Οι αμερικανικές εκλογές προσελκύουν την προσοχή της παγκόσμιας κοινής γνώμης για πολλούς λόγους, ένας εκ των οποίων –και διόλου αμελητέος– είναι η οικονομική πολιτική που θα ακολουθήσει ο επόμενος πρόεδρος των ΗΠΑ, ιδιαίτερα όσον αφορά τις εμπορικές σχέσεις με την ΕΕ και την Κίνα.
Το κύριο ερώτημα είναι ποια μορφή θα λάβει ο νέος εμπορικός πόλεμος, που σύμφωνα με πολλούς αναλυτές ποτέ δεν σταμάτησε ουσιαστικά από το 2018, όταν τον ξεκίνησε ο Ντόναλντ Τραμπ. Το ερώτημα τίθεται ξεκάθαρα: θα εισέλθει ο κόσμος σε έναν νέο κύκλο εμπορικών αντιπαραθέσεων, ίσως πιο έντονων και εκτεταμένων από τον προηγούμενο; Η απάντηση αναμένεται να δοθεί λίγους μήνες μετά την ανάληψη καθηκόντων από τον 47ο πρόεδρο των ΗΠΑ.
Τόσο η ΕΕ όσο και η Κίνα δεν επιθυμούν νέα κλιμάκωση και θα κάνουν ό,τι είναι δυνατόν για να την αποφύγουν. Ωστόσο, οι αναλυτές εκτιμούν ότι η εσωτερική προτεραιότητα της Ουάσιγκτον –η προστασία της αμερικανικής βιομηχανίας και ανταγωνιστικότητας– είναι πιθανό να επιφέρει νέες συγκρούσεις.
Στην Ευρώπη επικρατεί αγωνία και σκεπτικισμός για την επόμενη ημέρα των εκλογών, με τις κυβερνήσεις, ιδιαίτερα της Γερμανίας, να προετοιμάζονται για πιθανή επιβολή δασμών που θα πλήξουν την αυτοκινητοβιομηχανία της. Η πολιτική «πρώτα η Αμερική» φαίνεται να καθιερώνεται ως κατευθυντήρια γραμμή, ανεξάρτητα από το ποιος θα αναλάβει την προεδρία. Ο Ντόναλντ Τραμπ έχει δεσμευθεί να επιβάλει δασμούς σε όλα τα εισαγόμενα προϊόντα, ενώ η Κάμαλα Χάρις, εάν εκλεγεί, αναμένεται να συνεχίσει την πολιτική Μπάιντεν, που επιδοτεί αμερικανικές πράσινες επενδύσεις με 370 δισ. δολάρια, δυσχεραίνοντας τον ανταγωνισμό από την Ευρώπη.
Ανάλογες είναι και οι ανησυχίες στην Κίνα, όπου αναλυτές και αξιωματούχοι προβλέπουν συνεχή ένταση στις εμπορικές σχέσεις με τις ΗΠΑ. Ο Τραμπ απειλεί με αύξηση δασμών έως 60% στα κινεζικά προϊόντα, ενώ η Χάρις, εάν ακολουθήσει την πολιτική του Μπάιντεν, ενδέχεται να διατηρήσει περιορισμούς στην εξαγωγή αμερικανικής τεχνολογίας προς την Κίνα. Σύμφωνα με τον Βου Σινμπό από το Πανεπιστήμιο Φουντάν της Σαγκάης, οι προσδοκίες της Κίνας για βελτίωση των σχέσεων είναι χαμηλές, καθώς θεωρεί ότι η αμερικανική ηγεσία δεν θα φέρει θετικές αλλαγές στις σινοαμερικανικές σχέσεις.
Στην Ευρώπη, οι σχέσεις με την Κίνα δοκιμάζονται και στον τομέα της ηλεκτροκίνησης. Οι Βρυξέλλες, ανησυχώντας για την απειλή από τα φθηνά κινεζικά ηλεκτροκίνητα οχήματα, έχουν ξεκινήσει νέο γύρο συνομιλιών με το Πεκίνο. Πρόσφατα, επιβλήθηκαν δασμοί 7,8% στα κινεζικής κατασκευής Tesla και 35,3% στα οχήματα της SAIC Motor, προκαλώντας αντιδράσεις από την Κίνα, που προσέφυγε στον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου και ξεκίνησε έρευνες στις επιδοτήσεις ευρωπαϊκών αγροτικών προϊόντων.
Παράλληλα, ανησυχία επικρατεί και στον Καναδά και στο Μεξικό, χώρες-εταίρους των ΗΠΑ στο πλαίσιο της συμφωνίας USMCA. Οι πολιτικές προστατευτισμού που ενδέχεται να εφαρμόσουν και οι δύο υποψήφιοι στις ΗΠΑ προκαλούν ανησυχίες για το μέλλον της συμφωνίας ελεύθερου εμπορίου, η οποία ήδη αντιμετωπίζει προκλήσεις. Ο Τραμπ έχει δηλώσει πως σκοπεύει να επαναδιαπραγματευθεί την USMCA, γεγονός που θέτει σε κίνδυνο τις εξαγωγές του Καναδά και του Μεξικού προς τις ΗΠΑ, οι οποίες αποτελούν το 80% των συνολικών εξαγωγών τους. Το Μεξικό ανησυχεί ιδιαιτέρως για την πιθανή επιβολή δασμών στα οχήματα που εισάγονται στις ΗΠΑ.
Συνολικά, η εικόνα που διαμορφώνεται είναι ενός παγκόσμιου εμπορικού περιβάλλοντος «στα αναμμένα κάρβουνα», καθώς μεγάλες οικονομίες και σύμμαχοι των ΗΠΑ προετοιμάζονται για νέα κύματα εμπορικών αντιπαραθέσεων.