Η πέμπτη συνεδρία του 2nd INVEST IN GREECE Conference, με τίτλο «Εμπιστοσύνη στη Δικαιοσύνη – Ασφάλεια Δικαίου», έλαβε χώρα το απόγευμα της Πέμπτης 20 Μαρτίου 2025 και επικεντρώθηκε σε έναν θεμελιώδη παράγοντα για την ενίσχυση του επενδυτικού κλίματος: τη σταθερότητα και την αποτελεσματικότητα του νομικού πλαισίου. Τη συζήτηση συντόνισε η Γλυκερία Π. Σιούτη, Δικηγόρος και Ομότιμη Καθηγήτρια της Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών, η οποία ανέδειξε τη σημασία της εμπιστοσύνης των επενδυτών στο κράτος δικαίου. Στο πάνελ συμμετείχαν η Αθηνά Βουνάτσου, Διευθύντρια Τομέα Φορολογίας, Επενδύσεων και Λειτουργίας Αγοράς στον ΣΕΒ, ο Ανδρέας Παπαπετρόπουλος, Διδάκτωρ Νομικής και Managing Partner της δικηγορικής εταιρείας «Ανδρέας Παπαπετρόπουλος – Ευαγγελία Μπάνου και Συνεργάτες», καθώς και ο Νίκος Σεκέρογλου, Πάρεδρος και Εκπρόσωπος Τύπου του Συμβουλίου της Επικρατείας
Με δυναμική παρουσία θεσμικών εκπροσώπων, κορυφαίων νομικών, οικονομικών αναλυτών και στελεχών της αγοράς, πραγματοποιήθηκε την Πέμπτη 20 Μαρτίου 2025, στο Wyndham Grand Athens, το 2ο Συνέδριο INVEST IN GREECE, μια πρωτοβουλία της ΝΟΜΙΚΗΣ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗΣ. Πάνω από 35 ομιλητές και συντονιστές ανέλυσαν τις προκλήσεις, αλλά και τις ευκαιρίες της ελληνικής οικονομίας, προτείνοντας εφαρμόσιμες προτάσεις για την αξιοποίηση του επενδυτικού δυναμικού στην χώρα.
Ξεχωριστό ενδιαφέρον παρουσίασε η πέμπτη συνεδρία, με τίτλο «Εμπιστοσύνη στη Δικαιοσύνη – Ασφάλεια Δικαίου». Δικηγόροι, ανώτατοι δικαστικοί και στελέχη της αγοράς έθεσαν στο επίκεντρο τη σημασία της νομικής σταθερότητας για την προσέλκυση επενδύσεων. Πολεοδομικά και περιβαλλοντικά ζητήματα, καθυστερήσεις στη Δικαιοσύνη, θεσμικές ασάφειες και νομοθετικές αστοχίες αναδείχθηκαν ως βασικοί παράγοντες ανασφάλειας, με κοινό ζητούμενο τη θεσμική συνέπεια και την οικοδόμηση εμπιστοσύνης.
Η κ. Γλυκερία Π. Σιούτη, Δικηγόρος και Ομότιμη Καθηγήτρια της Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών, στην πέμπτη συνεδρία του 2nd INVEST IN GREECE Conference, με τίτλο «Εμπιστοσύνη στη Δικαιοσύνη – Ασφάλεια Δικαίου», έλαβε χώρα το απόγευμα της Πέμπτης 20 Μαρτίου 2025
Γλυκερία Π. Σιούτη: Η ασφάλεια δικαίου στην τομή του περιβάλλοντος και των επενδύσεων
Τη συζήτηση συντόνισε η Γλυκερία Π. Σιούτη, δικηγόρος και ομότιμη καθηγήτρια της Νομικής Σχολής του ΕΚΠΑ, η οποία στάθηκε ιδιαίτερα στη σχέση ανάμεσα στο φυσικό, οικιστικό και πολιτιστικό περιβάλλον και στην επενδυτική δραστηριότητα. Έθεσε το κρίσιμο ερώτημα: Πότε θίγεται η ασφάλεια δικαίου και πώς διασφαλίζεται η ισορροπία μεταξύ προστασίας του περιβάλλοντος και ανάπτυξης;
«Πράγματι, η ολοκλήρωση του χωροταξικού σχεδιασμού έχει βοηθήσει ιδιαίτερα στην εξάλειψη του κρίσιμου θέματος της ανασφάλειας δικαίου γύρω από τις χρήσεις γης, όπως οι σημειακές χωροθετήσεις, που αποτελούσαν “έρμαια” προσφυγών. Παρ’ όλα αυτά, σήμερα υπάρχουν ακόμα σημαντικά ζητήματα για τις επενδύσεις. Πέρα από τα οικονομικά και αναπτυξιακά, τίθενται θέματα που σχετίζονται με τα όρια προστασίας του περιβάλλοντος», ανέφερε η καθηγήτρια.
