Η έκθεση του ΟΟΣΑ εκτιμά ότι οι εργαζόμενοι στην Ελλάδα θα υποχρεωθούν σε αύξηση των ορίων ηλικίας συνταξιοδότησης κατά σχεδόν 1,5 χρόνο έως το 2035, με τον μέσο χρόνο εργασίας να φτάνει στα 39 έτη και κατά συνολικά 2,8 χρόνια έως το 2050 εξαιτίας της μείωσης του πληθυσμού
Μείζων κίνδυνος στην επόμενη πενταετία είναι η μείωση των συντάξεων, πρωτίστως των επικουρικών, κι όχι η αύξηση των ορίων συνταξιοδότησης, αν λάβουμε υπόψη την αφαίμαξη πόρων από το κόστος μετάβασης του Ταμείου Επικουρικής Κεφαλαιοποιητικής Ασφάλισης (ΤΕΚΑ) και την επιστροφή στη δημοσιονομική πειθαρχία
Την αύξηση των ορίων ηλικίας συνταξιοδότησης αλλά από το 2027 και μετά, όπως προβλέπει η ισχύουσα ασφαλιστική νομοθεσία 3863/2010, επιβεβαίωσε πρόσφατα με δηλώσεις του ο Υφυπουργός Κοινωνικής Ασφάλισης, Πάνος Τσακλόγλου. Αλλά εδώ δεν πρόκειται ούτε για κάτι καινούργιο, ούτε για κάτι ξαφνικό.
Αν και η διάταξη του σχετικού νόμου είναι γνωστή και δεν εθίγη (διατηρήθηκε και με τον Ν.4386/2016 και με τον Ν. 4670/2020), δηλαδή δεν τροποποιήθηκε ούτε από την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ, ούτε από τη Ν.Δ. που ακολούθησε στα 13 χρόνια που μεσολάβησαν, η δήλωση Τσακλόγλου προκάλεσε, όπως ήταν αναμενόμενο, αναταραχή και ανησυχία.
Σήμερα εργαζόμενοι, σύμφωνα με τη νομοθεσία, μπορούν να συνταξιοδοτηθούν είτε στα 62 έτη με την προϋπόθεση συμπλήρωσης 40 ετών ασφάλισης, είτε στα 67ο έτος της ηλικίας τους με 15 έτη προϋπηρεσία. Ωστόσο η πραγματική ηλικία συνταξιοδότησης αυξήθηκε στους άντρες από τα 60 έτη το 2015 στα 63 έτη το 2021 και στις γυναίκες από τα 57 έτη στα 62,9 έτη το 2021, αγγίζοντας τον μέσο όρο των χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Με βάση το άρθρο 11 του νόμου Λοβέρδου – Κουτρουμάνη προβλέπεται ότι πρώτον «από την 1.1.2011 και ανά διετία η Εθνική Αναλογιστική Αρχή εκπονεί αναλογιστικές μελέτες, οι οποίες επικυρώνονται από την Επιτροπή Οικονομικής Πολιτικής της Ευρωπαϊκής Ένωσης» με στόχο «το ύψος των δαπανών για τη βασική, την αναλογική και την επικουρική σύνταξη, προβαλλόμενο έως το έτος 2060» να μην υπερβαίνει «το περιθώριο αύξησης των 2,5 ποσοστιαίων μονάδων του ΑΕΠ, με έτος αναφοράς το 2009».
Επιπλέον, «τα όρια ηλικίας συνταξιοδότησης των ασφαλισμένων των οργανισμών κοινωνικής ασφάλισης και του Δημοσίου, ανεξαρτήτως χρόνου υπαγωγής στην ασφάλιση ανακαθορίζονται κατά τη μεταβολή του προσδόκιμου ζωής του πληθυσμού της χώρας, με σημείο αναφοράς την ηλικία των 65 ετών. Η ισχύς της παραγράφου αυτής αρχίζει από 1.1.2021 και κατά την πρώτη εφαρμογή της λαμβάνεται υπόψη η μεταβολή της δεκαετίας 2010 έως και 2020. Από 1.1.2024 τα ανωτέρω όρια ανακαθορίζονται ανά τριετία. Η αναπροσαρμογή των ορίων ηλικίας συνταξιοδότησης γίνεται με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης, που εκδίδεται κατά το τελευταίο έτος κάθε περιόδου με βάση τους σχετικούς δείκτες που προσδιορίζονται από την Ελληνική Στατιστική Αρχή και την Eurostat και αφορούν στην επόμενη περίοδο».
