Σε μία ιδιότυπη διελκυστίνδα με αφορμή το ψήφισμα του Ευρωκοινοβουλίου για το κράτος δικαίου μπήκαν οι δικηγόροι έναντι της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου, όπου σε πρόσφατη απόφασή της με ψήφους 49-13 έκρινε ότι οφείλει να απαντήσει σε αυτό κάνοντας λόγο για “αμφισβητούμενα δεδομένα και συμπεράσματα, που έχουν εξαχθεί από μη τεκμηριωμένη και ελλιπή έρευνα, με την παράθεση ψευδών ή μη επιβεβαιωμένων πληροφοριών”.
Έναντι της απόφασης αυτής ήρθε η απάντηση από τους δικηγόρους με το ΔΣ του ΔΣΑ να υιοθετεί κατά πλειοψηφία ψήφισμα κατά της απόφασης της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου.
«Το Κράτος Δικαίου δεν υπηρετείται με αξιωματικού τύπου διακηρύξεις ότι αυτό δεν πάσχει» τονίζεται, ενώ προστίθεται πως «η δικαστική ανεξαρτησία δεν αποτελεί δικαστικό προνόμιο, αλλά εγγύηση υπέρ των πολιτών και πυλώνα του Κράτους Δικαίου. Η συνταγματική πρόβλεψη του διορισμού της ηγεσίας των Ανωτάτων Δικαστηρίων της χώρας από την εκάστοτε εκτελεστική εξουσία δημιουργεί εύλογους δικαιοπολιτικούς προβληματισμούς, καθώς δίνει την αίσθηση δημιουργίας σχέσης εξάρτησης ανάμεσα στις δύο εξουσίες» επισημαίνει ο ΔΣΑ και τονίζει πως «οι δικαστικές αποφάσεις μπορούν και πρέπει να κρίνονται ως προς την επάρκεια και την τεκμηρίωσή τους».
Οι αιχμές για τοποθέτηση στο Δημόσιο αφυπηρετούντων Δικαστικών Λειτουργών
Ιδιαίτερη αναφορά κάνει ο ΔΣΑ στην «αδικαιολόγητη σύμφυση εκτελεστικής και δικαστικής εξουσίας μέσω του πρόσφατα εκδηλωθέντος φαινομένου αθρόας τοποθέτησης σε υψηλά αμειβόμενες θέσεις του Δημόσιου χώρου και των Ανεξάρτητων Αρχών αφυπηρετούντων ανωτάτων δικαστικών λειτουργών και μάλιστα αμέσως μετά την αφυπηρέτησή τους, υπονομεύει de facto και απροκάλυπτα τη δικαστική ανεξαρτησία».
Στο ψήφισμα των δικηγόρων επισημαίνεται πως «εντύπωση προκαλεί δε, ο πρωτοφανής τρόπος αντίδρασης της Διοικητικής Ολομέλειας του Αρείου Πάγου», προσθέτοντας ότι «το δικηγορικό σώμα θα ανέμενε από την ηγεσία της Ελληνικής Δικαιοσύνης να επιδείξει τα αναγκαία θεσμικά αντανακλαστικά για την υπέρβαση των αδυναμιών, όπου αυτές πράγματι εντοπίζονται, και να λάβει επιβεβλημένα μέτρα ώστε η ορθή και ταχεία απονομή της Δικαιοσύνης να μην μένει γράμμα κενό και να μην αποφλοιώνεται το δικαίωμα δικαστικής προστασίας των πολιτών».
Αναλυτικά η ανακοίνωση του ΔΣΑ
Το ΔΣ του ΔΣΑ υιοθέτησε κατά πλειοψηφία το κάτωθι Ψήφισμα σχετικά με την τοποθέτηση της Διοικητικής Ολομέλειας του Αρείου Πάγου επί του Ψηφίσματος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου για τη θεσμική ολίσθηση του Κράτους Δικαίου στην Ελλάδα:
Η δικαστική ανεξαρτησία δεν αποτελεί δικαστικό προνόμιο, αλλά εγγύηση υπέρ των πολιτών και πυλώνα του Κράτους Δικαίου. Η συνταγματική πρόβλεψη του διορισμού της ηγεσίας των Ανωτάτων Δικαστηρίων της χώρας από την εκάστοτε εκτελεστική εξουσία δημιουργεί εύλογους δικαιοπολιτικούς προβληματισμούς, καθώς δίνει την αίσθηση δημιουργίας σχέσης εξάρτησης ανάμεσα στις δύο εξουσίες και έτσι δημιουργεί σκιές στην εντύπωση της κοινωνίας για την πραγματική ισχύ της δικαστικής ανεξαρτησίας.