Τα έξι σημεία ανασφάλειας δικαίου
1. Ενδεικτικά, η καθηγήτρια αναφέρθηκε στην εφαρμογή του Νέου Οικοδομικού Κανονισμού (ΝΟΚ) και στα λεγόμενα bonus δόμησης – ρυθμίσεις, που προβλέπουν διαφοροποιήσεις στους όρους και συντελεστές δόμησης. Η νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας, με αποφάσεις της Ολομέλειας, αναγνώρισε ότι δημιουργούνται ζητήματα ασφάλειας δικαίου και διαφοροποίησε την επέκταση των έννομων συνεπειών.
«Την ίδια στιγμή, όμως, δημιουργήθηκε ένα ερωτηματικό: εξυπηρετήθηκε η ασφάλεια δικαίου εις βάρος της αρχής της ισότητας, όσον αφορά κατασκευαστές, επενδυτές και ιδιοκτήτες;» αναρωτήθηκε.
2. Ένα ακόμη κρίσιμο θέμα, σύμφωνα με την ίδια, είναι η οικοδομησιμότητα σε εκτός σχεδίου περιοχές. «Η νομολογία πλέον αμφισβητεί, ακόμη και αναδρομικά, το νομοθετικό ορόσημο του 1985 και θέτει ως προϋπόθεση για την οικοδομησιμότητα το αν το ακίνητο έχει πρόσωπο σε αναγνωρισμένη οδό – δηλαδή οδό που έχει αναγνωριστεί με Προεδρικό Διάταγμα», σημείωσε.
Όπως υπογράμμισε η καθηγήτρια, αυτό δημιουργεί σοβαρή ανασφάλεια δικαίου, ιδίως σε περιοχές όπως η ελληνική ύπαιθρος και τα νησιά, όπου το ποσοστό των επίσημα αναγνωρισμένων οδών είναι ελάχιστο. Η καθυστέρηση της Πολιτείας στην έκδοση των σχετικών διαταγμάτων και στον συνολικό σχεδιασμό των οδών εντείνει την αβεβαιότητα, αναδεικνύοντας την ανάγκη για άμεση θεσμική παρέμβαση, ανέφερε χαρακτηριστικά η καθηγήτρια.
3. Ένα τρίτο καίριο ερώτημα, που έθεσε η κ. Σιούτη, αφορά τις μεταβολές στις Ζώνες Οικιστικού Ελέγχου (ΖΟΕ), και ιδιαίτερα στα νησιά. Τι συμβαίνει, όταν μια περιοχή που είχε χαρακτηριστεί για οικιστική δραστηριότητα, αλλάζει πλήρως χαρακτήρα με την έκδοση νέου διατάγματος;
Όπως επεσήμανε, πρόκειται για περιπτώσεις όπου πολίτες – αγοραστές, ή ιδιοκτήτες γης – είχαν επενδύσει, με σκοπό την ανάπτυξη τουριστικής δραστηριότητας, βασιζόμενοι στον υφιστάμενο πολεοδομικό σχεδιασμό. Με την αλλαγή του χαρακτηρισμού, η ίδια ζώνη πλέον κρίνεται είτε απολύτως αδόμητη, είτε επιτρέπεται αποκλειστικά για γενική κατοικία, γεγονός που αναιρεί τις επενδυτικές προοπτικές των ενδιαφερομένων, αναφέροντας ως χαρακτηριστικό παράδειγμα την περίπτωση του Ειδικού Πολεοδομικού Σχεδίου (ΕΠΣ) της Μυκόνου.
