Επιστήμονες στην Ευρώπη προβληματισμένοι προσπαθούν να καταλάβουν γιατί οι «ακραίες» πυρκαγιές, σαν αυτή που μέσα σε ένα 24ωρο σάρωσε τη βορειοανατολική Αττική, γίνονται όλο και πιο συχνές τα τελευταία χρόνια.
Οι συνθήκες για ορισμένες από αυτές τις καταστροφικές φωτιές έχουν γίνει από 3 έως 20 φορές πιο πιθανές, διαπιστώνουν στην πρώτη έρευνα που διεξάγεται επί του φαινομένου.
Μια νέα ετήσια ανασκόπηση αναφορικά με τις αιτίες που προκαλούν τις ακραίες πυρκαγιές και το κατά πόσο μπορούμε να τις προβλέψουμε, έρχεται στον απόηχο μέρος μιας τρομακτικής περιόδου πυρκαγιών από τον Μάρτιο του 2023 έως σήμερα.
Οι φλόγες που το καλοκαίρι του 2023 κατέκαψαν τον Καναδά και έκαναν τον ουρανό πορτοκαλί και γκρι μέχρι την Νέα Υόρκη, η μεγαλύτερη καταγεγραμμένη πυρκαγιά στην ιστορία της Ευρωπαϊκή Ενωση τον προηγούμενο Αύγουστο στον Εβρο, και ο πύρινος εφιάλτης στη δυτική Αμαζονία είναι μερικά από τα πρωτοφανή γεγονότα που σημάδεψαν τον πλανήτη τον τελευταίο χρόνο.
Η νέα μεγάλη μελέτη, που δημοσιεύτηκε στο επιστημονικό περιοδικό Earth System Science Data, διαπιστώνει ότι οι εκπομπές άνθρακα από τις πυρκαγιές το 2023-2024 ήταν 16% πάνω από το μέσο όρο, εκτοξεύοντας 8,2 δισεκατομμύρια τόνους διοξειδίου του άνθρακα στην ατμόσφαιρα.
Δεν υπάρχει ενιαίος ορισμός του τι συνιστά μια πυρκαγιά «ακραία», επειδή σχετίζεται με την τοποθεσία, λέει ένας από τους συγγραφείς της μελέτης, ο Δρ Ντάγκλας Κέλι από το Κέντρο Οικολογίας και Υδρολογίας του Ηνωμένου Βασιλείου (UKCEH).
Θα μπορούσε να μετρηθεί με στοιχεία όπως η καμένη έκταση, η ένταση ή πόσο ασυνήθιστη είναι, ανάλογα με την περιοχή. Αλλά οι ερευνητές χρησιμοποίησαν τρεις μεγάλες πυρκαγιές πέρυσι – στον Καναδά, την Ελλάδα και τη δυτική Αμαζονία – ως σημείο αναφοράς.
Μάλιστα, υπολογίζεται ότι μια ακραία πυρκαγιά, σε μέγεθος που καταγράφεται μια φορά στα 10 χρόνια, μπορεί να προκαλέσει οικονομική ζημιά 41-290 εκατομμύρια ευρώ στην Ελλάδα.
Η φωτιά στην βορειοανατολική Αττική
Η πρόσφατη φωτιά στην Αττική συνιστά ακραία πυρκαγιά λόγω της γειτνίασής της με ανθρώπους και των ζημιών που προκαλούν εξηγεί έτερος συγγραφέας της μελέτης, ο Δρ Τζο ΜακΝόρτον από το Ευρωπαϊκό Κέντρο Μεσοπρόθεσμων Προγνώσεων Καιρού (ECMWF).
Στα 200 τετραγωνικά χιλιόμετρα καμμένης έκτασης μέχρι στιγμής, οι φετινές πυρκαγιές στην Ελλάδα εξακολουθούν να είναι πολύ περιορισμένες σε σύγκριση με τα 900 τετραγωνικά χιλιόμετρα που κάηκαν την περασμένη χρονιά.
Αυτό συμβαίνει επειδή το πύρινο μέτωπο στην Αττική ήταν στη «διεπιφάνεια άγριας γης-αστικής περιοχής», η οποία φέρνει μαζί της «πιθανή απώλεια ζωών, καταστροφή, οικονομική πλήγμα», επισημαίνει ο Δρ ΜακΝόρτον.
Ο ρόλος της κλιματικής αλλαγής
Η ανθρωπογενής κλιματική αλλαγή έχει κάνει τις λεγόμενες συνθήκες «προσανάμματος» το 2023-24 έως και τρεις φορές πιο πιθανές στην Ελλάδα και τον Καναδά, αλλά 20 φορές πιο πιθανές στη δυτική Αμαζονία, σύμφωνα με την έρευνα.
