Τα βέλη του εξαπέλυσε ο πρόεδρος του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών και της Ολομέλειας των Δικηγορικών Συλλόγων Ελλάδος Δημήτρης Βερβεσός για το νέο Δικαστικό Χάρτη κατά την ομιλία του στην εκδήλωση για τον εορτασμό του Αγίου Διονυσίου του Αρεοπαγίτη.
«Η φετινή εορτή του Αγίου Διονυσίου του Αρεοπαγίτη λαμβάνει χώρα σε μια περίοδο που η Δικαιοσύνη κάνει ένα μετέωρο βήμα στα αχαρτογράφητα -και δυστυχώς βαλτώδη, όπως αποδεικνύεται- νερά του νέου δικαστικού χάρτη» ανέφερε για να περιγράψει συνοπτικά τα προβλήματα που δημιουργηθεί.
«Πλήρης σύγχυση ως προς την κατά τόπον αρμοδιότητα των εκκρεμών υποθέσεων στα πρώην Ειρηνοδικεία πλειάδας Δήμων της Αττικής, αδυναμία εκδόσεως πιστοποιητικών από το ηλεκτρονικό σύστημα του ΟΣΔΥ ΠΠ, ονειδιστική εικόνα συνωστισμού δικηγόρων σε πλήρως ακατάλληλες αίθουσες του πρώην Ειρηνοδικείου, αδυναμία ορισμένων γραμματειών των Περιφερειακών και του Κεντρικού Πρωτοδικείου στην παραλαβή δικογράφων, και ραγδαία υποχώρηση της ηλεκτρονικής κατάθεσης δικογράφων, συνθέτουν μια θλιβερή εικόνα οπισθοδρόμησης και αποσύνθεσης της Δικαιοσύνης» τόνισε.
Και πρόσθεσε: «Δυστυχώς, η βεβιασμένη και πρόχειρη εφαρμογή του δικαστικού χάρτη, χωρίς την προηγούμενη ψηφιοποίηση της Δικαιοσύνης, χωρίς τη δημιουργία των απαραίτητων υλικοτεχνικών υποδομών, χωρίς την πρόσληψη του αναγκαίου αριθμού δικαστικών υπαλλήλων και τη θέσπιση των αναγκαίων ρυθμίσεων, με τη σαφήνεια που απαιτεί ένα τέτοιο εγχείρημα, δημιουργεί περισσότερα προβλήματα από αυτά που υποτίθεται ότι προσπαθεί να επιλύσει».
Εμφανίστηκε δε ιδιαίτερα αιχμηρός για την προώθηση των αλλαγών σε σχέση με την εκταμίευση ευρωπαϊκών κονδυλίων. «Τα προβλήματα της Ελληνικής Δικαιοσύνης, ιδίως με τις μεγάλες καθυστερήσεις που παρατηρούνται στην απονομή της και οι οποίες αγγίζουν τα όρια της αρνησιδικίας, δεν αντιμετωπίζονται με κόλουρες και αλυσιτελείς νομοθετικές πρωτοβουλίες, καθ’ υπόδειξη της Παγκόσμιας Τράπεζας με μόνο σκοπό την εκταμίευση κονδυλίων» σχολίασε ο κ. Βερβεσός.
«Επικοινωνιακού τύπου παρεμβάσεις της πολιτείας και της ηγεσίας της Δικαιοσύνης σε εκκρεμείς υποθέσεις κοινωνικού ή πολιτικού ενδιαφέροντος»
Κλείνοντας την παρέμβασή του για το νέο Δικαστικό Χάρτη, ο κ. Βερβεσός είπε πως «η ημέρα της Δικαιοσύνης επιβάλλει και το συλλογικό αναστοχασμό για τη δοκιμασία στην οποία υποβάλλονται οι θεσμοί στη χώρα μας».