4. Αντίστοιχες δυσκολίες ανακύπτουν και στις περιπτώσεις χάραξης, ή επανακαθορισμού αιγιαλού και παραλίας. Όπως ανέφερε η καθηγήτρια, η νομολογία επιχειρεί να δώσει λύσεις, προβλέποντας, για παράδειγμα, ότι ο καθορισμός αιγιαλού δεν μπορεί να υπερβαίνει τα όρια σχεδίου πόλεως, ενώ κτίσματα με νόμιμη άδεια που προϋπήρχαν του καθορισμού δεν μπορούν να θιγούν.
5. Ένα ακόμη ευαίσθητο ζήτημα, σύμφωνα με την καθηγήτρια, αφορά τη δασική προστασία. Όπως εξήγησε, η νομολογία μέχρι σήμερα εξαιρεί από το καθεστώς δασικής προστασίας περιοχές, στις οποίες έχουν εκδοθεί οικοδομικές άδειες πριν από το 1975. Η εξαίρεση, ωστόσο, ισχύει περιορισμένα και αφορά μόνο το κτίσμα – όχι την υπόλοιπη έκταση, που παραμένει αναξιοποίητη. Πρόσφατα, η εξαίρεση αυτή επεκτάθηκε και σε κτίσματα με άδεια έως το 2011, υπό την προϋπόθεση ότι έχει ασκηθεί το ιδιοκτησιακό δικαίωμα. Όμως, όπως τονίζει η καθηγήτρια, αυτή η διάκριση μεταξύ πολιτών δημιουργεί νέα πεδία νομικής ανασφάλειας.
6. Τέλος, ιδιαίτερη αναφορά έκανε στο άρθρο 22 του ν. 1650/1986, του νόμου-πλαισίου για το περιβάλλον, το οποίο προβλέπει τη δυνατότητα επιβολής ιδιαίτερα αυστηρών περιορισμών στην ιδιοκτησία, χωρίς όμως να συνιστούν ρητή απαλλοτρίωση. Παρότι προβλέπεται ότι σε αυτές τις περιπτώσεις μπορούν να καταβληθούν αποζημιώσεις, η σχετική διάταξη προβλέπει προεδρικό διάταγμα για την ενεργοποίηση της διαδικασίας – ένα διάταγμα που ουδέποτε εκδόθηκε.
Αποτέλεσμα, όπως σημείωσε η ίδια, είναι χιλιάδες ιδιοκτήτες να βρίσκονται ουσιαστικά μπροστά σε καθεστώς «de facto απαλλοτρίωσης» – χάνουν τη δυνατότητα εκμετάλλευσης της περιουσίας τους, χωρίς ωστόσο να τους παρέχεται αποζημίωση. Κι ενώ τόσο η εθνική νομολογία, όσο και το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου – με επανειλημμένες καταδικαστικές αποφάσεις –, αναγνωρίζουν ότι παραβιάζονται τα δικαιώματα των ιδιοκτητών, η Πολιτεία συνεχίζει να επιδεικνύει νομοθετική απραξία, κατέληξε.
Η κ. Αθηνά Βουνάτσου, Διευθύντρια Τομέα Φορολογίας, Επενδύσεων και Λειτουργίας Αγοράς στον ΣΕΒ, στην πέμπτη συνεδρία του 2nd INVEST IN GREECE Conference, με τίτλο «Εμπιστοσύνη στη Δικαιοσύνη – Ασφάλεια Δικαίου», έλαβε χώρα το απόγευμα της Πέμπτης 20 Μαρτίου 2025
Αθηνά Βουνάτσου : Η νομική ασάφεια αυξάνει το επενδυτικό κενό
Η Αθηνά Βουνάτσου, Διευθύντρια του Τομέα Φορολογίας, Επενδύσεων και Λειτουργίας Αγοράς του ΣΕΒ, στην τοποθέτησή της εστίασε στο ζήτημα της ασφάλειας δικαίου και τη σημασία της για τις επιχειρήσεις και τις διοικήσεις τους.
