Στην παράθεση μίας σειράς σημαντικών στοιχείων προχώρησε ο Πρόεδρος της Ολομέλειας των Δικηγορικών Συλλόγων Ελλάδος και του Δικηγορικού Συλλόγου Αθήνας κ. Δημήτρης Βερβεσός, καταδεικνύοντας πως δεν ευθύνονται οι δικηγόροι για την καθυστέρηση στην απονομή Δικαιοσύνης.
«Είναι λυπηρό ότι τα Ανώτατα Δικαστήριά μας, τόσο το ΣτΕ, όσο και η Διοικητική Ολομέλεια του Αρείου Πάγου, αναζητούν λύσεις στο πρόβλημα της βραδύτητας απονομής της δικαιοσύνης στον περιορισμό του μεγέθους των δικογράφων, της γραμματοσειράς και του χρόνου αγόρευσης των συνηγόρων. Λες και οι 2.373 ημέρες που χρειάστηκαν για την έκδοση αποφάσεως μόνο στην αναιρετική διαδικασία στο Α1 Τμήμα του Άρειου Πάγου (επί αστικής υποθέσεως οφειλής από τιμολόγια), οφείλονταν στην αδυναμία ανάγνωσης των σελίδων του δικογράφου ή στην αδυναμία ταχείας αφομοίωσης της μακράς αγόρευσης του συναδέλφου!» σχολίασε χαρακτηριστικά κατά την ομιλία του στη Γενική Συνέλευση της ΕνΔΕ.
Δ. Βερβεσός: Ο «μεγάλος ασθενής» του δικαστικού συστήματος οι καθυστερήσεις που φτάνουν το όριο της αρνησιδικίας
Ο Πρόεδρος της Ολομέλειας των Δικηγορικών Συλλόγων Ελλάδος μίλησε για τον τον «μεγάλο ασθενή» του δικαστικού συστήματος, τις καθυστερήσεις που φθάνουν, και συχνά ξεπερνούν όπως έχει κατ’ επανάληψη αποφανθεί το ΕΔΔΑ, το όριο της αρνησιδικίας.
«Για να έχουμε εικόνα του προβλήματος σας παραθέτω ορισμένα στατιστικά στοιχεία του Συμβουλίου της Ευρώπης (Έκθεση CEPEJ 2024), αλλά και του Πρωτοδικείου Αθηνών. Διότι στις απόψεις χωρεί πάντα αντίλογος, στους αριθμούς όμως δεν χωρεί διάψευση.
Κατ’ αρχάς η σύγκριση του χρόνου διεκπεραίωσης των αστικών και ποινικών υποθέσεων στη χώρα μας σε σχέση με τη διάμεση τιμή του Συμβουλίου της Ευρώπης είναι απογοητευτική:
Αστικές υποθέσεις:
1ος βαθμός: 746 (Διάμεση τιμή Συμβουλίου της Ευρώπης: 239)
2ος βαθμός: 422 (Διάμεση τιμή Συμβουλίου της Ευρώπης: 200)
Ανώτατο Δικαστήριο: Η Ελλάδα δεν διέθεσε σχετικά στοιχεία στην ΕΕ- (Διάμεση τιμή Συμβουλίου της Ευρώπης: 152)
Ποινικές υποθέσεις:
1ος βαθμός: 223 (Διάμεση τιμή Συμβουλίου της Ευρώπης: 133)
2ος βαθμός: 294 (Διάμεση τιμή Συμβουλίου της Ευρώπης: 110)
Ανώτατο Δικαστήριο: 304 (Διάμεση τιμή Συμβουλίου της Ευρώπης: 101)».
«Αποδεικνύεται περίτρανα ότι για τις καθυστερήσεις στην απονομή της Δικαιοσύνης δεν έχουν ευθύνη οι δικηγόροι»
Κατά την ομιλία του έθεσε και ένα δεύτερο κρίσιμο ερώτημα είναι εάν συν τω χρόνω αυξάνεται ή μειώνεται ο όγκος των νέων υποθέσεων. «Την απάντηση δίνουν κατ’ αρχάς τα συγκεντρωτικά στοιχεία της έκθεσης CEPEJ, σύμφωνα με τα οποία o αριθμός νέων υποθέσεων έχει μειωθεί δραματικά: από 5,83 εισερχόμενες πολιτικές υποθέσεις 1ου βαθμού ανά 100 κατοίκους το 2012, οι νέες υποθέσεις ανήλθαν το 2022 σε μόλις 1,31 ανά 100 κατοίκους.
Τα στοιχεία του Πρωτοδικείου Αθηνών είναι ακόμη πιο αποκαλυπτικά: Tο 2010 εισήλθαν στο δικαστικό σύστημα του Πρωτοδικείου Αθηνών 224.391 υποθέσεις, ενώ το 2023 102.285 υποθέσεις, ήτοι μείωση του αριθμού εισερχομένων κατά 54,5%. Από τις εισερχόμενες το 2020 υποθέσεις, 82.316 αφορούσαν σε προσημειώσεις υποθήκης (εγγραφές, εξαλείψεις) ήτοι ποσοστό 36,7% του συνόλου των εισερχομένων, ενώ το 2023 το ποσοστό αυτό ανήλθε στο 25% (25.516), όπερ σημαίνει ότι ο αριθμός των υποθέσεων διαγνωστικής δίκης, για τις οποίες απαιτείτο η έκδοση αιτιολογημένης δικαστικής απόφασης ήταν 142.075 (ποσοστό 63,3%) ενώ το 2023 76.769 (ποσοστό 75%)», είπε ο κ. Βερβεσός.