Περαιτέρω, σύμφωνα με την πάγια θέση του δικηγορικού σώματος, η αδικαιολόγητη σύμφυση εκτελεστικής και δικαστικής εξουσίας μέσω του πρόσφατα εκδηλωθέντος φαινομένου αθρόας τοποθέτησης σε υψηλά αμειβόμενες θέσεις του Δημόσιου χώρου και των Ανεξάρτητων Αρχών αφυπηρετούντων ανωτάτων δικαστικών λειτουργών και μάλιστα αμέσως μετά την αφυπηρέτησή τους, υπονομεύει de facto και απροκάλυπτα τη δικαστική ανεξαρτησία.
Κατ’ αρχάς, οι δικαστικές αποφάσεις μπορούν και πρέπει να κρίνονται ως προς την επάρκεια και την τεκμηρίωσή τους. Εξίσου θεμιτή είναι και η κριτική, πολλώ δε μάλλον όταν εκφράζεται από θεσμικά όργανα, που εστιάζει στο οργανωτικό πλαίσιο και στους συστημικούς όρους απονομής της Δικαιοσύνης (αναγκαία επιτάχυνση, οργανωτικός εξορθολογισμός, διασφάλιση των απαραίτητων ανθρώπινων και υλικών πόρων κοκ), σύμφωνα και με την πάγια νομολογία του ΕΔΔΑ (βλ. απόφ. Tavares de Almeida Fernandes and Almeida Fernandes κατά Πορτογαλίας, 29-5-2017, σκ. 63).
Στο πλαίσιο του συστήματος θεσμικών ελέγχων και εξισορροπήσεων σε ενωσιακό επίπεδο (άρθρα 2 & 7 ΣυνθΕΕ) το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο έχει όχι μόνον δικαίωμα θεσμικής κριτικής εντός των ορίων που εκτέθηκαν ανωτέρω, αλλά και ειδική αρμοδιότητα για τη λειτουργία του Κράτους Δικαίου και την ορθή και ταχεία απονομή της Δικαιοσύνης στα κράτη μέλη, υπό τον αυτονόητο όρο ότι δεν θίγεται η δικαστική ανεξαρτησία, με υποδείξεις και παρεμβάσεις επί της ουσίας των υποθέσεων που έχουν αχθεί και εκκρεμούν ενώπιον της Δικαιοσύνης.
Το Ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 7ης Φεβρουαρίου 2024 σχετικά με το Κράτος Δικαίου και την ελευθερία των μέσων μαζικής ενημέρωσης στην Ελλάδα εστιάζει ιδίως σε θεσμικές αδυναμίες της Ελληνικής Δικαιοσύνης (καθυστερήσεις, θεσμική εξάρτηση από την Κυβέρνηση, λόγω της επιλογής της ηγεσίας από αυτήν κλπ), ενώ, όπου γίνεται μνεία συγκεκριμένων υποθέσεων, η κριτική εντοπίζεται σε αδικαιολόγητες καθυστερήσεις και στην στασιμότητα των δικαστικών ερευνών, που συντείνουν στη διολίσθηση του Κράτους Δικαίου.
Εντύπωση προκαλεί δε, ο πρωτοφανής τρόπος αντίδρασης της Διοικητικής Ολομέλειας του Αρείου Πάγου, η οποία εξέδωσε απόφαση, για να «απαντήσει» στο Ψήφισμα του Ε.Κ., προβαίνοντας σε εξαιρετικά διευρυμένη ερμηνεία των αρμοδιοτήτων της και επιδεικνύοντας έναν παράδοξο και επιλεκτικό δικαστικό ακτιβισμό. Μάλιστα, το Ανώτατο Ακυρωτικό Πολιτικό Δικαστήριο έσπευσε να εκδώσει σχετικό Δελτίο Τύπου πριν καν την δημοσίευση του σκεπτικού της απόφασης, την ώρα που τέτοια σπουδή ουδέποτε έχει επιδείξει μέχρι σήμερα το Ανώτατο Δικαστήριο σε ζητήματα που πράγματι ανήκουν στην δικαιοδοτική αρμοδιότητά του εξαιρουμένης της πολύκροτης πρόσφατης υπόθεσης των Τραπεζών / Εταιρειών Διαχείρισης Απαιτήσεων.
