Της Μαρίας Παππά*
Με την υπ’ αριθμ. ΣτΕ Ολ.1833/2021 απόφαση, συζητήθηκε κατατεθείσα προσφυγή αστικής μη κερδοσκοπικής εταιρείας κατά του Ενιαίου Φορέα Κοινωνικής Ασφάλισης (Ε.Φ.Κ.Α.) με την οποία ζητήθηκε η ακύρωση ή τροποποίηση αποφάσεων της Τοπικής Διοικητικής Επιτροπής (Τ.Δ.Ε.) του Περιφερειακού Υποκαταστήματος Μισθωτών Εύβοιας. Οι εν λόγω αποφάσεις απέρριψαν ενστάσεις κατά πράξεων επιβολής εισφορών (Π.Ε.Ε.) του ίδιου καταστήματος, με τις οποίες είχαν επιβληθεί σε βάρος της προσφεύγουσας εταιρείας ασφαλιστικές εισφορές για την ασφαλιστική τακτοποίηση εργαζόμενης σ’ αυτήν. Οι επιβληθείσες εισφορές αφορούσαν εργασία παρασχεθείσα κατά το χρονικό διάστημα από τον Ιανουάριο του έτους 2006 έως τον Δεκέμβριο του έτους 2015. Η προσφεύγουσα παραπονέθηκε για την επιβολή των εισφορών για το χρονικό διάστημα από τον Ιανουάριο του έτους 2006 έως και τον Δεκέμβριο του έτους 2015, προβάλλοντας ότι η αξίωση των εισφορών αυτών είχε υποπέσει σε παραγραφή.
Η κατατεθείσα προσφυγή εισήχθη προς συζήτηση ενώπιον του ΣτΕ, κατ’ εφαρμογήν του άρ. 1 παρ. 1 του ν. 3900/2010. Το πρώτο ενδιαφέρον σημείο εντοπίζεται στην πράξη της οικείας Επιτροπής του Δικαστηρίου, με την οποία έγινε δεκτό αίτημα της προσφεύγουσας εταιρείας για την εκδίκαση της υπόθεσης σε πιλοτική δίκη, καθόσον τίθεται το γενικότερου ενδιαφέροντος ζήτημα, το οποίο έχει συνέπειες για ευρύτερο κύκλο προσώπων.
Ειδικότερα, η Ολομέλεια του Ανωτάτου Ακυρωτικού Δικαστηρίου με την υπ’ αριθμ. ΣτΕ Ολ.1833/2021 απόφασή της έκρινε ότι το άρθρο 95 παρ. 1 του ν. 4387/2016, που όριζε ως γενικό κανόνα την εικοσαετή παραγραφή για αξιώσεις για την καταβολή ασφαλιστικών εισφορών, όσων υπάγονται στον ΕΦΚΑ, αντίκειται στις συνταγματικές αρχές της αναλογικότητας και της ασφάλειας δικαίου.
Σύμφωνα με το σκεπτικό της απόφασης κρίθηκε ότι η θεσπιζόμενη με την ανωτέρω διάταξη παραγραφή αντίκειται στην αρχή της αναλογικότητας. Κρίθηκε δηλαδή ότι ο χρόνος παραγραφής των είκοσι ετών δεν συνιστά εύλογη διάρκεια της οικείας προθεσμίας, η οποία απαιτείται να είναι σχετικά σύντομη, δεδομένης και της αυξανόμενης ταχύτητας των συναλλαγών. Η ταχύτητα των συναλλαγών καθώς και η πολυπλοκότητα των σύγχρονων βιοτικών σχέσεων αξιώνουν ταχεία εκκαθάριση των εκάστοτε υποχρεώσεων του διοικουμένου.
