Αντιπαράθεση δικηγόρων – ΣτΕ μετά την απόρριψη από την Ολομέλεια του Συμβουλίου Επικρατείας της προσφυγής τους κατά της αντικατάστασης μελών του ΕΣΡ και της ΑΔΑΕ λόγω έλλειψης “εννόμου συμφέροντος”.
Οι δικηγόροι προσανατολίζονται να πραγματοποιήσουν αποχή από δίκες ενώπιον του ΣτΕ έως τις 31 Δεκεμβρίου, με τον πρόεδρο του Ανώτατου Δικαστηρίου, Μιχάλη Πικραμένο, να στέλνει σήμερα (12/11) επιστολή στον πρόεδρο της Ολομέλειας των Προέδρων των Δικηγορικών Συλλόγων Ελλάδας, Δημήτριο Βερβεσό, στην οποία τονίζει ότι «είναι ευκταίο να μην προκρίνονται αντιδράσεις, όπως η αποχή, ιδίως από υποθέσεις μείζονος σπουδαιότητας».
Μ. Πικραμένος: «Δεν νοείται αποχή να συνδέεται με την αιτιολόγηση δικανικής κρίσης»
Ο κ. Πικραμένος αναφέρει αρχικά ότι «το δικαίωμα άσκησης κριτικής στις δικαστικές αποφάσεις είναι αυτονόητο, ιδίως όταν προέρχεται από θεσμικό όργανο των συλλειτουργών της δικαιοσύνης, όπως είναι η Ολομέλεια των Προέδρων των Δικηγορικών Συλλόγων, όπως αυτονόητο είναι επίσης το δικαίωμα του ως άνω οργάνου να αποφασίζει τον τρόπο δράσης για τη διεκδίκηση των αιτημάτων του».
Και καταλήγει ότι πρόκειται για «αποχή η οποία όχι μόνο δεν νοείται σε ένα Κράτος Δικαίου να συνδέεται με την αιτιολόγηση μιας δικανικής κρίσης (που βεβαίως υπόκειται ακόμα και σε δριμεία κριτική), αλλά, το κυριότερο, συντελεί στην αναποτελεσματικότητα απονομής της δικαιοσύνης, με εξαιρετικά δυσμενείς συνέπειες για τους διαδίκους και ευρύτερα για την κοινωνική ειρήνη και ευρυθμία.
Κόντρα δικηγόρων – ΣτΕ: Το χρονικό
Την αντιπαράθεση πυροδότησε αναφορά στο νομικό όρο «λαϊκή αγωγή» σε δύο αποφάσεις της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας που εκδόθηκαν μετά από αιτήσεις ακύρωσης του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών.
Ειδικότερα, πρόσφατα η Ολομέλεια του ΣτΕ με δύο αποφάσεις της έκρινε κατά πλειοψηφία (σ.σ.: μειοψήφησαν μία αντιπρόεδρος και έξι σύμβουλοι Επικρατείας) ότι ο ΔΣΑ δεν έχει έννομο συμφέρον αφενός να ζητήσει την ακύρωση αποφάσεων του υπουργού Δικαιοσύνης περί διορισμού του αντιπροέδρου, αναπληρωτή αντιπροέδρου, δύο τακτικών και δύο αναπληρωματικών μελών της Αρχής Διασφάλισης του Απορρήτου των Επικοινωνιών (Α.Δ.Α.Ε.) και αφετέρου να ζητήσει την ακύρωση αποφάσεων του υφυπουργού στον Πρωθυπουργό περί διορισμού προέδρου, αντιπροέδρου και έξι μελών του Εθνικού Συμβουλίου Ραδιοτηλεόρασης (Ε.Σ.Ρ.)
Στο σκεπτικό το δύο αυτών αποφάσεων της Ολομέλειας του ΣτΕ (αριθ. 1641 και 1639/2024) με πρόεδρο την Ευαγγελία Νίκα (συνταξιοδοτήθηκε), μεταξύ των άλλων αναφέρεται ότι δεν νομιμοποιείται ο ΔΣΑ να προσφύγει στο ΣτΕ κατά ατομικών διοικητικών πράξεων που αφορούν συγκεκριμένα φυσικά πρόσωπα, όπως είναι η επιλογή «τρίτων προσώπων σε δημόσια θέση, καθόσον, υπό τις περιστάσεις αυτές, η αίτηση θα προσελάμβανε τον χαρακτήρα λαϊκής αγωγής».
Η Συντονιστική Επιτροπή της Ολομέλειας των Προέδρων των Δικηγορικών Συλλόγων Ελλάδος χαρακτήρισε τη συγκεκριμένη απόφαση «ιστορικής σημαντικότητας δικαιοκρατική οπισθοδρόμηση» και αποφάσισε :
1. Να προτείνει στου Δικηγορικούς Συλλόγους της χώρας την αποχή των μελών τους από δίκες ενώπιον της Ολομέλειας του ΣτΕ μέχρι 31.12.2024.
2. Τη διερεύνηση δυνατότητας προσφυγής ενώπιον του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων.
3. Την ανάδειξη του ζητήματος στο Συμβούλιο των Ευρωπαϊκών Δικηγορικών Συλλόγων (CCBE).
Οι δικηγόροι επικαλούνται το άρθρο 90 του Κώδικα Δικηγόρων, σύμφωνα με το οποίο «προκύπτει αδήριτα και αναμφίβολα ότι οι Δικηγορικοί Σύλλογοι έχουν έννομο συμφέρον να προσφεύγουν ενώπιον της Δικαιοσύνης για ζητήματα γενικότερου κοινωνικού ενδιαφέροντος, όπως είναι τα ζητήματα που αφορούν τη νομιμότητα πράξεων συγκρότησης των Ανεξάρτητων Αρχών και κατ’ επέκταση την λειτουργία τους και την εκπλήρωση του έργου τους.
