Η ελληνική οικονομία, παρά τα σημάδια μακροοικονομικής σταθερότητας και τους θετικούς δείκτες στα περισσότερα πεδία, παραμένει εγκλωβισμένη σε μια βαθιά κοινωνική και δημοσιονομική κρίση που έχει ως επίκεντρο το δυσθεώρητο ύψος των ληξιπρόθεσμων οφειλών προς το Δημόσιο. Οι πολίτες και οι επιχειρήσεις, μετά από μια δεκαετία κρίσης, μνημονίων, υπερφορολόγησης και σκληρών μέτρων λιτότητας, βρίσκονται πλέον μπροστά σε έναν νέο, ασύλληπτο όγκο χρέους που ξεπερνά τα 160 δισεκατομμύρια ευρώ.
Πρόκειται για ποσά που αφορούν χρέη τόσο προς την εφορία όσο και προς τα ασφαλιστικά ταμεία, και τα οποία δεν αντανακλούν απλώς οικονομική αδυναμία, αλλά μια συστημική αστοχία στη διαχείριση των δημοσίων υποχρεώσεων των πολιτών από το παρελθόν . Πλέον, το 56% όσων υποβάλλουν φορολογική δήλωση στη χώρα εμφανίζονται να έχουν οφειλές στην εφορία, γεγονός που σημαίνει ότι περισσότεροι από τους μισούς ενεργούς φορολογούμενους πολίτες είναι σε αδυναμία να ανταποκριθούν στις υποχρεώσεις τους. Αυτό από μόνο του αποτελεί σαφή ένδειξη ενός οικονομικού περιβάλλοντος που δεν ευνοεί ούτε τη βιώσιμη φορολογία ούτε την κοινωνική ισορροπία.
Η πραγματικότητα είναι ακόμη πιο σκληρή: 1,6 εκατομμύρια πολίτες έχουν ήδη υποστεί μέτρα αναγκαστικής είσπραξης, όπως κατασχέσεις λογαριασμών, κινητών και ακίνητων περιουσιακών στοιχείων, και πλειστηριασμούς. Πρόκειται για ανθρώπους που είτε δεν μπόρεσαν είτε δεν πρόλαβαν να ενταχθούν σε ρυθμίσεις, είτε απλώς είδαν τις ρυθμίσεις να καταρρέουν κάτω από το βάρος των ανεπαρκών εισοδημάτων τους και της ακρίβειας. Παράλληλα, περίπου 600.000 επιπλέον πολίτες βρίσκονται υπό άμεσο κίνδυνο να αντιμετωπίσουν παρόμοια μέτρα, καθώς οι διαδικασίες κατασχέσεων και πλειστηριασμών κινούνται πλέον με αυτοματοποιημένους ρυθμούς από τις πλατφόρμες της ΑΑΔΕ και των ασφαλιστικών οργανισμών. Το φαινόμενο αυτό, σε συνδυασμό με τις υψηλές τιμές σε ενέργεια, μετα την διεθνή κρίση των τελευταίων χρόνων , δημιουργεί ένα εκρηκτικό μείγμα κοινωνικής πίεσης και επιχειρηματικής ασφυξίας.
Η αγορά, με τη γενικότερη έννοια του όρου –δηλαδή επιχειρήσεις, ελεύθεροι επαγγελματίες, νοικοκυριά και καταναλωτές– εκπέμπει πλέον ξεκάθαρο μήνυμα SOS. Η ανάγκη για νέες, δίκαιες και ρεαλιστικές ρυθμίσεις είναι επιτακτική.
Δεν είναι τυχαίο ότι, παρά την αύξηση της φορολογικής βάσης και την ψηφιοποίηση των ελεγκτικών μηχανισμών, η εισπραξιμότητα των παλαιών οφειλών παραμένει εξαιρετικά χαμηλή. Από τα 160 δισ. ευρώ, ένα μικρό μόνο ποσοστό βρίσκεται σε κάποια ενεργή ρύθμιση, ενώ η πλειονότητα θεωρείται «ανεπίδεκτη είσπραξης» ή βρίσκεται σε χρόνια εκκρεμότητα. Οι υφιστάμενες ρυθμίσεις μέχρι σήμερα αποδεικνύονται ανεπαρκείς και μη ελκυστικές για τον μέσο πολίτη ή επαγγελματία, καθώς είτε απαιτούν υψηλές μηνιαίες δόσεις είτε δεν συνοδεύονται από ουσιαστικά κίνητρα όπως η διαγραφή προσαυξήσεων ή η προστασία από μελλοντικά μέτρα.
