Του Άλκη Ν. Δερβιτσιώτη*
1. Ο όρος κωλύματα εκλογιμότητας αποδίδει την αποδοκιμασία της σύμπτωσης στο ίδιο φυσικό πρόσωπο δύο ιδιοτήτων, τις οποίες ο συνταγματικός νομοθέτης θεωρεί ως ασύμβατες μεταξύ τους. Πρόκειται ωστόσο για ιδιότητες οι οποίες δεν είναι ομοειδείς ή παρεμφερείς, η μια δε εξ αυτών είναι προσωρινή. Συγκεκριμένα η μια είναι η ιδιότητα του υποψηφίου σε εκλογική αναμέτρηση (είτε είναι βουλευτικές είτε είναι εκλογές για την ανάδειξη αυτοδιοικητικού οργάνου). Η εν λόγω υποψηφιότητα κρίνεται καταρχάς από τις διατάξεις των άρθρων 55, 56 και 102 του Συντάγματος και ακολούθως από τις εκτελεστικές διατάξεις της εκλογικής νομοθεσίας που διέπει τις βουλευτικές και τις αυτοδιοικητικές εκλογές. Η δεύτερη ιδιότητα περιγράφεται ή και ορίζεται ρητά από τις ανωτέρω διατάξεις, οι οποίες προδιαγράφουν ποια δημόσια λειτουργήματα και μέχρι πότε δεν επιτρέπουν στο φορέα τους να εκλεγεί παραδεκτά βουλευτής, καθώς λειτουργούν ως κωλύματα εκλογιμότητας.
Ευλόγως η εν λόγω ιδιότητα του φορέα δημοσίου λειτουργήματος δεν διαθέτει μόνο αρνητικό – απαγορευτικό νομικό περιεχόμενο αλλά παρέχει τα περιθώρια για ηθική αξιολόγηση επίσης.
Το κώλυμα εκλογιμότητας δεν στρέφεται κατά του προσώπου αυτού καθ’εαυτού αλλά κατά της ιδιότητάς του ως φορέα άλλου δημόσιου λειτουργήματος. Εξ΄αυτού τίθεται το ερώτημα, αν τα κωλύματα εκλογιμότητας απορρέουν από την αρχή της διάκρισης των λειτουργιών ή προέρχονται από την αρχή της ισότητας των όπλων ως ειδικότερη μορφή της διαδικαστικής ισότητας που προέρχεται από την γενική αρχή της ισότητας και της ισότιμης μεταχείρισης.
Η δογματική οριοθέτηση, εκτός των ανωτέρω ερωτημάτων, επιβάλλει επίσης την απάντηση του ερωτήματος αν τα κωλύματα εκλογιμότητας τελούν υπό τον περιορισμό της λαϊκής κυριαρχίας (άρα αίρονται με την εκλογή) ή συνιστούν (απολύτως θεμιτό περιορισμό) της λαϊκής κυριαρχίας.
2. Η συνεπής απάντηση των ανωτέρω ερωτημάτων δεν μπορεί να αγνοήσει την συμβολή της αντιπροσωπευτικής αρχής και της αναγκαίας για τη λειτουργία του αντιπροσωπευτικού συστήματος ανεξαρτησίας του βουλευτή.
Στην κοιτίδα του αντιπροσωπευτικού και του κοινοβουλευτικού συστήματος Αγγλία, το ερώτημα της ύπαρξης κωλύματος συμμετοχής στη Βουλή των Κοινοτήτων ετέθη από τα μέσα του 14ου αιώνα, όταν αποκλείσθηκαν οι ασκούντες διοικητικά και ιδίως αστυνομικά καθήκοντα sheriffs. Συν τω χρόνω η ύπαρξη κωλύματος συμμετοχής μετετράπη σε κώλυμα εκλογής στη Βουλή των Κοινοτήτων, το οποίο κατελάμβανε κάθε πρόσωπο που ασκούσε, μέχρι την εκλογή του, λειτούργημα εξαρτημένο από τον Βασιλέα.
Η απαγόρευση αυτή βασίστηκε στη σκέψη, ότι η είσοδος των θεραπόντων και των υπαλλήλων του Βασιλιά στη Βουλή, αλλοίωνε το χαρακτήρα της ως σώματος αντιπροσώπων του λαού, οι οποίοι εντέλλονταν από τους εκλογείς τους να διαμορφώσουν πολιτική βούληση, ίσως διαφορετική, οπωσδήποτε όμως ανεξάρτητη από τη θέση του Βασιλιά. Μολονότι η νομοθετική κατοχύρωση των κωλυμάτων εκλογιμότητας στο Ηνωμένο Βασίλειο γνώρισε πολλές και σημαντικές διακυμάνσεις, σήμερα κώλυμα εκλογιμότητας έχουν ιδίως τα στελέχη ανώτερων και ανώτατων διοικητικών θέσεων, στρατιωτικοί, αστυνομικοί και οι υπάλληλοι κεντρικών υπηρεσιών.
Η λειτουργία των κωλυμάτων εκλογιμότητας εξυπηρετεί στο διαχωρισμό μεταξύ της δημόσιας διοίκησης και της πολιτικής σφαίρας, ως χώρου διαμόρφωσης των αποφάσεων.
Στη Γαλλία τα κωλύματα εκλογιμότητας εμφανίζονται μετά την επανάσταση του 1789, ιδίως από το 1791 και μετέπειτα όταν τέθηκε σχετικός κανόνας που αφορούσε στις ιδιότητες του στρατιωτικού, του δικαστή και του δημοσίου υπαλλήλου, ιδιότητες οι οποίες εκρίθησαν άλλοτε ως μη συμβατές με την ιδιότητα του βουλευτή, άλλοτε αποτέλεσαν κωλύματα εκλογιμότητας.
Στην Γερμανία για μεγάλο χρονικό διάστημα η έννοια του κωλύματος εκλογιμότητας (όπως και η έννοια του ασυμβιβάστου) ήταν άγνωστη. Μέχρι την λήξη του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου μόνο ο συνταγματικός μονάρχης μπορούσε να απαγορεύσει την εκλογή υπαλλήλου ως βουλευτή με αιτιολογία την διατάραξη της ομαλής λειτουργίας της υπηρεσίας του.
Σήμερα το Σύνταγμα της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας παρέχει (άρθρο 137) την εξουσία στον κοινό νομοθέτη να θεσπίζει κωλύματα εκλογιμότητας που αφορούν στους δημοσίους υπαλλήλους, στους συμβασιούχους υπαλλήλους, στους στρατιωτικούς καθώς και στους δικαστές, είτε όλοι αυτοί απασχολούνται στην Ομοσπονδία, ή στα κρατίδια ή στις Κοινότητες.
Ο Άλκης Ν. Δερβιτσιώτης είναι Καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου στη Νομική Σχολή του Δημοκρίτειου Πανεπιστημίου Θράκης