Για να επισημάνει πως «θέλω να σημειώσω, με λύπη, ότι με επικοινωνιακού τύπου παρεμβάσεις της πολιτείας και της ηγεσίας της Δικαιοσύνης σε εκκρεμείς υποθέσεις κοινωνικού ή πολιτικού ενδιαφέροντος (πχ αντιμετώπισης φαινομένων οπαδικής, ενδοοικογενειακής και βίας ανηλίκων, υπόθεση Τεμπών, Ψήφισμα Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, υποκλοπές, προστασία αιγιαλού, υποθέσεις συμβασιούχων υπαλλήλων κλπ) δεν συμβάλλουν σ’ αυτή την κατεύθυνση. Η στάση αυτή φαλκιδεύει το Κράτος Δικαίου, είναι αντίθετη στη διάκριση των εξουσιών και προσβάλλει κάθε δημοκρατικό πολίτη».
Πρόκειται όπως είπε για μία στάση η οποία «δεν μπορεί να γίνει ανεκτή από το δικηγορικό σώμα, το οποίο έχει καθήκον να τη στηλιτεύει, υπεραμυνόμενο μιας πραγματικά ανεξάρτητης Δικαιοσύνης».
Ειδικότερα, ο πρόεδρο του ΔΣΑ υπογράμμισε ότι «παρά τις κατά καιρούς εξαγγελίες, διατηρείται στη χώρα μας το ευνοϊκό νομικό πλαίσιο προστασίας πολιτικών προσώπων ακόμη και για αδικήματα που δεν συνδέονται με την πολιτική δραστηριότητα. Το ίδιο συμβαίνει με τον ομφάλιο λώρο μεταξύ δικαστικής και εκτελεστικής εξουσίας, που διατηρείται όχι μόνο με το διορισμό της ηγεσίας των ανωτάτων δικαστηρίων από την Κυβέρνηση (που προβλέπεται θεσμικά), αλλά πρωτίστως με την παγιωμένη, απαράδεκτη πρακτική της τοποθέτησης αφυπηρετούντων δικαστών σε δημόσιες, αμειβόμενες, θέσεις σε Ανεξάρτητες Αρχές και άλλες θέσεις του Δημόσιου Τομέα, και μάλιστα αμέσως μετά την αφυπηρέτησή τους».
Κατέληξε δε πως «είναι καθήκον του δικηγορικού σώματος να κρατάει ζωντανό τον δημόσιο διάλογο για τα ζέοντα αυτά θέματα, προκειμένου να περιστέλλει την θεσμική ύβρη και την ύβρη της εξουσίας, από όπου και αν προέρχονται. Ας μην λησμονούμε άλλωστε τη διαχρονική ρήση του Ηράκλειτου, που διακήρυττε ότι η «ύβρις» – απόρροια της έλλειψης δέοντος σεβασμού προς τη Δικαιοσύνη- είναι πιο επικίνδυνη από την πυρκαγιά: ὕβριν χρὴ σβεννύναι μᾶλλον ἢ πυρκαϊήν».
Η ΟΜΙΛΙΑ ΤΟΥ ΔΗΜΗΤΡΗ ΒΕΡΒΕΣΟΥ
Η φετινή εορτή του Αγίου Διονυσίου του Αρεοπαγίτη λαμβάνει χώρα σε μια περίοδο που η Δικαιοσύνη κάνει ένα μετέωρο βήμα στα αχαρτογράφητα -και δυστυχώς βαλτώδη, όπως αποδεικνύεται- νερά του νέου δικαστικού χάρτη. Μια πρωτοβουλία της Κυβέρνησης, που προβλήθηκε ως σημαντική μεταρρύθμιση, μετεξελίσσεται όμως, για τους παροικούντες τη δικαστική Ιερουσαλήμ, σε προϊούσα απορρύθμιση της δικαιοσύνης με φέροντα χαρακτηριστικά:
– την αφάνταστη ταλαιπωρία των εμπλεκομένων φορέων απονομής της αλλά και των πολιτών,
– τη βάναυση προσβολή της αξιοπρεπούς άσκησης του δικηγορικού λειτουργήματος και
– την ανασφάλεια δικαίου με τον ρεαλιστικό κίνδυνο απώλειας δικονομικών και ουσιαστικών δικαιωμάτων των διαδίκων.