Ταυτόχρονα, οι μικροοφειλέτες, που αποτελούν τη συντριπτική πλειονότητα και δέχονται τη μεγαλύτερη πίεση. Το 90% των οφειλετών έχουν χρέη έως 10.000 ευρώ, και όμως κινδυνεύουν το ίδιο με τους μεγαλοοφειλέτες. Οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις βλέπουν τους τραπεζικούς τους λογαριασμούς να δεσμεύονται, καθιστώντας αδύνατη οποιαδήποτε αναπτυξιακή κίνηση, ενώ οι ιδιώτες παγιδεύονται σε μια ατελείωτη αλληλουχία απειλών, εξώδικων και φόβου.
Σε αυτό το πλαίσιο, η αγορά ζητά όχι απλώς μια νέα ρύθμιση, αλλά έναν πλήρη επανασχεδιασμό του πλαισίου διαχείρισης των οφειλών και το οικονομικο επιτελείο της κυβέρνησης το μελετάει σοβαρά .
Οι τελευταίες πληροφορίες μιλούν για μια νέα γενναία ρύθμιση εως και 120 δόσεις για την εξόφληση οφειλών μικρομεσαίων επιχειρήσεων προς τον ΕΦΚΑ , που δεν υπερβαίνουν τις 10.000 ευρώ. Την κατάσταση όπως έχει διαμορφωθεί μελετάει ειδική επιτροπή των υπουργείων Οικονομικών και Εργασίας.
Οι συγκεκριμένες οφειλές δεν μπορούν να ενταχθούν στον εξωδικαστικό μηχανισμό, ενώ η μόνη διαθέσιμη επιλογή σταδιακής αποπληρωμής σήμερα είναι η πάγια ρύθμιση των 24 έως 48 δόσεων, η οποία δεν ανταποκρίνεται επαρκώς στις ανάγκες των περισσότερων ελεύθερων επαγγελματιών.
Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις, η ρύθμιση θα αφορά πάνω από 500.000 μικρομεσαίες επιχειρήσεις με οφειλές προς τον ΕΦΚΑ έως 10.000 ευρώ, για τις οποίες εξετάζεται η δυνατότητα αποπληρωμής σε 72 ή ακόμη και 120 δόσεις. Το μέτρο ενδέχεται να συνδυαστεί με περαιτέρω μείωση των ασφαλιστικών εισφορών, κάτι που η κυβέρνηση έχει αφήσει ανοιχτό ως ενδεχόμενο. Η προοπτική αυτή θα μπορούσε να ενισχύσει σημαντικά τη ρευστότητα των επιχειρήσεων, επιτρέποντάς τους να ανταπεξέλθουν στις υποχρεώσεις τους και να επενδύσουν στην ανάπτυξη και την καινοτομία.
Μέχρι πρότινος από τα 50,2 δισ. ευρώ που έχουν συσσωρευτεί στα μητρώα του ΕΦΚΑ και του ΚΕΑΟ, ρυθμισμένα ήταν περίπου τα 4,84 δισ. ευρώ, δηλαδή κάτι λιγότερο από το 10% του συνόλου.
Άλλα τουλάχιστον 10 δισ. ευρώ, ήτοι πάνω από το 20%, θεωρούνται χρέη ανεπίδεκτα είσπραξης, καθώς αφορούν εργοδότες πτωχευμένους, εργοδότες σε καθεστώς εκκαθάρισης, εργοδότες με οφειλές πριν από την εφαρμογή του συστήματος ασφάλισης μέσω Αναλυτικών Περιοδικών Δηλώσεων , που δεν έχουν ποτέ υποβάλει ΑΠΔ και που δεν έχουν ποτέ καταβάλει ποσά στο ΚΕΑΟ.
Στην περίπτωση των αναγκαστικών μέτρων είσπραξης , ούτε αυτά δεν φαίνεται να έχουν αποδώσει τα αναμενόμενα, παρότι συνολικά το 2024 εισπράχθηκε 1,96 δισ. ευρώ και μόνο το πρώτο τρίμηνο του 2025 άλλα 453,4 εκατ. ευρώ.
Η αύξηση των οφειλών στην εφορία και στον ΕΦΚΑ δεν είναι απλώς αποτέλεσμα κακής φορολογικής συμπεριφοράς. Είναι κυρίως αντανάκλαση της διαχρονικής αδυναμίας μιας μεγάλης μερίδας του πληθυσμού από την εποχή των μνημονιων. Χρειάζεται ένα νέο κοινωνικό συμβόλαιο, βασισμένο στην κατανόηση, την ευελιξία και τη δικαιοσύνη. Μόνο έτσι θα μπορέσει να εξασφαλιστεί η εισπραξιμότητα, αλλά και η κοινωνική συνοχή.






