Σπυρίδων Τσιτσιγκος
Καθηγητής Θεολογίας ΕΚΠΑ
Οι πολιτισμικές φάσεις, που διήλθε η χριστιανική εορτή των Χριστουγέννων, μπορούν εν συντομία να κατηγοριοποιηθούν ως εξής: εκκλησιαστική (παραδοσιακά Χριστούγεννα), αγροτική (φολκλορικά Χριστούγεννα), προ-αστική/φυσιοκρατική (ημερολογιακά Χριστούγεννα), αστική (ρομαντικά Χριστούγεννα) και βιομηχανική (εμπορευματοποίηση της εορτής).
Διεθνώς φαίνεται ότι κινούμαστε σήμερα μεταξύ μεταβιομηχανικών (καταναλωτικών) και ψηφιακών Χριστουγέννων, οδεύοντας προς τα λεγόμενα «υπερπραγματικά» (δηλ. μια αυτοτελή εικόνα χριστουγεννιάτικου θεάματος χωρίς περιεχόμενο) και οικο-ενεργειακά Χριστούγεννα.
Αυτό σημαίνει ότι τα Χριστούγεννα, για το μεγαλύτερο μέρος της ανθρωπότητας, έχουν αποχριστιανισθεί. Περίπου το 35% των Αμερικανών βλέπουν τα Χριστούγεννα ως βαθιά θρησκευτική εορτή, ενώ το 81% των μη Χριστιανών στις ΗΠΑ συμμετέχουν σε αυτά αλλά με κοσμικού τύπου δραστηριότητες. Δισεκατομμύρια άνθρωποι παγκοσμίως –Χριστιανοί και μη– εμπλέκονται πολιτιστικά στην εορτή, προσαρτώντας ακόμα και προχριστιανικά (παγανιστικά) στοιχεία (π.χ. λατρεία χειμερινού ηλιοστάσιου), όπως, άλλωστε, και το σύγχρονο marketing (ο Άγιος Βασίλης ως σύμβολο καταναλωτισμού, π.χ. Coca-Cola).
Ωστόσο, προτεσταντικές χώρες, όπως Νορβηγία, Φινλανδία, Ισλανδία και Λουθηρανικές κοινότητες των ΗΠΑ, παρά την κοσμικότητά τους, διατηρούν μια πνευματικότητα, με έναν έντονο εκκλησιαστικό χαρακτήρα και μια ισχυρή μουσική παράδοση (ύμνοι, cantatas, Bach) μέσα σε μια λιτή, αλλά συγκεντρωτική θρησκευτική ατμόσφαιρα.
Από τα πιο πάνω, συνάγεται ότι το νόημα των Χριστουγέννων σήμερα σε παγκόσμιο επίπεδο —λόγω παγκοσμιοποίησης, μετανάστευσης και πολυπολιτισμικότητας— έχει μεταλλαγεί, δηλ. «υβριδοποιηθεί» (Miller 1993), σε «πολιτιστικά Χριστούγεννα» (R.W. Belk, 1987) ή “post–Christian ritual re–appropriation” και “de–theologized festivity”, χωρίς ωστόσο να έχει εξαφανιστεί. Ο Charles Taylor στο βιβλίο του “A Secular Age” (2007) γράφει: «το Ιερό επιβιώνει ακόμη και μέσα στη ριζική εκκοσμίκευση· απλώς αλλάζει μορφή».
Οι άνθρωποι χρειάζονται κοινοτικότητα, τελετουργικά και νόημα ζωής. Τα Χριστούγεννα, ενσωματωμένα στη δομή τού πολιτισμού, ικανοποιούν καθολικές ψυχοκοινωνικές ανάγκες. Ο άνθρωπος δεν μπορεί να ζήσει χωρίς «ιερά σύμβολα» (Durkheim). Η γέννηση, το φως, η ελπίδα και η λύτρωση συγκροτούν πανανθρώπινα αρχέτυπα (Jung). Ακόμη και αν κάποιος δεν πιστεύει, γιορτάζει, γιατί η κοινωνία γιορτάζει. Η συσσωρευμένη παράδοση είναι ισχυρότερη από τον Αθεϊσμό. Οι άθεοι γιορτάζουν Χριστούγεννα, ακριβώς για να βιώσουν μια «ιερότητα» (όπως και αν την εννοούν) μέσα στο χρόνο. Υπ’ αυτήν την έννοια, τα Χριστούγεννα λειτουργούν ως «ανταναπληρωματική» απόκρουση του Μηδενισμού.