Θα αναφερθώ συνοπτικά στα προβλήματα που έχουν δημιουργηθεί. Τα ζούμε όλοι οι μαχόμενοι δικηγόροι καθημερινά, ιδίως στο Πρωτοδικείο Αθηνών, το μεγαλύτερο Πρωτοδικείο της Ευρώπης. Πλήρης σύγχυση ως προς την κατά τόπον αρμοδιότητα των εκκρεμών υποθέσεων στα πρώην Ειρηνοδικεία πλειάδας Δήμων της Αττικής, αδυναμία εκδόσεως πιστοποιητικών από το ηλεκτρονικό σύστημα του ΟΣΔΥ ΠΠ, ονειδιστική εικόνα συνωστισμού δικηγόρων σε πλήρως ακατάλληλες αίθουσες του πρώην Ειρηνοδικείου, αδυναμία ορισμένων γραμματειών των Περιφερειακών και του Κεντρικού Πρωτοδικείου στην παραλαβή δικογράφων, και ραγδαία υποχώρηση της ηλεκτρονικής κατάθεσης δικογράφων, συνθέτουν μια θλιβερή εικόνα οπισθοδρόμησης και αποσύνθεσης της Δικαιοσύνης.
Δυστυχώς, η βεβιασμένη και πρόχειρη εφαρμογή του δικαστικού χάρτη, χωρίς την προηγούμενη ψηφιοποίηση της Δικαιοσύνης, χωρίς τη δημιουργία των απαραίτητων υλικοτεχνικών υποδομών, χωρίς την πρόσληψη του αναγκαίου αριθμού δικαστικών υπαλλήλων και τη θέσπιση των αναγκαίων ρυθμίσεων, με τη σαφήνεια που απαιτεί ένα τέτοιο εγχείρημα, δημιουργεί περισσότερα προβλήματα από αυτά που υποτίθεται ότι προσπαθεί να επιλύσει. Διαφημίστηκε η βελτίωση της αναλογίας του αριθμού των δικαστών ανά 100.000 κατοίκους. Σας θυμίζω ότι στην Ελλάδα η αναλογία δικαστών/πληθυσμού είναι η 3η υψηλότερη στην Ευρώπη. Το ζητούμενο, όμως, είναι η αναλογία του αριθμού δικαζομένων υποθέσεων ανά δικαστή, που σύμφωνα με τα τελευταία δημοσιευμένα στοιχεία που έχουμε για τον πρώτο βαθμό από την επίσημη ιστοσελίδα του Υπουργείου Δικαιοσύνης (Σεπτέμβριος 2022) ανέρχεται σε 13,85 υποθέσεις ανά μήνα για τους Πρωτοδίκες, 14,47/μήνα για τους Ειρηνοδίκες, 3,36/μήνα για τους Εφέτες και 3,34/μήνα για τους Αρεοπαγίτες.
Τα προβλήματα της Ελληνικής Δικαιοσύνης, ιδίως με τις μεγάλες καθυστερήσεις που παρατηρούνται στην απονομή της και οι οποίες αγγίζουν τα όρια της αρνησιδικίας, δεν αντιμετωπίζονται με κόλουρες και αλυσιτελείς νομοθετικές πρωτοβουλίες, καθ’ υπόδειξη της Παγκόσμιας Τράπεζας με μόνο σκοπό την εκταμίευση κονδυλίων. Σε ένα σύγχρονο κράτος δικαίου, που σέβεται τον εαυτό του, είναι αδιανόητο να προτάσσονται τα κονδύλια του Ταμείου Ανάκαμψης έναντι της ορθής απονομής της Δικαιοσύνης και της εμπραγμάτωσης του δικαιώματος δικαστικής προστασίας των πολιτών.