Και όπως πρόσθεσε: «Αποδεικνύεται λοιπόν περίτρανα ότι για τις καθυστερήσεις στην απονομή της Δικαιοσύνης δεν έχουν ευθύνη ούτε οι αναβολές που ζητούν οι δικηγόροι, ούτε ο υπερπληθυσμός των δικηγόρων, ο οποίος δημιουργεί δήθεν πληθώρα, νέων υποθέσεων, που εισέρχονται στο δικαστικό σύστημα. Κι αυτό, διότι, ενώ είχαμε αύξηση του αριθμού των δικηγόρων Αθηνών από 21.430 το 2010 σε 24.450 (αύξηση 12,4%), το ίδιο χρονικό διάστημα παρουσιάστηκε μείωση του αριθμού των εισελθουσών πολιτικών υποθέσεων στο Πρωτοδικείο Αθηνών κατά 54,5% (!). Όχι μόνο δεν αυξήθηκαν αυτές, ούτε καν παρέμεινε σταθερός ο αριθμός τους, αλλά μειώθηκε δραματικά πάνω από 50%! Τα αίτια των καθυστερήσεων, όπως έχουμε πολλές φορές πει, πρέπει να αναζητηθούν όχι στους δικηγόρους, αλλά στις χρόνιες παθογένειες του συστήματος απονομής της δικαιοσύνης, και ιδίως στους μακρούς χρόνους προσδιορισμού των υποθέσεων (ιδίως στην τακτική διαδικασία), και δευτερευόντως στους χρόνους έκδοσης των αποφάσεων».
Το ζήτημα του ποινικού λαϊκισμού αποτελεί υπαρξιακό κίνδυνο για την Δικαιοσύνη
Ιδιαίτερη αναφορά έκανε ο Δ. Βερβεσός στο σημαντικό ζήτημα του ποινικού λαϊκισμού, που κατατρύχει την ποινική δικαιοσύνη. «Αποτελεί υπαρξιακό κίνδυνο για την ποινική δικαιοσύνη και το κράτος δικαίου. Η ατέρμονη νομοθετική πλειοδοσία, κακοφωνία και πολυπραγμοσύνη σε σχέση με τους Κώδικες, αυξάνει την πίεση στην ποινική Δικαιοσύνη και δυσχεραίνει το έργο των λειτουργών της.
Πολύ περισσότερο όταν γίνεται βιαστικά και πρόχειρα, χωρίς επιτροπές παρακολούθησης της εφαρμογής των ρυθμίσεων και χωρίς την συμμετοχή των δικαστικών ενώσεων και των δικηγορικών συλλόγων, δηλαδή των εκπροσώπων όλων εκείνων, που θα κληθούν να εφαρμόσουν τις νέες διατάξεις. Η ποινική δίκη όμως δεν είναι φτιαγμένη και δεν πρέπει να κινείται με ρυθμούς social media, ούτε με όρους δημοσκοπήσεων. Καθιστώντας την ποινική δίκη πεδίο ικανοποίησης μιας μανιχαϊστικής αντίληψης ανταπόδοσης και εκδίκησης δεν εξυπηρετούμε τίποτε, ούτε την ασφάλεια των πολιτών, ούτε φυσικά το κράτος δικαίου, παρά μόνο μια πρόσκαιρη ικανοποίηση των βασικότερων ενστίκτων της κοινωνίας, χωρίς κανένα πραγματικό αντίκρισμα για την ευημερία και την ασφάλειά της».
Τα μισθολογικά αιτήματα
Αιχμές άφησε ο κ. Βερβεσός και στο θέμα των μισθολογικών αιτημάτων. «Η στήριξή μας στο σύνολο των μισθολογικών αιτημάτων του κλάδου δεν είναι απλή ρηματική διαβεβαίωση, αλλά θεσμική επιλογή» ανέφερε, σχετικά με τις διεκδικήσεις Δικαστών και Εισαγγελέων.
Ωστόσο, όπως είπε, «οφείλω να επισημάνω μια ασυμμετρία: Ενώ το δικηγορικό σώμα στέκεται διαχρονικά στο πλευρό σας, δεν είδαμε την ίδια ένθερμη στήριξη στο ζήτημα της καταφανώς άδικης και αντισυνταγματικής φορολογικής μεταχείρισης των δικηγόρων και εν γένει των ελευθέρων επαγγελματιών. Ας ελπίσουμε ότι η θεσμική συναλληλία επί δικαίων αιτημάτων θα αποτελέσει στο μέλλον ένα κοινό βάθρο καθορισμού συντονισμένης δράσης έναντι της Πολιτείας».