Εν όψει των ανωτέρω, αντικείμενο ευλόγως της προβληματικής που αναπτύχθηκε είναι ότι ο προβλεπόμενος χρόνος παραγραφής πρέπει να επαρκεί, λαμβανομένων υπ’ όψιν των συνθηκών. Οι συνθήκες αυτές ανάγονται αφενός στην οργάνωση και την λειτουργία των ασφαλιστικών φορέων και αφετέρου στην αξιοποίηση της τεχνολογίας για την περαιτέρω ορθολογική λειτουργία τους. Η αξιοποίησης των ανωτέρω στοιχείων οδηγεί στην διενέργεια επίκαιρων και αποτελεσματικών ελέγχων, ώστε να προστατεύεται το ασφαλιστικό κεφάλαιο και οι υπόχρεοι προς καταβολή ασφαλιστικών εισφορών να συνειδητοποιούν ότι, εάν δεν καταβάλλουν τα οφειλόμενα, δεν θα λειτουργήσει η ανταποδοτικότητα. Δεδομένης επίσης της υποστελέχωσης των υπηρεσιών όχι τόσο σε αριθμό εργαζομένων όσο σε απολύτως εξειδικευμένο προσωπικό έχουμε οδηγηθεί σε λειτουργική αναποτελεσματικότητα των ασφαλιστικών φορέων. Τοιουτοτρόπως, ο έλεγχος επί των υπόχρεων να καταβάλλουν ασφαλιστικές εισφορές δεν πρέπει να εκτείνεται σε μεγάλη χρονική διάρκεια, διότι εμμέσως ενθαρρύνει την δυσλειτουργία των αντίστοιχων υπηρεσιών.
Σε ότι αφορά προς τους υπόχρεους να καταβάλλουν ασφαλιστικές εισφορές ο χρόνος παραγραφής απαιτείται να είναι αναγκαίος, ώστε αφενός να διασφαλίζεται το δικαίωμα άμυνας τους έναντι δυσχερειών απόδειξης περιστατικών αναγόμενων στο απώτερο παρελθόν, αφετέρου δε να μην οδηγούνται αυτοί σε οικονομική εξουθένωση λόγω της υποχρέωσης ταυτόχρονης καταβολής συσσωρευμένων οφειλών περισσότερων ετών. Ευλόγως, η υποχρέωση εξόφλησης των συσσωρευμένων οφειλών είναι δυνατόν να προκαλέσει δυσμενείς επιπτώσεις στην απασχόληση και την εθνική οικονομία γενικότερα.
Ως προς το ανωτέρω ζήτημα του χρόνου παραγραφής που ισχύει ως προς τις απαιτήσεις από μη καταβληθείσες ασφαλιστικές εισφορές των φορέων κοινωνικής ασφάλισης (Φ.Κ.Α.), που εντάχθηκαν στον Ε.Φ.Κ.Α. με τον ανωτέρω νόμο διατυπώθηκαν και μειοψηφούσες γνώμες, οι οποίες ως προς τα κρίσιμα σημεία τους υποστήριξαν τα εξής: Σύμφωνα με την πρώτη μειοψηφούσα γνώμη, κατόπιν της κρίσης περί αντισυνταγματικότητας της εικοσαετούς παραγραφής, εφαρμοστέα τυγχάνει ειδικώς για τους υπόχρεους ασφαλιστικών εισφορών, που υπάγονταν στο Ι.Κ.Α.-Ε.Τ.Α.Μ., η προϊσχύσασα για τον συγκεκριμένο ασφαλιστικό φορέα δεκαετής παραγραφή. Ακολούθως, σύμφωνα με τη δεύτερη μειοψηφούσα γνώμη, δεν υφίσταται εν προκειμένω νομοθετικό κενό, καθώς εναπόκειται στον νομοθέτη να επανέλθει επί του επίμαχου ζητήματος της παραγραφής των αξιώσεων των ενταχθέντων στον Ε.Φ.Κ.Α, Φ.Κ.Α. από μη καταβληθείσες ασφαλιστικές εισφορές και να θεσπίσει νέα προθεσμία παραγραφής. Ενώ, σύμφωνα με την τρίτη μειοψηφούσα γνώμη, προθεσμία δέκα ετών για τις αξιώσεις καταβολής ασφαλιστικών εισφορών αποτελεί μακρό χρόνο παραγραφής και επομένως το κενό στη ρύθμιση πρέπει να πληρωθεί με την εφαρμογή της πενταετίας ως εύλογου, κατά κανόνα, χρόνου παραγραφής, σε περιπτώσεις δε παραβάσεων μπορεί να προβλέπεται από τον νομοθέτη μακρότερη παραγραφή.