Η χαοτική και τριτοκοσμική κατάσταση που βιώνουμε καθημερινά είναι προφανές ότι δεν τιμά κανέναν. Ούτε την Πολιτεία, ούτε τους λειτουργούς και συλλειτουργούς της δικαιοσύνης, ούτε τους πολίτες.
Όποιος, παρά ταύτα, θεωρεί ότι όλα λειτουργούν ομαλά είτε δεν έχει σχέση με την πραγματικότητα είτε προσπαθεί συνειδητά να παραπληροφορήσει.
Η ορθή και ταχεία απονομή της Δικαιοσύνης αποτελεί διαχρονικό πρόταγμα για το δικηγορικό σώμα. Το έχουμε αποδείξει με συνεπείς δημόσιες παρεμβάσεις και συγκεκριμένες προτάσεις.
Πιστοί στη θεσμική μας αποστολή θα επιμένουμε να είμαστε παρόντες, ώστε να συμβάλουμε στην επίλυση των προβλημάτων, όπως έχουμε ήδη πράξει σε σειρά ζητημάτων που έχουν ανακύψει μέχρι σήμερα. Dum spiro spero!
Ως προς τις καθυστερήσεις στην απονομή της Δικαιοσύνης, δεν κομίζω «γλαύκα ες Αθήνας». Η Ελλάδα, δυστυχώς, κατέχει τη θλιβερή ευρωπαϊκή πρωτιά στις καθυστερήσεις. Μάλιστα, σύμφωνα και με την όλως πρόσφατη έκθεση της ΕΕ Euroscoreboard, για το έτος 2024 αντί η κατάσταση να βελτιώνεται χειροτερεύει. Ειδικότερα η αρμόδια επιτροπή CEPEJ της ΕΕ διαπιστώνει ότι ενώ το 2012 ο χρόνος απονομής στην αστική δικαιοσύνη ήταν 449 ημέρες, το 2021 ανήλθε σε 728 και το 2022 σε 746, έναντι 268,5 ημερών που ήταν ο ευρωπαϊκός μ.ο..
Αντίστοιχα, στη διοικητική δίκη στον πρώτο βαθμό το 2022 οι ημέρες ήταν 464 (έναντι 356.12 που ήταν ο ευρωπαϊκός μ.ο.), στο β’ βαθμό 661 (έναντι 487.81 που ήταν ο ευρωπαϊκός μ.ο.) και στο ΣτΕ 1239 (έναντι 305.22 που ήταν ο ευρωπαϊκός μ.ο.).
Οι καθυστερήσεις αυτές συνεχίζουν να παρουσιάζονται και υπό το καθεστώς του νέου δικαστικού χάρτη με υποθέσεις ορισμένων διαδικασιών (ανακοπές πλειστηριασμών) να προσδιορίζονται σήμερα για τον Οκτώβριο 2033 (!) κατά παραβίαση των 60 ημερών που τάσσει το άρθρο 933 παρ. 3 και 6 ΚΠολΔ. Αν αυτό δεν είναι αρνησιδικία, τι είναι;
Στον μόνο τομέα που παρατηρείται επιτάχυνση της απονομής της Δικαιοσύνης είναι στις υποθέσεις που έγινε μεταφορά δικαστηριακής ύλης σε δικηγόρους, μια από τις λίγες διαχρονικά προτάσεις μας που έγιναν δεκτές από την πολιτική ηγεσία. Τα αποτελέσματα είναι ήδη ενθαρρυντικά, καθώς έχουν ανατεθεί σε διάστημα 2,5 μηνών σε δικηγόρους περί τους 10.000 φακέλους, οι οποίοι διεκπεραιώνονται επιτυχώς στο προβλεπόμενο από το νόμο συντομότατο χρονικό διάστημα.