Όπως τόνισε, η σταθερότητα και η προβλεψιμότητα του νομικού πλαισίου είναι θεμελιώδεις για τη δημιουργία ευνοϊκού επενδυτικού περιβάλλοντος. Σύμφωνα με στοιχεία που παρουσίασε, το αίσθημα νομικής αβεβαιότητας στις ελληνικές επιχειρήσεις αγγίζει το 90%, τη στιγμή που σε χώρες όπως η Δανία το αντίστοιχο ποσοστό είναι μόλις 45%.
«Και γιατί είναι αυτό σημαντικό;», αναρωτήθηκε. «Διότι ένα αποτελεσματικό ρυθμιστικό πλαίσιο και η ασφάλεια δικαίου συμβάλλουν άμεσα στη μείωση του επενδυτικού κενού, που στη χώρα μας παραμένει ιδιαίτερα υψηλό». Αναφέρθηκε, μάλιστα, στις σχετικές πρωτοβουλίες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που στοχεύουν στην απλοποίηση των κανονισμών και στη μείωση της γραφειοκρατίας, επισημαίνοντας ότι πρόκειται για μια κατεύθυνση, που πρέπει να ακολουθηθεί και σε εθνικό επίπεδο.
Η κ. Βουνάτσου παρουσίασε τρεις βασικούς άξονες, από τους οποίους εξαρτάται το αν η ασφάλεια δικαίου λειτουργεί ως επιταχυντής ή ως τροχοπέδη για τις επενδύσεις:
- Η ποιότητα της νομοθεσίας και της νομοπαρασκευαστικής διαδικασίας
- O ρόλος των εποπτικών αρχών.
- Η ταχύτητα των διαδικασιών – δικαστικών και διοικητικών.
Η υπερνομοθέτηση, σύμφωνα με την κ. Βουνάτσου, αποτελεί το βασικό πρόβλημα για τις επιχειρήσεις. Η κακή ποιότητα της νομοπαρασκευαστικής διαδικασίας, ο τρόπος κατάρτισης των νόμων, η ελλιπής διαβούλευση και οι συνεχείς αλλαγές στη νομοθεσία δημιουργούν ένα ρευστό και απρόβλεπτο περιβάλλον, το οποίο λειτουργεί αποτρεπτικά για τις επενδύσεις. Όπως σημείωσε, η διαρκής μεταβολή των κανόνων προκαλεί σύγχυση, όχι μόνο στους επενδυτές, αλλά και στις ίδιες τις διοικητικές αρχές, που δυσκολεύονται να ερμηνεύσουν και να εφαρμόσουν τη νομοθεσία.
Υπογράμμισε την ανάγκη για διαφάνεια και προσβάσιμη πληροφόρηση γύρω από τα επενδυτικά κίνητρα, ενώ τόνισε ότι ο αποτελεσματικός σχεδιασμός προϋποθέτει δεδομένα και τεχνολογικά εργαλεία, προκειμένου να αντιμετωπίζονται έγκαιρα και στοχευμένα τα προβλήματα. Ειδική αναφορά έκανε και στη διαδραστική σχέση των ελεγκτικών αρχών με τις επιχειρήσεις, προτείνοντας αλλαγή μοντέλου. Αντί της έμφασης αποκλειστικά στην καταστολή και την επιβολή κυρώσεων, τόνισε την ανάγκη μετάβασης σε μια κουλτούρα ενημέρωσης, καθοδήγησης και παροχής σαφών οδηγιών.
Παράλληλα, η κ. Βουνάτσου έθιξε το ζήτημα των καθυστερήσεων στις διαδικασίες επενδύσεων. Από την αδειοδότηση έως τον έλεγχο υλοποίησης των σχεδίων, οι καθυστερήσεις είναι διαχρονικές και συστηματικές. Ο χρόνος, όπως είπε χαρακτηριστικά, είναι κρίσιμος για μια επένδυση – και κάθε καθυστέρηση λειτουργεί ανασταλτικά για τον σχεδιασμό και την υλοποίηση επιχειρηματικών πρωτοβουλιών. Τέλος, αναφέρθηκε στην ανάγκη για καλύτερο σχεδιασμό με βάση αξιόπιστα δεδομένα, αξιοποιώντας την τεχνολογία και ενισχύοντας τη διαφάνεια στην πληροφόρηση γύρω από τα επενδυτικά κίνητρα.