Εάν ο κόσμος θερμανθεί έως και 3 βαθμούς Κελσίου μέχρι το 2100, τηρώντας τους στόχους της Συμφωνίας του Παρισιού, οι ειδικοί προβλέπουν ότι μια τέτοια πυρκαγιά οι ακραίες πυρκαγιές θα είναι έως και 11 φορές πιο πιθανές στον Καναδά, 3 στην Ελλάδα και 1,3 στη δυτική Αμαζονία.
Η κλιματική αλλαγή «αυξάνει σαφώς» τις συνθήκες πυρκαγιάς, επιβεβαιώνει ο Δρ. Μάθιου Τζόουνς από το Πανεπιστήμιο της Ανατολικής Αγγλίας.
Οι υψηλότερες θερμοκρασίες στεγνώνουν τα δάση, τα οποία κάνουν μια πυρκαγιά «πιο πιθανό να εξαπλωθεί», συμπληρώνει ο Δρ Kelley. Μπορεί επίσης να προκαλέσει την ανάπτυξη περισσότερης βλάστησης, η οποία παρέχει περισσότερα «καύσιμα» για τη φωτιά. Οι ανθρώπινοι παράγοντες επηρεάζουν επίσης τις πυρκαγιές, όπως το να τις ανάβουν οι ίδιοι ή να διαλύουν το τοπίο ή το πόσο καλά τις καταπολεμούν.
Αν και ο αριθμός των ακραίων πυρκαγιών αυξάνεται, η συνολική έκταση της γης που καίγεται μειώνεται. Αυτό είναι λίγο «red herring» (σ.σ. ενα είδος επιχειρήματος το οποίο παραπλανά ή αποσπά την προσοχή από ένα σημαντικό θέμα) υπογραμμίζει ο Δρ Τζόουνς, επειδή οφείλεται στην πτώση των λιγότερο επιβλαβών πυρκαγιών στις περιοχές της σαβάνας, καθώς πράγματα όπως η γεωργία διαλύουν τα λιβάδια, φέρνοντας συχνά καλύτερη προστασία ή άρδευση.
Αυτό όμως που πραγματικά ανησυχεί τους επιστήμονες είναι η έξαρση των πυρκαγιών στα δάση. Οι δασικές πυρκαγιές απελευθερώνουν περισσότερες εκπομπές άνθρακα, ενέχουν υψηλότερο κίνδυνο για τους ανθρώπους, χρειάζονται περισσότερο χρόνο για να ανακάμψουν και σημαίνουν απώλεια τεράστιου αποθέματος άνθρακα.
Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο οι παγκόσμιες εκπομπές από πυρκαγιές μετά βίας έχουν υποχωρήσει, παρόλο που η έκταση που έχει καεί έχει μειωθεί – και υπάρχει φόβος ότι οι παγκόσμιες εκπομπές από τις πυρκαγιές θα μπορούσαν σύντομα να αυξηθούν.
«Στην Ελλάδα, η ανθρωπογενής πίεση αύξησε την πιθανότητα καιρικών φαινομένων για μεγάλες πυρκαγιές το 2023. Η συνολική κλιματική πίεση οδήγησε σε υψηλότερη καμμένη έκταση. Ο ανθρωπογενής παράγοντας αύξησε την πιθανότητα εμφάνισης υψηλών πυρκαγιών τον Αύγουστο του 2023 κατά 1,9-4,1 φορές. Είναι πιθανό ότι η συνολική κλιματική πίεση αύξησε την καμμένη έκταση στην Ελλάδα έως και 17,7 %» σύμφωνα με την μελέτη.
Η Ελλάδα στο «κόκκινο»
Εστιάζοντας στην περίπτωση της Ελλάδας, τα ευρήματα της έρευνας είναι τρομακτικά. «Αναδεικνύεται ως ένα σημαντικό γεγονός παγκόσμιας σημασίας» περιγράφει η μελέτη με μελανά χρώματα.
Στην εξεταζόμενη περίοδο (2023-2024) η χώρα μας γνώρισε τη δεύτερη χειρότερη αντιπυρική περίοδο από άποψη συνολικής καμένης έκτασης, με 1.727 τετραγωνικά χιλιόμετρα να γίνονται στάχτη, παρά τις πρόσφατες προσπάθειες για ενίσχυση των μηχανισμών πυρόσβεσης.
Από τα μέσα Ιουλίου έως τα τέλη Αυγούστου του, η Ελλάδα αντιμετώπισε πολυάριθμες μεγαπυρκαγιές, όπως στη Ρόδο (207 τ.χλμ. καμμένης γης) και στον Εβρο (938 τ.χλμ).
