημερινότητα αποδίδεται ως αβασίλευτη ή βασιλευόμενη δημοκρατία. Το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος επέτρεψε στην Ε’ Αναθεωρητική Βουλή, η οποία αναθεώρησε το Σύνταγμα του 1952 να διαμορφώσει τη βάση και τη μορφή του πολιτεύματος ως προεδρευόμενη κοινοβουλευτική Δημοκρατία.
Ακολούθως, για τη ρύθμιση εκκρεμών περιουσιακών θεμάτων ο ν. 2086/1992 χρησιμοποίησε τον όρο “τέως βασιλεύς Κωνσταντίνος”. Αντιθέτως ο μεταγενέστερος ν. 2215/1994 “ρύθμιση θεμάτων της απαλλοτριωμένης περιουσίας της έκπτωτης βασιλικής οικογένειας της Ελλάδας” επανέφερε τον όρο έκπτωτος τόσο για τη βασιλική οικογένεια όσο και για τον Κωνσταντίνο.
- Το πρόβλημα επιλύθηκε νομολογιακώς με αποφάσεις τόσο του Ανώτατου Ειδικού Δικαστηρίου όσο και του Αρείου Πάγου, καθώς και του Συμβουλίου της Επικρατείας.
Από τις αποφάσεις αυτές ιδιαίτερης μνείας αξίζουν η απόφαση 4575/1996 ΣτΕ κατά την οποία ο διάδικος (Κωνσταντίνος) χρησιμοποιεί για τον προσδιορισμό της ταυτότητάς του παλαιούς τίτλους ευγένειας ή την ονομασία παλαιού αξιώματος που κατείχε. Ο έκπτωτος Βασιλιάς Κωνσταντίνος στερείται επωνύμου λόγω της ιδιότητας του Βασιλέως που είχε. Η ονομασία “πρώην Βασιλιάς” είναι επιτρεπτή, αφού πρόκειται για αναφορά σε ιστορικό γεγονός και δεν αποτελεί τίτλο ευγένειας.
Το Ειδικό Δικαστήριο στην απόφαση 45/1997 χρησιμοποιεί και τους δύο όρους. Συγκεκριμένα, η εν λόγω απόφαση έκρινε ότι “η ονομασία πρώην βασιλιάς των Ελλήνων” αναφέρεται όχι ως τίτλος ευγενείας, ο οποίος απαγορεύεται από το άρθρο 4 παρ. 7 του Συντάγματος, αλλά για να προσδιοριστεί η ταυτότητά του, δεδομένου ότι στερείται επωνύμου. Έχει δηλαδή την έννοια ότι ο Κωνσταντίνος διετέλεσε Βασιλιάς των Ελλήνων έως την έκπτωση του.
Εν κατακλείδι: ο όρος “τέως Βασιλεύς των Ελλήνων” είναι ταυτοτικό στοιχείο, ενώ η φράση “έκπτωτος Βασιλιάς” υποδηλώνει ότι δεν απομακρύνθηκε από τον θρόνο του οικειοθελώς.
Συνεπώς, η φράση “Κωνσταντίνος τέως Βασιλεύς των Ελλήνων” είναι το όνομα το οποίο αναγνώρισαν τα ανώτατα δικαστήρια της χώρας μας στον εκλιπόντα.
*Ο Άλκης Ν. Δερβιτσιώτης είναι Καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου στη Νομική Σχολή του Δημοκρίτειου Πανεπιστημίου Θράκης.