Ο κ. Νίκος Σεκέρογλου, Πάρεδρος και Εκπρόσωπος Τύπου του Συμβουλίου της Επικρατείας, στην πέμπτη συνεδρία του 2nd INVEST IN GREECE Conference, με τίτλο «Εμπιστοσύνη στη Δικαιοσύνη – Ασφάλεια Δικαίου», έλαβε χώρα το απόγευμα της Πέμπτης 20 Μαρτίου 2025
Νικόλαος Π. Σεκέρογλου: Η Δικαιοσύνη υπό πίεση – Πώς απαντά το ΣτΕ στην αβεβαιότητα
Ο πάρεδρος και εκπρόσωπος Τύπου του ΣτΕ, Νικόλαος Σεκέρογλου, αναφέρθηκε σε ένα από τα πιο επίκαιρα και «καυτά» ζητήματα των ημερών: τη φθίνουσα εμπιστοσύνη των πολιτών προς τη Δικαιοσύνη, όπως καταγράφεται σε πληθώρα πρόσφατων δημοσκοπήσεων.
Ο ίδιος πρότεινε να διαβάζουμε τα αποτελέσματα αυτών των μετρήσεων με ψυχραιμία. Όπως επεσήμανε, χρειάζεται να εξετάζουμε τόσο τη σύνθεση του δείγματος, όσο και το αν οι απαντήσεις αντανακλούν πραγματική δυσπιστία προς τους θεσμούς, ή απλώς αποτελούν αντίδραση σε ευρύτερες κοινωνικές και πολιτικές εξελίξεις. «Οι δημοσκοπήσεις για τη Δικαιοσύνη είναι, πολλές φορές, προϊόν της συγκυρίας», σημείωσε χαρακτηριστικά.
Αναλύοντας το ζήτημα από την πλευρά του Συμβουλίου της Επικρατείας, τόνισε ότι για τους δικαστές του ΣτΕ η εμπιστοσύνη μεταφράζεται σε ταχύτητα. «Το 2010, στο ΣτΕ εκκρεμούσαν 36.000 υποθέσεις. Δεκατέσσερα χρόνια μετά, ο αριθμός έχει μειωθεί κατά 71%, με 10.500 εκκρεμείς υποθέσεις σήμερα», ανέφερε, προσθέτοντας ωστόσο πως «υπάρχουν ακόμη περιθώρια βελτίωσης».
Ιδιαίτερη έμφαση έδωσε στην ανάγκη σεβασμού της ποιότητας της απόδοσης δικαιοσύνης και της ασφάλειας δικαίου, θέτοντας ως αναγκαία προτεραιότητα την αναμόρφωση του συστήματος επιθεώρησης των δικαστών. Όπως είπε, ο εσωτερικός έλεγχος δεν μπορεί να περιορίζεται σε πειθαρχικά μέτρα, ή απολύσεις για πλημμελή άσκηση καθηκόντων.
«Δεν αρκεί να ερχόμαστε εκ των υστέρων με τετελεσμένα γεγονότα. Χρειαζόμαστε μια ουσιαστική, τακτική και αποτελεσματική επιθεώρηση, που να συμβάλλει στην αντιμετώπιση των χρόνιων καθυστερήσεων και των ελλιπώς αιτιολογημένων αποφάσεων», κατέληξε.