»Σημειώνουμε ότι με τις υπουργικές αποφάσεις, που ο Δικηγορικός Σύλλογος Αθηνών προσέβαλε με αίτηση ακύρωσης, επέρχονται ευρείας έκτασης μεταβολές στη σύνθεση της Α.Δ.Α.Ε. και του ΕΣΡ, που έχουν, κατά το Σύνταγμα, περιβληθεί, ως ανεξάρτητες αρχές, με ανάλογες εγγυήσεις, που αφορούν, μεταξύ άλλων, και τη διαδικασία επιλογής των μελών τους, ώστε να αποτρέπονται κάθε είδους παρεμβάσεις της εκτελεστικής εξουσίας ή άλλων κύκλων επιρροής στο έργο τους, το οποίο είναι ιδιαίτερα κρίσιμο για την έννομη τάξη, το Κράτος Δικαίου και την προστασία των δικαιωμάτων των πολιτών και του κοινωνικού συνόλου».
Και καταλήγουν: «Δεν μας πτοεί η άνω στάση της πλειοψηφίας της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας, αντίθετα μας ενδυναμώνει να συνεχίσουμε να πράττουμε αυτό που επιβάλει το θεσμικό μας καθήκον, η Ιστορία των αγώνων και των παραδόσεων του κλάδου. Η νομολογία, άλλωστε, μεταβάλλεται. Οι αξίες μας ποτέ».
Η σημερινή απάντηση του Μ. Πικραμένου
«Με αφορμή την από 11.11.2024 απόφαση της Συντονιστικής Επιτροπής της Ολομέλειας των Προέδρων των Δικηγορικών Συλλόγων Ελλάδος να προτείνει στους Δικηγορικούς Συλλόγους της Χώρας την αποχή των μελών τους από δίκες ενώπιον της Ολομελείας του Συμβουλίου της Επικρατείας έως 31.12.2024, επιθυμώ να σημειώσω τα ακόλουθα:
Το δικαίωμα άσκησης κριτικής στις δικαστικές αποφάσεις είναι αυτονόητο, ιδίως όταν προέρχεται από θεσμικό όργανο των συλλειτουργών της δικαιοσύνης, όπως είναι η Ολομέλεια των Προέδρων των Δικηγορικών Συλλόγων.
Αυτονόητο είναι επίσης το δικαίωμα του ως άνω οργάνου να αποφασίζει τον τρόπο δράσης για τη διεκδίκηση των αιτημάτων του.
Το Συμβούλιο της Επικρατείας έχει εκκινήσει μια μεγάλη προσπάθεια, διατηρώντας την ποιότητα των αποφάσεών του, να περιορίσει την εκκρεμότητα και να αντιμετωπίσει το πρόβλημα καθυστέρησης.
Η προσπάθεια περιλαμβάνει παρεμβάσεις μεταξύ άλλων α) στη δικονομία (με την εισαγωγή της νέας εμπροσθοβαρούς διαδικασίας), β) στην ψηφιοποίηση (με την υλοποίηση του νέου πληροφοριακού συστήματος και την εισαγωγή εργαλείων τεχνητής νοημοσύνης), γ) στη στελέχωση του Δικαστηρίου με υποστηρικτικό προσωπικό (με την πρόσληψη επίκουρων των δικαστών και νέων δικαστικών υπαλλήλων), δ) στην κατανομή των υποθέσεων μεταξύ των δικαστικών λειτουργών (ισοβαρής επιβάρυνση με αυτοματοποιημένο τρόπο), ε) στη διαχείριση του φόρτου εργασίας (με την εισαγωγή στοχοθεσίας για κάθε δικαστικό λειτουργό και την παρακολούθηση υλοποίησης της).
Προς τον σκοπό της άμεσης επίλυσης σοβαρών προβλημάτων της κοινωνίας, οι υποθέσεις μείζονος κοινωνικού και οικονομικού ενδιαφέροντος που αφορούν μεγάλες κατηγορίες πολιτών εισάγονται στην Ολομέλεια του Δικαστηρίου. Προσφάτως η διαδικασία ενώπιον της Ολομέλειας έχει αποκτήσει πιο σύγχρονο περιεχόμενο για να ενισχυθεί ο διάλογος μεταξύ δικαστών και δικηγόρων προς όφελος της αιτιολογίας των αποφάσεων και εν τέλει των διαδίκων και της κοινωνίας.
Ενόψει των ανωτέρω, θεωρώ, κύριε Πρόεδρε, ότι οι δικηγόροι ως συλλειτουργοί της δικαιοσύνης, που έχουν ευθύνη απέναντι στους διαδίκους, στους πολίτες και το κοινωνικό σύνολο, πρέπει να είναι αρωγοί στη μεγάλη προσπάθεια για επίκαιρη επίλυση των διαφορών. Στο πλαίσιο αυτό είναι ευκταίο να μην προκρίνονται αντιδράσεις, όπως η αποχή, ιδίως από υποθέσεις μείζονος σπουδαιότητας. Αποχή η οποία όχι μόνο δεν νοείται σε ένα Κράτος Δικαίου να συνδέεται με την αιτιολόγηση μιας δικανικής κρίσης (που βεβαίως υπόκειται ακόμα και σε δριμεία κριτική), αλλά, το κυριότερο, συντελεί στην αναποτελεσματικότητα απονομής της δικαιοσύνης, με εξαιρετικά δυσμενείς συνέπειες για τους διαδίκους και ευρύτερα για την κοινωνική ειρήνη και ευρυθμία.
Με τιμή
Μιχάλης Πικραμένος
Πρόεδρος του Συμβουλίου της Επικρατείας»