Σύμφωνα με τον νόμο λοιπόν από το 2024 και μετά τα όρια ηλικίας συνταξιοδότησης ανακαθορίζονται ανά τριετία, με βάση τη μεταβολή του προσδόκιμου της επιβίωσης του πληθυσμού με σημείο αναφοράς την ηλικία των 65 ετών.
Γιατί όμως δεν ενεργοποιήθηκε από το 2021 η μείωση, όπως ρητά ορίζεται στη διάταξη; Διότι κατά την προηγούμενη περίοδο αναφοράς η μεταβολή του προσδόκιμου της επιβίωσης ήταν πολύ μικρή. Αν όμως ισχύσει η διάταξη για αναπροσαρμογή των ορίων με βάση το προσδόκιμο, η χώρα μας το 2070 θα ξεπεράσει τον μέσο όρο ηλικίας συνταξιοδότησης της Ευρωπαϊκής Ένωσης κατά 2 έτη. Κι αυτό, σύμφωνα με τις προβολές του Ageing Working Group, σημαίνει ότι το θεσμοθετημένο όριο ηλικίας συνταξιοδότησης θα έχει φτάσει τα 71 με 72 έτη.
Ωστόσο ο υψηλός δείκτης θνησιμότητας και αναπηρίας ενδεχομένως θα διατηρεί και πάλι το πραγματικό όριο αρκετά πιο χαμηλά, στο 67ο ή 68ο έτος της ηλικίας. Μάλιστα η έκθεση του ΟΟΣΑ εκτιμά ότι οι εργαζόμενοι στην Ελλάδα θα υποχρεωθούν σε αύξηση των ορίων ηλικίας συνταξιοδότησης κατά σχεδόν 1,5 χρόνο έως το 2035, με τον μέσο χρόνο εργασίας να φτάνει στα 39 έτη και κατά συνολικά 2,8 χρόνια έως το 2050 εξαιτίας της μείωσης του πληθυσμού.
Επίσης, σύμφωνα με τις προβολές της Eurostat (Europop 2023), το προσδόκιμο ζωής στους άντρες θα αυξηθεί από τα 79 έτη το 2019 στα 86,6 έτη το 2070 και αντίστοιχα στις γυναίκες θα αυξηθεί από τα 84,3 έτη στα 90,5 έτη (Europop 2023). Μόνο που η αύξηση του προσδόκιμου συνδυάζεται με τη δραματική μείωση του πληθυσμού, δηλαδή το δημογραφικό. Σύμφωνα με τις προβλέψεις, η μείωση του πληθυσμού κατά περίπου 30% μέχρι το 2070 θα οδηγήσει και σε μείωση της συνταξιοδοτικής δαπάνης (συντάξεις σε λιγότερα άτομα), καθιστώντας τη συζήτηση για τα όρια ηλικίας και το ύψος των συντάξεων δευτερεύουσα.
Φυσικά όλα αυτά αφορούν το απώτερο μέλλον. Διότι ο κίνδυνος μείωσης των συντάξεων, πρωτίστως των επικουρικών, στην επόμενη πενταετία κάθε άλλο παρά ζήτημα του μέλλοντος είναι. Εν τέλει αυτός είναι ο μείζων κίνδυνος κι όχι η αύξηση των ορίων συνταξιοδότησης, αν λάβουμε υπόψη δύο παράγοντες: την αφαίμαξη πόρων από το κόστος μετάβασης (78 δισ. ευρώ μέχρι το 2070) του Ταμείου Επικουρικής Κεφαλαιοποιητικής Ασφάλισης (ΤΕΚΑ), το οποίο όσο θα περνούν τα χρόνια και θα μειώνονται οι νέοι που θα εισφέρουν στο υπάρχον διανεμητικό σύστημα επικουρικής ασφάλισης θα ασκεί εντονότερη πίεση στο ύψος των συντάξεων των παλαιών συνταξιούχων, και, την επιστροφή στη δημοσιονομική πειθαρχία. Επιστροφή που σηματοδοτεί την απαίτηση των Βρυξελλών για επίτευξη πρωτογενών πλεονασμάτων 2% του ΑΕΠ για το 2024 και μείωση του δημόσιου χρέους ως ποσοστού που ΑΕΠ κατά 1/20 ή 5% κάθε έτος.