Ιδιαίτερα για τον Εβρο αναφέρεται χαρακτηριστικά: «Οι όποιες ανωμαλίες δεν υποδήλωναν ένα ασυνήθιστα επιρρεπές σε πυρκαγιές έτος (2023) για την Ελλάδα και δεν δικαιολογούσαν τη μεγάλη έκταση της πυρκαγιάς στον Εβρο κοντά στην Αλεξανδρούπολη. Μια ασυνήθιστα υγρή άνοιξη μπορεί να έχει οδηγήσει σε αύξηση του φυλλώματος και στη συνέχεια σε γρήγορη ξήρανση του φυτικού υλικού. Μια παρατεταμένη ξηρή περίοδος στα τέλη Ιουλίου και τον Αύγουστο στέγνωσε περαιτέρω το νέο φύλλωμα, δημιουργώντας ευνοϊκές συνθήκες για πυρκαγιά. Παρά τις συνθήκες αυτές, η απροσδόκητη έκταση και η σφοδρότητα των πυρκαγιών γύρω από την Αλεξανδρούπολη δεν είχαν προβλεφθεί, αναδεικνύοντας τις εγγενείς δυσκολίες στην πρόβλεψη μεμονωμένων ακραίων γεγονότων, ακόμη και όταν περιλαμβάνονται οι περισσότεροι προγνωστικοί παράγοντες. Επιπρόσθετα, οι υψηλές ταχύτητες ανέμου εκείνη τη στιγμή συνέβαλαν εν μέρει στην μεγάλη εξάπλωση της πυρκαγιάς […] Ο εξαιρετικός χαρακτήρας της πυρκαγιάς στην Αλεξανδρούπολη, δεν θα μπορούσε να είχε προβλεφθεί χρησιμοποιώντας τις προγνώσεις καιρού και πυρκαγιάς».
Αλλά σύμφωνα με τα συμπεράσματα της μελέτης «το τελικό μέγεθος της πυρκαγιάς στον Εβρο δεν μπορεί να αποδοθεί αποκλειστικά σε δυσμενείς μετεωρολογικές συνθήκες. Ενας αθροιστικός παράγοντας μπορεί να ήταν η πρόσφατη στροφή του πυροσβεστικού προσωπικού από την καταστολή της φωτιάς προς την εκκένωση οικισμών και ένας άλλος η έμφαση στα εναέρια μέσα πυρόσβεσης. Το τελευταίο δεν ήταν αποτελεσματικό όταν ξεκίνησε η ακραία συμπεριφορά πυρκαγιάς (21 έως 23 Αυγούστου)».
Αναφορικά με τον ρόλο που διαδραματίζουν οι νέες καιρικές συνθήκες επισημαίνονται τα εξής: «Η συνολική κλιματική πίεση προκάλεσε αλλαγή της τάξης του 2,7% στην πιθανότητα μεγάλης καμμένης έκτασης από πυρκαγιές στην Ελλάδα. Αυτή η αύξηση είναι πιθανότατα ένας συντηρητικός αριθμός, δεδομένης της πρόσθετης αύξησης της θερμοκρασίας από το 2019 και υπολογίζοντας την πρόσθετη καύση που θα μπορούσε να είχε σημειωθεί κατά τη διάρκεια των ανώμαλων συνθηκών του 2023, βρίσκουμε μια επιπλέον αλλαγή 1,3%. Συνολικά εκτιμούμε ότι η καμμένη έκταση στην Ελλάδα τον Αύγουστο του 2023 αυξήθηκε κατά 4% λόγω της συνολικής κλιματικής πίεσης την περίοδο 2003–2019 σε συνδυασμό με την περυσινή ανωμαλία στις κλιματικές μεταβλητές».
Τι μπορεί να γίνει
Η Δρ. Κλερ Μπαρνς από το Imperial College του Λονδίνου, η οποία δεν συμμετείχε στη μελέτη, ελπίζει ότι η νέα έκθεση θα «καθοδηγήσει τις προετοιμασίες για τις πυρκαγιές και θα βοηθήσει τον κόσμο να κατανοήσει το απλό γεγονός ότι οι πυρκαγιές θα συνεχίσουν να επιδεινώνονται έως ότου αντικατασταθούν τα ορυκτά καύσιμα με ανανεώσιμες πηγές ενέργειας».
Οι επιστήμονες συμφωνούν ότι οι εκπομπές πρέπει να μειωθούν προκειμένου να αποφευχθεί ο μελλοντικός κίνδυνος – αλλά αυτό θα πάρει πολύ χρόνο για να έχει αντίκτυπο.
Εν τω μεταξύ οι συγγραφείς λένε ότι οι ηγέτες των χωρών θα πρέπει να εξετάσουν το ενδεχόμενο προστασίας των δασικών ορίων, να μειώσουν την ποσότητα της πυρκαγιάς με φυσικό καύσιμο επιβάλλοντας απαγορεύσεις σε ημέρες υψηλού κινδύνου και να επενδύσουν περισσότερο σε συστήματα πρόβλεψης έγκαιρης προειδοποίησης.
(Με πληροφορίες από Skynews, University of Anglia, Earth System Science Data)