Με την απόφαση αυτή ,ο Υπουργός Εργασίας υποχρεούται στη συγκεκριμένη περίπτωση να συμμορφωθεί αλλά δεν υποχρεούται να αναλάβει νομοθετική πρωτοβουλία συμμόρφωσης προς την εν λόγω απόφαση. Εάν ψηφιστεί νέα νομοθετική διάταξη, χιλιάδες οφειλέτες του ΕΦΚΑ, που προέρχονται από τα πρώην ταμεία, ενδέχεται να λάβουν σύνταξη χωρίς να έχουν καταβάλλει τις αντίστοιχες οφειλές, ενώ την ίδια στιγμή άλλοι ασφαλισμένοι δεν μπορούν να πάρουν σύνταξη λόγω χρεών. Αντιθέτως, είναι δυνατή η υιοθέτηση με νέο νόμο της δεκαετούς παραγραφής για την καταβολή ασφαλιστικών εισφορών υπό την προϋπόθεση ότι οι ενδιαφερόμενοι θα υποβάλλουν αίτηση συνταξιοδότησης παράλληλα με τη ρύθμιση των οφειλών τους.
Εάν, για παράδειγμα, κάποιος έχει 40.000 ευρώ οφειλές και με την παραγραφή γίνουν 15.000 ευρώ, αυτά μπορούν να παρακρατούνται από τη σύνταξή του (όριο 20.000 ευρώ οφειλές). Εάν τα αρχικά χρέη είναι για παράδειγμα 60.000 ευρώ και με την παραγραφή γίνουν 25.000 ευρώ, ο οφειλέτης για να συνταξιοδοτηθεί θα πρέπει να πληρώσει εφάπαξ τις 5.000 ευρώ και να ρυθμίσει μέσω της συνταξιοδότησης τις υπόλοιπες 20.000 ευρώ.
Επισημαίνεται δε ότι η συνολική οφειλή περιλαμβάνει κεφάλαιο αλλά και πρόσθετα τέλη, τα οποία είναι ιδιαίτερα υψηλά για τις παλαιότερες οφειλές. Η αποποίηση άρα, εκ μέρους του ασφαλισμένου, του παραγεγραμμένου χρόνου ασφάλισης, θα πρέπει να βρίσκει την ιδανική ισορροπία περιορισμού οφειλής και απαραίτητου για συνταξιοδότηση χρόνου, ώστε να καταλήγει στα καλύτερα δυνατά αποτελέσματα.
Στον αντίποδα βέβαια, η απόφαση αυτή για τον Ε.Φ.Κ.Α. συνεπάγεται περιορισμό των εισφορών -κάτι που είναι ιδιαίτερα προβληματικό για την επίτευξη ισορροπίας μεταξύ εσόδων και παροχών- θέτοντας εν αμφιβόλω την ορθή λειτουργία του ασφαλιστικού συστήματος. Εμμένοντας όμως στην καλύτερα εκδοχή, η δεκαετής παραγραφή θα αποτελέσει το εφαλτήριο ταχύτερων ελέγχων, από πλευράς ελεγκτικών οργάνων του Ε.Φ.Κ.Α., που μέχρι τώρα, θεωρώντας ότι η οφειλή δεν παραγράφεται προ της παρόδου εικοσαετίας, καθυστερούσαν τη διενέργεια ελέγχων. Ο διοικούμενος δε θα γνώριζε εκ των προτέρων τα δικαιώματα και τις εγγυήσεις που του προσφέρει ο νόμος αλλά και τις υποχρεώσεις στις οποίες υπόκειται. Μια τέτοια εξέλιξη, με επίκεντρο τον διοικούμενο θα ανέτρεπε τα μέχρι σήμερα κακώς κείμενα.
*Η κ. Μαρία Παππά είναι δικηγόρος, Μ.Δ.Ε. Δημοσίου Δικαίου και Πολιτικής Επιστήμης και υποψήφια Διδάκτωρ.