Μιλώντας για τη βελτίωση της απονομής δικαιοσύνης, ο κ. Σεκέρογλου στάθηκε στη σημασία του προληπτικού ελέγχου που ασκεί το ΣτΕ, ιδίως στα πολεοδομικά ζητήματα. Όπως ανέφερε, «η ποιότητα στην απονομή της δικαιοσύνης διασφαλίζεται σε έναν βαθμό μέσω του ελέγχου των Προεδρικών Διαταγμάτων». Σημείωσε, ωστόσο, πως «δεν είναι 100% βέβαιο, ότι επειδή ένα Διάταγμα πέρασε από την επεξεργασία του ΣτΕ θα είναι και πλήρως νόμιμο – όμως, δίνει μια σαφή κατεύθυνση και τις περισσότερες φορές τα πράγματα δεν αλλάζουν». Αναφερόμενος στα 300 και πλέον Προεδρικά Διατάγματα που αναμένεται να αποσταλούν από το ΥΠΕΝ στο ΣτΕ, στο πλαίσιο του νέου πολεοδομικού σχεδιασμού, τόνισε ότι το δικαστήριο έχει προσαρμόσει τη λειτουργία του, ώστε να ανταποκριθεί άμεσα και να δώσει τις απαραίτητες κατευθύνσεις στο υπουργείο.
Ως δεύτερο εργαλείο ενίσχυσης της ασφάλειας δικαίου, ο κ. Σεκέρογλου ανέδειξε την πιλοτική δίκη, που έχει συμβάλει καθοριστικά στην ενιαία νομολογία και στην αποφυγή αντιφατικών αποφάσεων. Παράλληλα, σημείωσε πως στις υποθέσεις Ολομέλειας που αφορούν μεγάλο μέρος της κοινωνίας, δίνεται πλέον η δυνατότητα έκδοσης ανακοινώσεων με την τελική κρίση, πριν από τη δημοσίευση της πλήρους απόφασης – ενισχύοντας έτσι τη διαφάνεια και την άμεση ενημέρωση των πολιτών.
Επίσης, αναφερόμενος στην ακεραιότητα των ίδιων των δικαστικών λειτουργών, ο κ. Σεκέρογλου σημείωσε ότι στην Ελλάδα η όποια δυσπιστία απέναντι στη Δικαιοσύνη δεν σχετίζεται με σοβαρά θέματα, όπως διαχρονικές καταγγελίες για χρηματισμό. Εκεί όπου ο ίδιος διαβλέπει ένα πιθανό θεσμικό έλλειμμα, είναι στον τρόπο επιλογής της ηγεσίας των ανώτατων δικαστηρίων. Ωστόσο, ο κ. Σεκέρογλου χαρακτήρισε θετική τη ρύθμιση του άρθρου 27 του ν. 4938/2022, η οποία για πρώτη φορά δίνει λόγο στις Ολομέλειες των Ανώτατων Δικαστηρίων στην επιλογή της ηγεσίας τους, μέσω μυστικής ψηφοφορίας, ενιχύοντας την ανεξαρτησία της δικαιοσύνης, όπως τόνισε.
Τέλος, ο ίδιος, ως εκπρόσωπος Τύπου του ΣτΕ, υπογράμμισε τη σημασία της εξωστρέφειας των ανώτατων δικαστηρίων, προκειμένου να γεφυρωθεί το χάσμα με τους πολίτες. Όπως ανέφερε, το ΣτΕ έχει πλέον «ανοιχτεί» περισσότερο προς την κοινωνία, με έκδοση ενημερωτικών δελτίων των αποφάσεων, διενέργεια συνεντεύξεων Τύπου, δημοσίευση επεξηματικών ερωταπαντήσεων για σημαντικές αποφάσεις -όπως αυτή για τον ΝΟΚ- και ενεργή παρουσία στα social media, σε μια προσπάθεια να ενισχυθεί η κατανόηση και η εμπιστοσύνη του κοινού στη λειτουργία της Δικαιοσύνης.
