Η αποτελεσµατική άσκηση του δικαιώµατος δικαστικής προστασίας των πολιτών και η ορθή και ταχεία απονοµή της δικαιοσύνης αποτελούν κύρια χαρακτηριστικά του κράτους δικαίου και βασική προτεραιότητα για το δικηγορικό σώµα.
Η Ελλάδα, δυστυχώς, κατέχει τη θλιβερή ευρωπαϊκή πρωτιά στις καθυστερήσεις απονοµής της δικαιοσύνης. Σύµφωνα µάλιστα και µε την πρόσφατη έκθεση της ΕΕ Euroscoreboard, για το έτος 2024 η κατάσταση αντί να βελτιώνεται χειροτερεύει. Η αρµόδια επιτροπή CEPEJ της ΕΕ διαπιστώνει ότι ενώ το 2012 ο χρόνος απονοµής στην αστική δικαιοσύνη ήταν 449 ηµέρες, το 2021 ανήλθε σε 728 και το 2022 σε 746, έναντι 268,5 ηµερών που ήταν ο ευρωπαϊκός µ.ό. Αντίστοιχα, στη διοικητική δίκη στον πρώτο βαθµό το 2022 οι ηµέρες ήταν 464 (έναντι 356,12 που ήταν ο ευρωπαϊκός µ.ό.), στον β΄ βαθµό 661 (έναντι 487,81 που ήταν ο ευρωπαϊκός µ.ό.) και στο ΣτΕ 1.239 (έναντι 305,22 που ήταν ο ευρωπαϊκός µ.ό.). Και αυτό όταν η αναλογία δικαστών/πληθυσµού στην Ελλάδα είναι η τρίτη καλύτερη στην Ευρώπη.
Στον µόνο τοµέα που παρατηρείται επιτάχυνση της απονοµής της δικαιοσύνης είναι στις υποθέσεις που έγινε µεταφορά δικαστηριακής ύλης σε δικηγόρους. Ο απολογισµός των καταδικών της χώρας από το Ευρωπαϊκό ∆ικαστήριο Ανθρωπίνων ∆ικαιωµάτων παραµένει θλιβερός. Με βάση δηµοσιευµένα στοιχεία του 2023, έχουν εκδοθεί 1.082 αποφάσεις ελληνικού ενδιαφέροντος, εκ των οποίων οι 969 διαπιστώνουν παραβίαση των θεµελιωδών δικαιωµάτων που κατοχυρώνει η ΕΣ∆Α.
Στην τελευταία έκθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για τη ∆ικαιοσύνη, το 56% των Ελλήνων πολιτών τοποθετείται αρνητικά (πολύ ή λίγο) ως προς την ανεξαρτησία της ελληνικής ∆ικαιοσύνης. Αυτή η έλλειψη αξιοπιστίας κλονίζει τα θεµέλια της δηµοκρατίας.
Η θέση µας ήταν καταρχάς να αυξηθεί η καθ’ ύλην αρµοδιότητα των ειρηνοδικείων, έτσι ώστε να υπάρχει ο αναγκαίος χρόνος για την υλοποίηση ενός συνολικού σχεδιασµού, που θα οδηγούσε στην επιτάχυνση της απονοµής της δικαιοσύνης και την αποτελεσµατική προάσπιση του δικαιώµατος δικαστικής προστασίας των πολιτών.
∆υστυχώς, η κυβέρνηση για τους δικούς της λόγους, κυρίως επικοινωνιακούς, αλλά και για την εκταµίευση πόρων από το Ταµείο Ανάκαµψης –οι οποίοι πολύ φοβούµαι ότι δεν θα κατευθυνθούν στις ανάγκες κάλυψης των ελλείψεων υλικοτεχνικής υποδοµής της ελληνικής ∆ικαιοσύνης– προχώρησε εσπευσµένα και πρόχειρα στην αναδιάταξη του δικαστικού χάρτη της χώρας, ο οποίος εφαρµόζεται ήδη από 16.9.2024.
∆εν είµαστε επί της αρχής αντίθετοι στην ενοποίηση του πρώτου βαθµού δικαιοδοσίας, η οποία µπορεί να συµβάλει στην επιτάχυνση της δικαιοσύνης, υπό την απαραίτητη προϋπόθεση της επέκτασης της ηλεκτρονικής δικαιοσύνης, της κατάλληλης επιµόρφωσης των ειρηνοδικών, της κάλυψης των κενών των δικαστικών υπαλλήλων και της ύπαρξης των απαραίτητων υλικοτεχνικών υποδοµών. Προϋποθέσεις όµως που δεν υφίστανται ακόµη και σήµερα.