Τα Χριστούγεννα μπορεί να εκφράζουν τη δυναμική επιβίωση του ανθρώπινου είδους μέσω της συνεργασιμότητας και της αμοιβαίας φροντίδας. Αυτό συνάγεται από το ότι ο Θεός έγινε Άνθρωπος και από το συγκλειστό του μήνυμα για μια παγκόσμια ειρήνη. Πρόκειται για την πιο ανθρωποκεντρική (άρα και ανθρωπιστική) Πίστη μεταξύ όλων των Θρησκειών και Ιδεολογιών. Σε έναν κόσμο, μάλιστα, όπου η προσωπική εμπειρία εξαντλείται στην ψηφιακή προσομοίωση, το υποκείμενο θρυμματίζεται και εξαϋλώνεται, η «εν Χριστώ» Θεία Ενανθρώπηση αποτυπώνει εμφαντικά την αξία τού ανθρώπινου (βιολογικού) σώματος.
Έπειτα, σε μια εποχή χρηματισμού, διαφθοράς, αντιμαχιών και εξαπάτησης, τα Χριστούγεννα υπενθυμίζουν την αξία των αρετών τής εντιμότητας, της ειλικρίνειας και της συγχώρησης. Αυτό θεολογικά απορρέει από τη «σαρκούμενη» Ηθική, δηλ. τη μη απλά «φιλοσοφική» (ψιλή, θεωρητική και αφηρημένη). Ενώ ο σύγχρονος πολιτισμός συχνά καθιστά τον κυνικό ανταγωνισμό εύλογη στάση απέναντι στον κόσμο, τα Χριστούγεννα αντιτάσσουν το φως και την ελπίδα. Ενώ ο υπερκαταναλωτισμός απειλεί να εξαφανίσει την πνευματικότητα, η ηθική των Χριστουγέννων προτάσσει το ανθρώπινο πνεύμα έναντι του αντικειμένου και της μηχανής, την υπαρξιακή σχέση έναντι της κερδοσκοπικής συναλλαγής, και τον κοινοτισμό έναντι της ατομοκεντρικής ευδαιμονίας.
Επίσης, τα Χριστούγεννα ως κατ’ εξοχήν εορτή των παιδιών και της οικογένειας, δημιουργούν ζώνες κοινότητας, που μετριάζουν με μια διάθεση ανεκτικότητας τις διάφορες κοινωνικές εντάσεις (εθνοφυλετικές και σεξιστικές διακρίσεις), εκτός, βέβαια, των ψυχοπαθολογικών περιστατικών που επιδεινώνονται από μια «αυτόματη» αντίδραση. Η κοινωνιολογία τής εορτής μαρτυρεί την ενεργοποίηση της προσωπικής και θεσμικής φιλ-ανθρωπίας. Οι άνθρωποι κατανοούν πιο καθαρά τη μοναξιά, την περιθωριοποίηση, τη χαμηλή πρόσβαση σε κοινωνικές υπηρεσίες και την επισιτιστική ανασφάλεια.
Επιπλέον, οι χριστουγεννιάτικες τελετουργίες και οι επαναλήψεις (λαμπιόνια, διακόσμηση, οικογενειακά τραπέζια, γλυκά, δώρα, τραγούδια) εξασφαλίζουν προβλεψιμότητα και ασφάλεια, ειδικά σε αβέβαιες ή χαοτικές εποχές. Η ανθρώπινη ψυχολογία χρειάζεται ρυθμισμένες δομές χρόνου και επαναλήψεων μαζί με συναισθήματα ενσυναίσθησης. Τέτοιες πράξεις ενισχύουν την αυτοεκτίμηση, μειώνουν αρνητικά συναισθήματα και αποσπούν θετική διάθεση. Η γιορτή των Χριστουγέννων, όπως κάθε γιορτή, ενθαρρύνει την κοινωνική αλληλεγγύη. Αυτή η συναισθηματική εγγύτητα μειώνει το άγχος, την κοινωνική απομόνωση και το στρες (συνήθως με μείωση κορτιζόλης), ενισχύει ορμόνες κοινωνικής σύνδεσης (οξυτοκίνη, ντοπαμίνη) και αυξάνει το αίσθημα ψυχικής αντοχής, ενεργοποιώντας συστήματα ανταμοιβής στον εγκέφαλο. Οι άνθρωποι αισθάνονται ότι ανήκουν σε ένα δίκτυο σχέσεων, κάτι που είναι βασικό για την ψυχική υγεία.