Ο κ. Ανδρέας Παπαπετρόπουλος, Διδάκτωρ Νομικής και Managing Partner της δικηγορικής εταιρείας «Ανδρέας Παπαπετρόπουλος – Ευαγγελία Μπάνου και Συνεργάτες», στην πέμπτη συνεδρία του 2nd INVEST IN GREECE Conference, με τίτλο «Εμπιστοσύνη στη Δικαιοσύνη – Ασφάλεια Δικαίου», έλαβε χώρα το απόγευμα της Πέμπτης 20 Μαρτίου 2025
Ανδρέας Παπατρέπουλος : Ο ΝΟΚ κρίθηκε – αλλά η αβεβαιότητα παραμένει
Ο κ. Παπατρέπουλος, δικηγόρος με εξειδίκευση σε θέματα πολεοδομίας και περιβάλλοντος και ένας από τους πλέον ειδικούς στο ζήτημα της επίμαχης απόφασης, αναφέρθηκε στις προσωπικές του σκέψεις γύρω από μία από τις πιο κρίσιμες δικαστικές κρίσεις των τελευταίων ετών – τη συνταγματικότητα των πολεοδομικών κινήτρων του ΝΟΚ.
Ξεκίνησε, επισημαίνοντας ως θετικό τον εξαιρετικά γρήγορο χρόνο έκδοσης της απόφασης, ενώ σημείωσε ότι το ίδιο το ΣτΕ απέδωσε τελικά την ευθύνη στην Πολιτεία. Η απουσία πολεοδομικού σχεδιασμού είναι “εγκληματική”, όταν αποτελεί συντακτική υποχρέωση του κράτους, ανέφερε χαρακτηριστικά. Και πρόσθεσε: «Εφόσον δεν υπάρχει σχεδιασμός, δεν γίνεται να νομοθετούνται κίνητρα όπως του ΝΟΚ ή άλλες διατάξεις για την εκτός σχεδίου δόμηση – μας το είπε το ΣτΕ, και ορθά».
Ωστόσο, αναφέρθηκε και στις αρνητικές συνέπειες. Όπως σημείωσε, η απόφαση περιορίστηκε μόνο σε οικοδομικές άδειες, που είχαν υλοποιηθεί έως 11/12, ώστε να προστατευτεί η ασφάλεια δικαίου. Παρ’ όλα αυτά, αναρωτήθηκε γιατί δεν καλύφθηκαν όλες οι άδειες, που είχαν απλώς εκδοθεί έως τότε. «Γιατί να θέσουμε ως κριτήριο την υλοποίηση και όχι την έκδοση; Γιατί να δημιουργούνται δύο κατηγορίες πολιτών με ίδια έννομα δικαιώματα;», ανέφερε.
Ιδιαίτερη έμφαση έδωσε στην ασάφεια της έννοιας “έναρξη εργασιών”. Όπως είπε, ακόμη και οι καλύτεροι μηχανικοί δεν συμφωνούν μεταξύ τους για το τι την καθορίζει – είναι οι εκσκαφές; Είναι τα έγγραφα της εφορίας; Αυτή η ασάφεια, προειδοποίησε, θα οδηγήσει σε νέο κύμα προσφυγών και ανασφάλεια δικαίου.
Εξέφρασε επίσης προβληματισμό για τη μη εμπιστοσύνη του δικαστηρίου προς τα διοικητικά όργανα, λέγοντας πως ενώ το ΣτΕ απαιτούσε τη σύσταση Συμβουλίου Αρχιτεκτονικής, στη συνέχεια αψήφησε τελείως την κρίση του. «Τα κίνητρα δεν εφαρμόζονται καθόλα άκριτα και οριζόντια. Υπάρχουν θεσμοί που τα ελέγχουν», ανέφερε χαρακτηριστικά.
Ασκώντας κριτική προς την Πολιτεία, επεσήμανε πως το αρμόδιο υπουργείο είχε δηλώσει “έτοιμο”, μιλώντας για επιτροπές που θα αντιμετώπιζαν τις επιπτώσεις της απόφασης, αλλά από τον Δεκέμβριο δεν έχει υπάρξει καμία απολύτως ενέργεια. Αντίστοιχα, στάθηκε και στην αδράνεια του τεχνικού κόσμου. «Γιατί καθυστερούν τα ΤΠΣ, άνω της πενταετίας; Ποιον ωφελούν οι αποσπασματικές ρυθμίσεις, που πιθανώς μελλοντικά θα κριθούν αντισυνταγματικές;», διερωτήθηκε.
