Η πρόσφατη αποκάλυψη της επιστολής του τότε υπουργού Οικονομικών Ευκλείδη Τσακαλώτου, που εστάλη στους δανειστές στις 9 Ιουλίου 2015, έρχεται να ρίξει νέο φως στην περιβόητη «17ωρη διαπραγμάτευση» του Αλέξη Τσίπρα στις Βρυξέλλες. Εννέα χρόνια μετά, αποδεικνύεται ότι την ώρα που η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ παρουσίαζε στην ελληνική κοινή γνώμη ένα ηρωικό αφήγημα αντίστασης και μάχης «μέχρι τέλους», στην πραγματικότητα είχε ήδη παραδώσει τα πάντα και είχε αποδεχθεί πλήρως τους όρους των δανειστών, πολύ πριν από το «δραματικό» εκείνο Eurogroup.
Η επιστολή Τσακαλώτου, που έρχεται στο φως μετά από χρόνια σιωπής και πολιτικής μυθολογίας, συντάχθηκε τρεις μόλις ημέρες μετά το δημοψήφισμα της 5ης Ιουλίου 2015, στο οποίο ο ελληνικός λαός με ποσοστό 61,3% είχε απορρίψει την πρόταση των δανειστών. Κι όμως, όπως προκύπτει από το περιεχόμενό της, η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ επέστρεψε στις Βρυξέλλες όχι με εντολή ρήξης, αλλά με πρόταση πλήρους υποταγής, ζητώντας ουσιαστικά την έγκριση ενός τρίτου μνημονίου, με ακόμη σκληρότερους όρους.
Η επιστολή του Ευκλείδη Τσακαλώτου, που απευθυνόταν στους Ευρωπαϊκούς θεσμούς θεσμούς , αποτελούσε την επίσημη ελληνική πρόταση για ένα νέο πρόγραμμα στήριξης. Σε αυτήν, η κυβέρνηση δεσμευόταν για συνολική υιοθέτηση μεταρρυθμίσεων και μέτρων λιτότητας ύψους δισεκατομμυρίων ευρώ.
Στην περιβόητη επιστολή, στην οποία αναφέρεται εκτενώς στο βιβλίο του «8 μήνες που συντάραξαν την Ελλάδα» και ο Δημήτρης Στρατούλης, ο Ευκλείδης Τσακαλώτος ξεκαθαρίζει στον Γερούν Ντάισεμπλουμ ότι με τους δανειστές υπάρχει κοινό «όραμα που εξυπηρετεί τη δέσμευσή μας να παραμείνουμε αναπόσπαστο μέλος της ευρωζώνης και να σεβόμαστε τους εξελισσόμενους κανόνες της νομισματικής μας ένωσης».
Με απλά λόγια, η επιστολή περιείχε όλα όσα η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ είχε υποτίθεται απορρίψει τους προηγούμενους μήνες, ενίοτε με δραματικές δηλώσεις και συνθήματα περί «τέλους των μνημονίων». Μάλιστα, σε ορισμένα σημεία το κείμενο ήταν πιο αυστηρό από τις αρχικές απαιτήσεις των δανειστών, καθώς στόχευε να αποδείξει την «αξιοπιστία» της ελληνικής κυβέρνησης και να διασκεδάσει τις ανησυχίες για πιθανή έξοδο της χώρας από το ευρώ.
Το μεγαλύτερο πολιτικό και ηθικό βάρος της αποκάλυψης αυτής, αφορά την εξαπάτηση της κοινής γνώμης. Ενώ εκατομμύρια πολίτες ψήφιζαν «Όχι» στο δημοψήφισμα, η κυβέρνηση είχε ήδη αποφασίσει να μεταφράσει το αποτέλεσμα ως εντολή συμβιβασμού. Η επιστολή Τσακαλώτου αποδεικνύει ότι η πορεία προς το τρίτο μνημόνιο δεν ήταν προϊόν πίεσης εκείνης της «17ωρης διαπραγμάτευσης», αλλά προειλημμένη επιλογή, επικοινωνιακά καλυμμένη πίσω από την αφήγηση της «αντίστασης μέχρι τελικής πτώσεως».
