Του Δημήτρη Τερζή
Στη συζήτηση που είχε γίνει στη Βουλή για τον προϋπολογισμό τον Δεκέμβριο του 2022 ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης είχε πει ότι οι πολίτες δεν ενδιαφέρονται για τις υποκλοπές επειδή έχουν σοβαρότερα θέματα που τους απασχολούν.
Συνείδηση
Οι δημοσιογραφικές αποκαλύψεις εκείνη την περίοδο γίνονταν με ρυθμό πολυβόλου και το θέμα ήταν στην κορυφή της επικαιρότητας. Ο κ. Μητσοτάκης γνώριζε πως αυτό που εκστόμισε στη Βουλή δεν ίσχυε, μιας και οι δημοσκοπήσεις εκείνων των μηνών έδειχναν ακριβώς τα αντίθετα, ότι το θέμα δηλαδή είχε αγγίξει τη συνείδηση της κοινωνίας και την απασχολούσε.
Το εντυπωσιακό μάλιστα ήταν πως οι μετρήσεις έδειχναν ότι η υπόθεση είχε κεντρίσει το ενδιαφέρον και σε μεγάλο ποσοστό ψηφοφόρων της ΝΔ. Οι πολίτες νοιάζονταν, αρκετοί εξ αυτών νοιάζονται ακόμη.
Εξηγήσεις
Ο κ. Μητσοτάκης ουδέποτε πήρε θέση για τις παρακολουθήσεις των υπουργών του, της ηγεσίας των Ενόπλων Δυνάμεων, των ανώτερων δικαστικών, των δημοσιογράφων, των λειτουργών του δημοσίου κλπ. Παρέπεμπε μόνιμα στην έρευνα της δικαιοσύνης, υποσχόμενος άπλετο φως.
Δεν θεώρησε δηλαδή σωστό ο ίδιος ως πολιτικός προϊστάμενος της ΕΥΠ να δώσει μια εξήγηση. Το γιατί το γνωρίζουμε όλοι. Επειδή είναι το μοναδικό πράγμα που δεν ήταν σε θέση να κάνει. Αυτό είναι κάτι που γνωρίζουν οι πολίτες και αποτελεί ίσως το πιο μελανό σημείο στην καριέρα του πρωθυπουργού.
Αλλά ας επιστρέψουμε στον αντίκτυπο του σκανδάλου στην κοινωνία. Στην αρένα των μέσων κοινωνικής δικτύωσης και όχι μόνο, οι απόψεις που εξέφραζαν οι πολίτες ήταν μοιρασμένες, καθώς περνούσε ο χρόνος.
Υπήρχαν εκείνοι που ένοιωθαν ότι αυτό που συνέβη δεν συνάδει με τους όρους λειτουργίας μιας Δημοκρατίας, υπήρχαν και οι άλλοι που ανερυθρίαστα δικαιολογούσαν τις παρακολουθήσεις λέγοντας πως «καλά έκανε ο πρωθυπουργός για να έχει το κεφάλι του ήσυχο».
Η σημασία
Προφανώς και δεν περιμένει κανείς από τους κομματικά σιτιζόμενους ή τους φανατικούς να αντιληφθούν την σημασία ενός τέτοιου σκανδάλου και τις επιπτώσεις του. Στην ίδια κατηγορία εμπίπτουν και εκείνοι που θεωρούν ότι το θέμα δεν τους αφορά, προβάλλοντας τη δικαιολογία ότι «δεν φοβάται όποιος δεν έχει να κρύψει κάτι».
Με απλά λόγια αυτό που λένε είναι ότι «δεν υπάρχει πρόβλημα να με παρακολουθεί η ΕΥΠ ή οποιοσδήποτε άλλος αφού δεν έχω κάτι να κρύψω». Μια τέτοια αντιμετώπιση, αντιλαμβάνεται κανείς πως δεν βοηθάει ούτε την ίδια την κοινωνία αλλά ούτε και τη Δημοκρατία.
Γιατί μας αφορά
Κι όμως, το σκάνδαλο των υποκλοπών θα έπρεπε να αφορά όλους τους πολίτες και να απαιτούμε την πλήρη διαλεύκανσή του σε κάθε ευκαιρία. Το γιατί συνοψίζεται στη συνέχεια.
