
Του Βασιλη Ταλαμαγκα
Η δημόσια συζήτηση γύρω από τον ρόλο των κορυφαίων θεσμικών παραγόντων της χώρας επανέρχεται κάθε φορά που ένα πολιτειακό πρόσωπο προβαίνει σε δηλώσεις οι οποίες αγγίζουν –έστω και περιφερειακά– την πολιτική διαπάλη. Στο πλαίσιο αυτό προκάλεσε συζήτηση η παρέμβαση του προέδρου της Δημοκρατίας κ. Κωνσταντίνου Τασούλα, ο οποίος, εξέφρασε δημόσια ανησυχία για τη σταθερότητα και την ποιότητα του πολιτικού διαλόγου. Το ερώτημα που αναδύεται είναι κατά πόσο τέτοιου είδους παρεμβάσεις, ακόμη και υπό το πρόσχημα της θεσμικής υπευθυνότητας, κινούνται εντός των ορίων που ορίζει το δημοκρατικό πολίτευμα.
Η ελληνική δημοκρατία έχει σχεδιαστεί έτσι ώστε τα ανώτατα θεσμικά πρόσωπα να αποτελούν σταθεροποιητικούς παράγοντες και όχι ενεργούς παίκτες της πολιτικής αντιπαράθεσης. Η θέση του Προέδρου της Δημοκρατίας, όπως και του Προέδρου της Βουλής, φέρει ένα βάρος ουδετερότητας και υπερκομματικής στάσης. Όταν μια δήλωση, έστω και μετριοπαθής, εκλαμβάνεται από μέρος της κοινής γνώμης ως παρέμβαση στα κομματικά τεκταινόμενα, τότε η ισορροπία αυτή τίθεται σε δοκιμασία.
Η επίκληση της «σταθερότητας» αποτελεί πάντοτε ευαίσθητο πεδίο. Μπορεί να αποτελεί θεμιτή ανησυχία, αλλά εξίσου μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως εργαλείο πολιτικής πίεσης. Το κρίσιμο ερώτημα δεν είναι αν ένας θεσμικός παράγοντας έχει το δικαίωμα να εκφράσει γνώμη –η ελευθερία λόγου δεν εξαιρεί τα δημόσια πρόσωπα– αλλά αν η άσκηση αυτού του δικαιώματος έρχεται σε σύγκρουση με την υποχρέωση ουδετερότητάς τους. Η Δημοκρατία δεν ζητά απλώς να λειτουργούν οι θεσμοί, αλλά να λειτουργούν με τρόπο που εμπνέει εμπιστοσύνη σε όλους τους πολίτες ανεξαιρέτως.
Στο σημείο αυτό αποκτά ιδιαίτερη σημασία η παρακαταθήκη του Παύλου Μπακογιάννη, ο οποίος είχε διατυπώσει την ιστορική φράση: «Στη Δημοκρατία δεν υπάρχουν αδιέξοδα». Η φράση αυτή δεν αποτελεί μόνο ιδεολογική δήλωση· αποτελεί υπόμνηση ότι οι θεσμοί οφείλουν να εμπιστεύονται τη δυναμική της λαϊκής κυριαρχίας και των κοινοβουλευτικών διαδικασιών, ακόμη κι όταν η πολιτική αντιπαράθεση είναι έντονη και οι συσχετισμοί δεν βγαίνουν . Το μήνυμα του Μπακογιάννη έρχεται σε αντίθεση με κάθε υπόνοια ότι η πολιτική διαμάχη απειλεί τη δημοκρατική ομαλότητα ή ότι χρειάζεται κάποια άτυπη επιτήρηση από πρόσωπα εκτός του πεδίου της κομματικής σύγκρουσης.
Είναι λοιπόν θεσμικά ορθή η έμμεση παρέμβαση;
Η απάντηση δεν μπορεί να είναι κατηγορηματική, αλλά σίγουρα πρέπει να είναι προσεκτική. Όταν οι δηλώσεις των θεσμικών παραγόντων μετατοπίζονται από την κατεύθυνση της νηφαλιότητας προς την κατεύθυνση της επιρροής, τότε η ουδετερότητα θολώνει. Η ελληνική δημοκρατία, με όλη τη διαδρομή και τη θεσμική της ωρίμανση, έχει ανάγκη από δημόσια πρόσωπα που δεν μιλούν απλώς για σταθερότητα, αλλά την εγγυώνται έμπρακτα, με σεβασμό στον ρόλο τους και απόσταση από την καθημερινή πολιτική αντιπαράθεση.