Το μεγάλο πρόβλημα, όπως τόνισε, το αντιμετωπίζουν οι πολίτες και οι επενδυτές. «Πώς εξηγείς σε έναν επενδυτή-πελάτη ότι, 13 χρόνια μετά, ένας νόμος κρίθηκε αντισυνταγματικός;» ανέφερε εμφατικά. Και πρόσθεσε: «Μήπως πρέπει να επανεξετάσουμε τη διεύρυνση της προστασίας των αιτούντων σε Τμήματα όπως το Ε’; Μήπως ως λύση θα έπρεπε να προβλέπεται ένας εύλογος χρόνος για την αναδρομική κρίση της αντισυνταγματικότητας νόμων, που λειτούργησαν και παρήγαγαν έννομες συνέπειες;», αναρωτήθηκε. «Μήπως ήρθε η ώρα για έναν αυτοπεριορισμό της νομολογίας σε περιπτώσεις παρεμπίπτοντος ελέγχου;»
Η ευθύνη για την ασφάλεια δικαίου ξεκινά από την (α)συνέπεια της Πολιτείας
Η κ. Σιούτη, σχολιάζοντας τις σκέψεις του κ. Παπατρέπουλου, επεσήμανε πως η νομολογία μπορεί πράγματι να πλήττει τη δικαιολογημένη εμπιστοσύνη των ιδιωτών, ιδιαίτερα όταν προβαίνει σε αδικαιολόγητες διαφοροποιήσεις. Όμως, όπως υπογράμμισε, η κύρια πηγή αστάθειας και ανασφάλειας δικαίου είναι η στάση της Διοίκησης – και ιδίως της νομοθετούσας Διοίκησης. Όπως εξήγησε, προηγείται λογικά και θεσμικά η θεωρητική ασφάλεια δικαίου, την οποία έχει καθήκον να διασφαλίζει η πολιτεία μέσω «ασφαλούς» νομοθέτησης. Μόνο έπειτα έρχεται η δικαιολογημένη εμπιστοσύνη των διοικουμένων ως προς τις ατομικές διοικητικές πράξεις. «Για παράδειγμα, στο θέμα του ΝΟΚ, υπήρχε 30ετής νομολογία. Η Διοίκηση όφειλε να γνωρίζει ότι δεν μπορούν να αλλάζουν ύψη και καλύψεις οριζόντια, χωρίς μελέτες», σημείωσε.
Απαντώντας, ο κ. Σεκέρογλου υπογράμμισε για την αντισυνταγματικότητα του ΝΟΚ δεν είναι ευθύνη των δικαστικών κρίσεων, αλλά αφορά τον τρόπο λειτουργίας της Δικαιοσύνης και την έννοια του δημόσιου συμφέροντος. «Το ΣτΕ προειδοποιούσε εδώ και 30 χρόνια. Δεν ήταν τόσο “αθώοι” όσοι εκμεταλλεύτηκαν τη δυνατότητα αυτή», υπογράμμισε.
Όπως είπε, «το ΣτΕ είχε -ήδη από 30 χρόνια- εκφράσει ενστάσεις για τον ΝΟΚ, άρα δεν μπορούν να θεωρούνται ανυποψίαστοι όσοι επωφελήθηκαν από τις επίμαχες διατάξεις». Ανέφερε πως στις αρχές του 2024 εκδόθηκαν δύο παραπεμπτικές αποφάσεις, που έκριναν αντισυνταγματικές τις διατάξεις και παρέπεμψαν στην Ολομέλεια. Η τελική κρίση ήρθε μέσα στον ίδιο χρόνο, ενώ στο μεταξύ είχαν εκδοθεί πλήθος οικοδομικών αδειών και ανεγερθεί κτίρια. «Το δικαστήριο βρέθηκε μπροστά σε μια χαοτική πραγματικότητα και προσπάθησε να βρει μια μέση λύση», σχολίασε.
Καταλήγοντας, ανέφερε ότι υπάρχει -πράγματι – η σκέψη να εξετάζεται η συνταγματικότητα κρίσιμων νόμων απευθείας από τα ανώτατα δικαστήρια, υπενθυμίζοντας πως ο νομοθέτης οφείλει να συμπορεύεται, όσο είναι δυνατόν, με την παγία νομολογία.