Στο ίδιο συμπέρασμα κατατείνει ο θλιβερός απολογισμός των καταδικών της χώρας από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων: με βάση στοιχεία που δόθηκαν στη δημοσιότητα το 2023, έχουν εκδοθεί 1.082 αποφάσεις ελληνικού ενδιαφέροντος, εκ των οποίων οι 969 διαπιστώνουν παραβίαση των θεμελιωδών δικαιωμάτων που κατοχυρώνει η ΕΣΔΑ.
Παρότι, η επικαιρότητα του νέου δικαστικού χάρτη δικαιολογεί την πρόταξή του, δεν πρέπει να λησμονούμε ότι η ημέρα της Δικαιοσύνης επιβάλλει και το συλλογικό αναστοχασμό για τη δοκιμασία στην οποία υποβάλλονται οι θεσμοί στη χώρα μας, με αποτέλεσμα την κρίση εμπιστοσύνης των πολιτών, στο όνομα των οποίων -και μόνον- απονέμεται κατά το Σύνταγμα η Δικαιοσύνη.
Θέλω να σημειώσω, με λύπη, ότι με επικοινωνιακού τύπου παρεμβάσεις της πολιτείας και της ηγεσίας της Δικαιοσύνης σε εκκρεμείς υποθέσεις κοινωνικού ή πολιτικού ενδιαφέροντος (πχ αντιμετώπισης φαινομένων οπαδικής, ενδοοικογενειακής και βίας ανηλίκων, υπόθεση Τεμπών, Ψήφισμα Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, υποκλοπές, προστασία αιγιαλού, υποθέσεις συμβασιούχων υπαλλήλων κλπ) δεν συμβάλλουν σ’ αυτή την κατεύθυνση. Η στάση αυτή φαλκιδεύει το Κράτος Δικαίου, είναι αντίθετη στη διάκριση των εξουσιών και προσβάλλει κάθε δημοκρατικό πολίτη.
Γι’ αυτό και δεν μπορεί να γίνει ανεκτή από το δικηγορικό σώμα, το οποίο έχει καθήκον να τη στηλιτεύει, υπεραμυνόμενο μιας πραγματικά ανεξάρτητης Δικαιοσύνης.
Υπενθυμίζω, έτι περαιτέρω, ότι, παρά τις κατά καιρούς εξαγγελίες, διατηρείται στη χώρα μας το ευνοϊκό νομικό πλαίσιο προστασίας πολιτικών προσώπων ακόμη και για αδικήματα που δεν συνδέονται με την πολιτική δραστηριότητα. Το ίδιο συμβαίνει με τον ομφάλιο λώρο μεταξύ δικαστικής και εκτελεστικής εξουσίας, που διατηρείται όχι μόνο με το διορισμό της ηγεσίας των ανωτάτων δικαστηρίων από την Κυβέρνηση (που προβλέπεται θεσμικά), αλλά πρωτίστως με την παγιωμένη, απαράδεκτη πρακτική της τοποθέτησης αφυπηρετούντων δικαστών σε δημόσιες, αμειβόμενες, θέσεις σε Ανεξάρτητες Αρχές και άλλες θέσεις του Δημόσιου Τομέα, και μάλιστα αμέσως μετά την αφυπηρέτησή τους.
Η διολίσθηση του Κράτους Δικαίου στην Ελλάδα αποτυπώνεται και από ευρωπαϊκούς θεσμούς, όπως συνέβη με το γνωστό Ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου (της 7 ης Φεβρουαρίου 2024). Εκεί μεταξύ άλλων, διατυπώνονται σημαντικοί προβληματισμοί για τις απειλές κατά της Δημοκρατίας, του Κράτους Δικαίου και των θεμελιωδών δικαιωμάτων στην Ελλάδα, τονίζονται οι αδυναμίες του συστήματος ελέγχων και εξισορροπήσεων που είναι απαραίτητοι για μια ισχυρή δημοκρατία και αναδεικνύονται οι παθογένειες της Ελληνικής Δικαιοσύνης, με πλήθος επιμέρους ειδικών αναφορών.