Το δικηγορικό σώμα θα ανέμενε από την ηγεσία της Ελληνικής Δικαιοσύνης να επιδείξει τα αναγκαία θεσμικά αντανακλαστικά για την υπέρβαση των αδυναμιών, όπου αυτές πράγματι εντοπίζονται, και να λάβει επιβεβλημένα μέτρα ώστε η ορθή και ταχεία απονομή της Δικαιοσύνης να μην μένει γράμμα κενό και να μην αποφλοιώνεται το δικαίωμα δικαστικής προστασίας των πολιτών.
Το Κράτος Δικαίου δεν υπηρετείται με αξιωματικού τύπου διακηρύξεις ότι αυτό δεν πάσχει. Υπηρετείται με διαρκή εγρήγορση και ανάληψη πρωτοβουλιών για την υπέρβαση των παθογενειών, όπου και αν εντοπίζονται και όχι με επικοινωνιακού τύπου κινήσεις, που προφανώς φιλοδοξούν να μείνει η Δικαιοσύνη στο απυρόβλητο έναντι πάσης κριτικής.
Ο Δ.Σ.Α. πιστός στο θεσμικό του ρόλο επαναλαμβάνει την ακλόνητη τοποθέτησή του ότι θα συμβάλλει με κάθε πρόσφορο τρόπο, ασκώντας θεμιτή κριτική και αναλαμβάνοντας όποτε απαιτείται ενεργό δράση, για την διασφάλιση και προαγωγή του Κράτους Δικαίου, των δημοκρατικών ελευθεριών και ατομικών δικαιωμάτων στην Ελλάδα.
Η απόφαση της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου
Στην απόφασή της η Διοικητική Ολομέλεια του Αρείου Πάγου είχε κάνει λόγο για “αμφισβητούμενα δεδομένα και συμπεράσματα, που έχουν εξαχθεί από μη τεκμηριωμένη και ελλιπή έρευνα, με την παράθεση ψευδών ή μη επιβεβαιωμένων πληροφοριών”, ενώ στην απόφασή της με ψήφους 49-13 αποφάσισε ότι οφείλει να απαντήσει στο ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου με σοβαρές μομφές για το Κράτος Δικαίου στην Ελλάδα. Η πλειοψηφία υιοθέτησε πλήρως την εκτενή εισήγηση του Αρεοπαγίτη Παναγιώτη Λυμπερόπουλου ο οποίος μεταξύ άλλων, απάντησε και στο βασικό ερώτημα: Δικαιούται το ανώτατο δικαστήριο να απαντήσει σε μια απόφαση ενός ανώτατου θεσμικού και πολιτικού οργάνου;
Παναγιώτης Λυμπερόπουλος: “Οφείλουμε να απαντήσουμε”
Ο κ. Λυμπερόπουλος αφού αναπτύσσει ένα πλέγμα νομολογίας (αποφάσεις Αρείου Πάγου και ΕΔΔΑ) απαντά ευθέως “ναι”: “Από το σύνολο των ανωτέρω καθίσταται σαφές ότι και στο επίπεδο του ενωσιακού δικαίου που κατισχύει του Συντάγματος, αλλά δεν έρχεται σε αντίθεση με αυτό, η ανεξαρτησία της δικαιοσύνης, έτσι όπως περιχαρακώνει την προσωπική και λειτουργική ανεξαρτησία των δικαστικών και εισαγγελικών λειτουργών, δεν είναι ανεκτή η παρέμβαση εθνικών ή κοινοτικών οργάνων με τη διατύπωση δημόσιας γνώμης επί κρινόμενων ενώπιον των εθνικών δικαστικών και εισαγγελικών αρχών υποθέσεων”, αναφέρει και συμπληρώνει: “…καθίσταται αναγκαία η ενημέρωση πάντων από την Ολομέλεια του Αρείου Πάγου επί των αιτιάσεων του ψηφίσματος, κατά το μέτρο που αφορούν στην δικαστική λειτουργία και μόνο, προκειμένου να ερευνηθεί η βασιμότητα ή όχι αυτών, ώστε να απαντήσουμε, όχι βεβαίως στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, καθόσον δεν έχουμε τέτοια αρμοδιότητα, αλλά στις αιτιάσεις που μας αποδίδονται, με βάση το ψήφισμα αυτό”.