Ακόμα πιο αποκαλυπτικό είναι το γεγονός ότι η επιστολή εστάλη δύο ημέρες πριν τη Σύνοδο Κορυφής όπου, σύμφωνα με τον ΣΥΡΙΖΑ, δόθηκε η «μάχη των 17 ωρών». Αν πράγματι η ελληνική πλευρά είχε ήδη αποδεχθεί το πλαίσιο συμφωνίας, τότε η περιβόητη αυτή διαπραγμάτευση δεν ήταν τίποτα άλλο παρά μια θεατρική παράσταση για εσωτερική κατανάλωση, μια επιχείρηση διαχείρισης της πολιτικής ήττας και της λαϊκής απογοήτευσης.
Η ιστορική ειρωνεία είναι πως ο Αλέξης Τσίπρας, ο οποίος είχε οικοδομήσει το πολιτικό του αφήγημα γύρω από τη φράση «διαπραγματευτήκαμε σκληρά», εμφανίζεται –εκ των υστέρων– ως πρωθυπουργός που ενέκρινε ένα μνημόνιο πριν καν διαπραγματευθεί. Η ρητορική περί «εκβιασμού» και «ανέντιμης στάσης των εταίρων» χάνει το έρεισμά της, αφού οι αποδοχές και οι υποχωρήσεις της ελληνικής πλευράς είχαν ήδη αποτυπωθεί γραπτώς, με υπογραφή του υπουργού Οικονομικών.
Αυτό που τότε παρουσιάστηκε ως «θρίλερ 17 ωρών» αποδεικνύεται σήμερα μια προαποφασισμένη πράξη, με τη συμφωνία να έχει ουσιαστικά κλειδώσει ήδη από τις 9 Ιουλίου. Η μόνη διαφορά ήταν η αναζήτηση ενός τρόπου ώστε η ήττα να παρουσιαστεί στο εσωτερικό της χώρας ως «επιτυχής συμβιβασμός».
Η αποκάλυψη της επιστολής Τσακαλώτου έχει και μια ακόμη διάσταση: αποδομεί ολόκληρη τη ρητορική περί αντιμνημονιακής κυβέρνησης. Η ίδια η κυβέρνηση που είχε ανέβει στην εξουσία υποσχόμενη «σκίσιμο των μνημονίων με έναν νόμο και ένα άρθρο», όχι μόνο υπέγραψε ένα νέο μνημόνιο, αλλά το αυστηρότερο όλων, που περιλάμβανε ρήτρες, στόχους και μηχανισμούς εποπτείας πρωτοφανείς για ευρωπαϊκό κράτος.
Πολιτικοί παρατηρητές πιστεύουν ότι αυτό που αποκαλύπτεται, δεν είναι απλώς μια πολιτική ανακολουθία, αλλά μια στρατηγική εξαπάτησης, η οποία στόχευε στη διατήρηση της εξουσίας με κάθε κόστος.
Εκτός και αν ο Ευκλείδης Τσακαλωτος αυτενεργουσε , ερήμην του Αλέξη Τσιπρα , κάτι που -αν συνέβαινε -δείχνει ότι η Ελλάδα σε κυβερνητικο επίπεδο ήταν «φτερό στον άνεμο» μεταξύ των συνιστωσών του ΣΥΡΙΖΑ .
Η «17ωρη διαπραγμάτευση» αποδεικνύεται ένα πολιτικό αφήγημα χωρίς αντίκρισμα, μια μυθοποιημένη ιστορία που κατέρρευσε κάτω από το βάρος των ίδιων των εγγράφων της εποχής.
ΠΗΓΗ ΠΟΝΤΙΚΙ