Δεν πρέπει λοιπόν να μας ξενίζει το γεγονός ότι στην τελευταία έκθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για τη Δικαιοσύνη το 56% των Ελλήνων πολιτών τοποθετούνται αρνητικά (πολύ ή λίγο) ως προς την ανεξαρτησία της Ελληνικής Δικαιοσύνης, αποτέλεσμα που επιρρωνύεται από το αποτέλεσμα πρόσφατης έρευνας για την εμπιστοσύνη στους θεσμούς (Public Issue), όπου η Δικαιοσύνη καταγράφει αρνητικό ρεκόρ, καθώς 7 στους 10 (!) συμπολίτες μας δηλώνουν απερίφραστα ότι δεν εμπιστεύονται το θεσμό. Αυτή η έλλειψη αξιοπιστίας κλονίζει τα θεμέλια της Δημοκρατίας καθώς η αποστολή της Δικαιοσύνης είναι να αποτελεί το ασφαλές καταφύγιο κάθε πολίτη. Το ρόλο της αυτό μπορεί να δικαιώσει μόνο όταν υπάρχει υγιής σχέση εμπιστοσύνης μεταξύ του θεσμού και των πολιτών, τους οποίους ο θεσμός -κατά την αποστολή του- υπηρετεί.
Το ζήτημα είναι πρωτίστως ζήτημα Δημοκρατίας. Γι’ αυτό είναι καθήκον του δικηγορικού σώματος να κρατάει ζωντανό τον δημόσιο διάλογο για τα ζέοντα αυτά θέματα, προκειμένου να περιστέλλει την θεσμική ύβρη και την ύβρη της εξουσίας, από όπου και αν προέρχονται. Ας μην λησμονούμε άλλωστε τη διαχρονική ρήση του Ηράκλειτου, που διακήρυττε ότι η «ύβρις» – απόρροια της έλλειψης δέοντος σεβασμού προς τη Δικαιοσύνη- είναι πιο επικίνδυνη από την πυρκαγιά: ὕβριν χρὴ σβεννύναι μᾶλλον ἢ πυρκαϊήν.
Η σημερινή συνύπαρξη, σε ένα κοινό forum όλων των παραγόντων της Δικαιοσύνης, δείχνει πάντως, έστω συμβολικά, το δρόμο για την υπέρβαση των ζητημάτων που μας κατατρύχουν. Η ειλικρινής θεσμική συνεργασία Πολιτείας, Δικηγόρων, Δικαστών και δικαστικών υπαλλήλων, αλλά και η υπέρβαση των μυωπικών προσεγγίσεων και των κοντόθωρων λογικών (που τραυματίζουν τη Δικαιοσύνη) είναι μονόδρομος για να οικοδομήσουμε τις συγκλίσεις και συναινέσεις που απαιτούνται απέναντι στις προκλήσεις που αντιμετωπίζει το δικαστικό σύστημα, πέραν από κοντόθωρες μικροσυνδικαλιστικές προσεγγίσεις. Διότι το αγαθό της Δικαιοσύνης υπηρετείται πρωτίστως μέσα από τον αμοιβαίο σεβασμό και την εποικοδομητική συνέργεια των παραγόντων της.
Επιτρέψτε μου, στη σημερινή έντονα φορτισμένη συγκυρία, να κλείσω παραφράζοντας την κραυγή αγωνίας του Καζαντζάκη: «Ας ενωθούμε, ας πιαστούμε σφιχτά, ας σμίξουμε τις καρδιές μας, ας δημιουργήσουμε εμείς έναν εγκέφαλο και μια καρδιά στη Δικαιοσύνη αυτού του τόπου. Τούτη η αγωνία είναι το χρέος μας!».