Είδαμε την παράσταση ” Τα παιδιά ενός κατώτερου θεού” του Μαρκ Μέντοφ σε σκηνοθεσία- απόδοση Δημοσθένη Παπαδόπουλου στο Θέατρο Άλφα Ληναίος Φωτίου
Μια παράσταση γεμάτη ενσυναίσθηση και σεβασμό προς τον θεατή
Το θέατρο Άλφα έχει παρουσιάσει στο κοινό εξαιρετικές παραστάσεις. Είναι “πόρτα ποιότητας ” και ως προς το ρεπερτόριο που επιλέγει αλλά και ως προς την ευτυχή συνεύρεση των συντελεστών του. Δικαιώνει κάθε θεατή. Οι παλαιότεροι γνωρίζουν αυτήν την “ποιότητα ” από την εποχή των δημιουργών του Θεάτρου, Ληναίος – Φωτίου. Εκεί έχουμε ζήσει παραστάσεις όπως η “Καληνύχτα Μαργαρίτα” που μένουν ανεξίτηλες στην μνήμη και στην ψυχή μας. Κι αυτό κάνει το ποιοτικό θέατρο, μας αλλάζει.
Πόσο ευτυχές λοιπόν, το ίδιο θέατρο σήμερα, να συνεχίζει την αναζήτηση της ποιότητας με την ίδια επιμονή, στις παραστάσεις που παρουσιάζει.
Τέτοια παράσταση είναι ” Τα παιδιά ενός κατώτερου Θεού” του Μαρκ Μέντοφ σε σκηνοθεσία- απόδοση Δημοσθένη Παπαδόπουλου. Το έργο ανέβηκε πρώτη φορά στο Μπροντγουέι το 1979. Πήρε βραβείο Tony ως καλύτερο θεατρικό έργο το 1980 και μέχρι σήμερα έχει παρουσιαστεί σε πολλές θεατρικές σκηνές παγκοσμίως. Το 1986 μεταφέρθηκε στον κινηματογράφο. Η πρωταγωνίστρια Μάρλιν Μάτλιν απέσπασε Όσκαρ Α’ Γυναικείου Ρόλου.
Η δύναμη του έργου παραμένει αναλλοίωτη και επίκαιρη. Αν και έχουν περάσει αρκετές δεκαετίες από τότε που γράφτηκε, το θέμα του παραμένει “καυτό”. Αφηγείται τη σχέση ενός καθηγητή ορθοφωνίας και μιας γυναίκας κωφής, η οποία αρνείται να “προσαρμοστεί” στις απαιτήσεις και στα δεδομένα της κοινωνίας.
Η αναβίωση του έργου στο Θέατρο Άλφα, τονίζει το δικαίωμα κάθε ανθρώπου να επιλέγει για τον εαυτόν του. Ο σκηνοθέτης δε σταματά στις καταστάσεις που βιώνουν οι ήρωες. Μας δίνει την πολιτική του θέση απέναντι όχι μόνο στις ευαίσθητες κοινωνικές ομάδες, αλλά στο βασικότερο αίτημα όλων, το δικαίωμα στον αυτοσεβασμό. Μέσα από την σκηνοθεσία του έργου επαναπροσδιορίζουμε τη λέξη συμπερίληψη. Με συνεχή αφήγηση στην νοηματική γλώσσα από όλο τον θίασο, μάς “βάζει ” στον κόσμο των κωφών. Η παράσταση επιτυγχάνει να μυηθούν οι θεατές στον κόσμο της ” σιωπής’, κάτι που δυστυχώς η κοινωνία μας εφαρμόζει προς την αντίθετη κατεύθυνση. Το έργο δυναμικά μέσα από την εκκωφαντική σιωπή της πρωταγωνίστριας Ευσταθίας Τσαπαρέλη, διεκδικεί το προφανές. Σεβασμό. Ο μονόλογος της ιδιαίτερα, που με κάθε χορδή της ψυχής της φωνάζει ” θέλω να είμαι εγώ” είναι συνταρακτικός.
Υπάρχουν παραστάσεις που απλώς παρακολουθείς. Και υπάρχουν κι εκείνες που σε κατακλύζουν ολόκληρο, που σε τραβούν κοντά τους χωρίς να σε ρωτήσουν. Η σκηνοθεσία του Δημοσθένη Παπαδόπουλου ανήκει ακριβώς σ αυτήν την δεύτερη σπάνια κατηγορία: το σκηνικό σύμπαν πάλλεται και τελικά σε μεταμορφώνει. Η σκηνοθεσία του, βαθιά ανθρώπινη, με απόλυτο σεβασμό στο κείμενο που ο ίδιος αποδίδει – λειτουργεί σαν λεπτή χειρουργική στο συναίσθημα. Κάθε χειρονομία, κάθε παύση, κάθε ανάσα μοιάζει με χτύπο καρδιάς που συγχρονίζεται με του θεατή.
Οι φωτισμοί του Σάκη Μπιρμπίλη δημιουργούν ένα ποιητικό μεταίχμιο ανάμεσα στην πραγματικότητα και την εσωτερική οδύνη των ηρώων· στιγμές που λες πως το φως δεν φωτίζει απλώς, αλλά θυμάται. Η παρουσία της Λίνας Μπότση ως βοηθού σκηνοθέτη είναι αισθητή στην πειθαρχημένη δομή της παράστασης, στον ρυθμό που ποτέ δεν ξεφεύγει, ποτέ δεν χαλαρώνει.
Οι εικόνες των Χάρη Γερμανίδη και Χρήστου Καρτέρη λειτουργούν σαν προοίμιο ενός σιωπηλού κόσμου που σε καλεί να μπεις . Την ίδια στιγμή, η συμβολή της Αρτεμισίας Παντελάκη και της Άννας Λιάκου στη διδασκαλία και παρουσία της Ελληνικής Νοηματικής Γλώσσας προσθέτει μια διάσταση συγκίνησης που σπάνια συναντά κανείς: μια γέφυρα επικοινωνίας που δεν είναι απλώς τεχνική, αλλά βαθιά καλλιτεχνική. Η παραγωγή του Τάσου Ιορδανίδη στηρίζει γενναιόδωρα αυτό το εγχείρημα, αφήνοντας χώρο στους δημιουργούς να αναπνεύσουν με τόλμη.
Οι ηθοποιοί Ευσταθία Τσαπαρέλη, Πάρης Θωμόπουλος, Άντρια Ράπτη, Μιχάλης Γεωργακόπουλος, Δημήτρης Δεληγιάννης και Σοφία Σίμου παραδίδουν ερμηνείες που δεν παίζονται – βιώνονται. Άνθρωποι που γυρεύουν αγωνιωδώς έναν τρόπο να καταλάβουν τον κόσμο και τον εαυτό τους. Σκηνές που σε κόβουν, σε λυτρώνουν, σε αφήνουν ανήσυχο. Σκηνές που μοιάζουν να γράφονται κάθε φορά από την αρχή πάνω στα βλέμματά τους.
Το αποτέλεσμα; Μια παράσταση που δεν τελειώνει όταν πέσει η αυλαία. Συνεχίζει να χτυπά μέσα σου, σαν επίμονη μνήμη που δεν θέλει να σε αφήσει. Ένα έργο που αποδεικνύει πως το θέατρο, όταν συναντήσει αλήθεια και τόλμη, μπορεί ακόμα να συγκλονίζει.
Πηγή: Αθήνα 9,84