Η εσπευσµένη εφαρµογή του «νέου» δικαστικού χάρτη έχει προκαλέσει απίστευτη ταλαιπωρία στους εµπλεκόµενους στην απονοµή της δικαιοσύνης φορείς και στους πολίτες και δηµιουργεί κίνδυνο απώλειας δικονοµικών και ουσιαστικών δικαιωµάτων των διαδίκων. Τα προβλήµατα που καθηµερινά αναδεικνύονται γίνεται προσπάθεια να επιλυθούν εκ των υστέρων, έπειτα από διαρκείς παρεµβάσεις των θεσµικών οργάνων του δικηγορικού σώµατος, είτε µε αποφάσεις των προϊσταµένων των οικείων δικαστικών σχηµατισµών είτε µε συνεχείς τροποποιήσεις του θεσµικού πλαισίου.
Να υπενθυµίσω ενδεικτικά τα προβλήµατα που κληθήκαµε να αντιµετωπίσουµε: την κόλουρη προσωποποιηµένη ενηµέρωση των διαδίκων, την ανεπαρκή εκπαίδευση των ειρηνοδικών, τις ελλιπείς υποδοµές, τις αναγκαίες τροποποιήσεις του Κώδικα Πολιτικής και Ποινικής ∆ικονοµίας, τα κενά και τις ασάφειες στο θεσµικό πλαίσιο ιδίως ως προς τα γραµµάτια προείσπραξης, την τοπική αρµοδιότητα των νέων δικαστικών σχηµατισµών κ.ο.κ. Και βέβαια την έλλειψη καθηµερινής παρουσίας δικαστή και εισαγγελέα υπηρεσίας για την αντιµετώπιση ζητηµάτων επείγοντος χαρακτήρα και προσωρινής δικαστικής προστασίας στα παράλληλα και περιφερειακά πρωτοδικεία, που επιβάλλεται για την εύρυθµη λειτουργία τους. Ιδιαίτερα προβλήµατα παρατηρούνται στην Αττική αφενός λόγω της πολυδιάσπασης των Πρωτοδικείων Αθηνών και Πειραιώς, µε τη δηµιουργία οκτώ συνολικά δικαστικών σχηµατισµών και αφετέρου διότι τα δηµιουργούµενα περιφερειακά πρωτοδικεία στερούνται των βασικών υποδοµών και του αναγκαίου προσωπικού, ενώ δεν έχει προχωρήσει στον αναγκαίο βαθµό και η ψηφιακή ∆ικαιοσύνη.
Η εφαρµογή του «νέου» δικαστικού χάρτη, όπως έχει εξελιχθεί µέχρι σήµερα, δεν συνιστά µεταρρύθµιση αλλά καταταλαιπώρηση όλων των εµπλεκοµένων στην απονοµή της δικαιοσύνης φορέων και των πολιτών, µε σοβαρές επιπτώσεις στην απονοµή της δικαιοσύνης και την έννοµη προστασία.
Σε καµία περίπτωση δε δεν συµβάλλει στην αντιµετώπιση των αδικαιολόγητων καθυστερήσεων –σκοπό για τον οποίο, κατά την πολιτεία, θεσπίστηκε– οι οποίες αγγίζουν το όριο της αρνησιδικίας και φαλκιδεύουν το συνταγµατικό δικαίωµα δικαστικής προστασίας των πολιτών.
Οι καθυστερήσεις αυτές συνεχίζουν να παρουσιάζονται και υπό το καθεστώς του «νέου» δικαστικού χάρτη, ιδίως µάλιστα σε υποθέσεις ιδιαίτερης κοινωνικής ευαισθησίας (ανακοπές κατά πλειστηριασµών), που έχουν φτάσει να προσδιορίζονται το 2033 (!), µε αποτέλεσµα να καθίσταται γράµµα κενό το άρθρο 933 παρ. 2 και 6 ΚΠολ∆ που επιβάλλει τον υποχρεωτικό προσδιορισµό εντός 60 ηµερών (!). Ταυτόχρονα συνεχίζονται και οι µεγάλες καθυστερήσεις ως προς την έκδοση αποφάσεων, πέραν των προβλεπόµενων από τη νοµοθεσία χρονικών ορίων.
Αυτή είναι η πραγµατικότητα σήµερα και κανείς δεν µπορεί να την αµφισβητήσει. Το δικηγορικό σώµα θεσµικά και συντεταγµένα θα συµβάλει σε συνεργασία µε όλους τους αρµόδιους φορείς στην αντιµετώπιση των προβληµάτων που ανακύπτουν και στην εύρυθµη λειτουργία απονοµής της δικαιοσύνης.
Είµαστε καθηµερινά παρόντες όχι µόνο να αναδεικνύουµε τα προβλήµατα αλλά να συµβάλλουµε δηµιουργικά για την επίλυσή τους. Το επιβάλλει το δηµοκρατικό µας φρόνηµα –η δικαιοσύνη είναι ζήτηµα δηµοκρατίας– και ο χαρακτήρας του επαγγέλµατός µας ως συλλειτουργών της ∆ικαιοσύνης.
Δημήτρης Βερβεσός, Πρόεδρος ∆ΣΑ και της Ολοµέλειας των ∆ικηγορικών Συλλόγων Ελλάδας