Πέρα από αυτά, η εορτή των Χριστουγέννων υπερεξαίρει πολλαπλώς το φως, που διαλύει το υπαρξιακό (βλ. αποξένωση), κοινωνικό (βλ. συγκρούσεις) και ψηφιακό (εκτυφλωτικές οθόνες, αλλά άυλες) σκοτάδι. Αυτό φαίνεται ακόμα και από την «αισθητικοποίηση» του δημόσιου χώρου, που με τον στολισμό του παύει να είναι ψυχρός, άχαρος και βαρετός, προσδίδοντας μια αίσθηση οικειότητας και ζεστασιάς. Εδώ το κάλλος υπερβαίνει τη βιωφέλεια.
Παράλληλα, τα Χριστούγεννα μας αποκαλύπτουν ότι η χρονικότητα δεν είναι μόνο γραμμική ή κυκλική, αλλά υπαρξιακά και «καιρική»· μια ρωγμή, όπου κάτι ριζικά νέο μπορεί να αναδυθεί, παρέχοντάς μας την ευκαιρία για επαναστοχασμό και επαναξιολόγηση στόχων, σχέσεων και αξιών.
Ακόμα, τα Χριστούγεννα υπηρετούν έναν πολιτικό και πολιτισμικό μηχανισμό κοινωνικής ενσωμάτωσης, που αμβλύνει πεδία αντιπαραθέσεων γύρω από ψυχικές ταυτότητες και αξίες στο δημόσιο χώρο. Τα ΜΜΕ συχνά προβάλλουν τα Χριστούγεννα ως περίοδο ενότητας, χαλάρωσης, ευφορίας και καλοκαγαθίας. Αυτό το αφήγημα μπορεί να λειτουργήσει ως ιδεολογικό αντίβαρο στον κάθε Ηρώδη. Την περίοδο των Χριστουγέννων εντείνονται οι φιλελεήμονες εκστρατείες και οι καμπάνιες εθελοντισμού, μεταλλάσσοντας έτσι το κοινωνικο-πολιτικό πρόβλημα των οικονομικών ανισοτήτων και της αδικίας σε συναίσθημα. Από την άλλη μεριά, η γιορτή των Χριστουγέννων λειτουργεί ως κινητήριος μοχλός της οικονομίας και της αγοράς, αλλά και ως ευκαιρία προσφοράς προς τον αδύναμο συνάνθρωπο. Ο ίδιος ο Χριστός γεννιέται μέσα σε συνθήκες φτώχειας και οι πρώτοι αποδέκτες του ήσαν ενδεείς (ποιμένες) και ξένοι (Μάγοι).
Εξ άλλου, η αφήγηση της γέννηση του Θεανθρώπου Χριστού δείχνει ολόκληρη τη Δημιουργία (άστρο, σπηλιά, φάτνη, ζώα κ.λπ.) να συμμετέχει στη χαρούμενη είδηση (ευ-αγγέλιο) της σωτηρίας τού κόσμου. Ο ερχομός τού Χριστού δεν σώζει μόνο τον άνθρωπο, αλλά και σύμπασα την Κτίση, η εκμετάλλευση της οποίας συνιστά αμαρτία. Τα καταναλωτικά Χριστούγεννα σχετίζονται με την αποψίλωση δασών (π.χ. χριστουγεννιάτικα δέντρα) και τη μεγάλη παραγωγή αγαθών και απορριμμάτων, επιβαρύνοντας το περιβάλλον. Γι’ αυτό, το σημερινό μήνυμα των Χριστουγέννων αναφέρεται και στο σεβασμό της Φύσης.