Ο πρώτος λόγος έχει να κάνει με την εμπιστοσύνη απέναντι στους θεσμούς και στην ορθή λειτουργία του πολιτεύματος. Για παράδειγμα, για ποιον λόγο να εμπιστευτεί η κοινωνία τον αντιεισαγγελέα του Άρειου Πάγου Χρήστο Μπαρδάκη όταν γνωρίζει ότι βρισκόταν σε καθεστώς παρακολούθησης επί διετία χωρίς να γνωρίζει το γιατί;
Γιατί να μην έχει δεύτερες σκέψεις για τον υπουργό Οικονομικών Κωστή Χατζηδάκη και για το ρόλο του σε υποθέσεις των χαρτοφυλακίων που έχει αναλάβει;
Το σύστημα
Γιατί να μην αμφισβητείται ο ρόλος του Νίκου Ανδρουλάκη; Όλα τα ονόματα των παρακολουθούμενων συνοδεύονται από ένα μεγάλο γιατί και μπόλικη δυσπιστία και στην κοινωνία παγιώνεται η αντίληψη πως «όλοι ίδιοι είναι», ενώ την ίδια ώρα τα πάσης φύσεως σενάρια δίνουν και παίρνουν για τον ρόλο του καθενός. Η πλήρης απαξίωση.
Ο δεύτερος λόγος έχει να κάνει με το που μπορεί να φτάσει η δράση ενός συστήματος που παρακολουθεί χωρίς να δίνει λογαριασμό πουθενά. Το γεγονός ότι οι επισυνδέσεις ήταν «νόμιμες» δεν λέει τίποτε από τη στιγμή που η κυβέρνηση έχει καταφέρει να «θωρακίσει» το σύστημα από την οποιαδήποτε διαρροή μετά το φιάσκο της ΕΥΠ και του Predator.
Ο νόμος
Ο νόμος 5022 της ΝΔ που υποτίθεται ότι κινείται προς τη διαφάνεια και τον έλεγχο κάνει ακριβώς το αντίθετο. Άλλαξε το χρόνο κατά τον οποίο ο οποιοσδήποτε που θεωρεί ότι είναι θύμα παρακολούθησης, θα μπορεί να ζητά ενημέρωση. Από 6 μήνες έγινε 3 χρόνια και με την προϋπόθεση ότι το αίτημά του θα γίνει δεκτό από το τριμελές όργανο που κρίνει σχετικά.
Ο τρίτος λόγος έχει να κάνει με ζητήματα εκβιασμών και απειλών για αποκαλύψεις. Όταν ένα σύστημα λειτουργεί με τέτοιους όρους αδιαφάνειας και ασυδοσίας, κανείς δεν μπορεί ν’ αποκλείσει το ενδεχόμενο όπως τα προϊόντα μιας παρακολούθησης να χρησιμοποιηθούν προκειμένου οι στόχοι να βρεθούν σε καθεστώς ομηρίας με ό,τι αυτό μπορεί να συνεπάγεται για τη δουλειά τους αλλά και την προσωπική τους ζωή.
Φανταστείτε να εκβιάζεται ένας δικαστικός, ένας ανώτερος υπάλληλος της φορολογικής διοίκησης, ένας ανώτερος αξιωματούχος της ΕΛ.ΑΣ., για να μη φτάσουμε στο πολιτικό προσωπικό, σε υπουργούς, γενικούς γραμματείς κλπ. κλπ. Μπορεί ο καθένας μας να φανταστεί τη συνέχεια…
Για να καταλήξουμε: Το γεγονός ότι δεν έχουν μπει κλέφτες στο δικό μας σπίτι, αλλά στου διπλανού, προφανώς και θα πρέπει να μας νοιάζει. Όταν χιλιάδες λαού βγήκαν στους δρόμους μετά το τραγικό δυστύχημα των Τεμπών, ορθά έπραξαν.
Παραδείγματα
Ένοιωσαν ό,τι τους αφορά επειδή θα μπορούσαν να είναι οι ίδιοι ή τα παιδιά τους στη θέση των θυμάτων. Όταν άλλες τόσες χιλιάδες βρέθηκαν έξω από τον Άρειο Πάγο για να ακούσουν την ετυμηγορία της Δικαιοσύνης στη δίκη της Χρυσής Αυγής, δεν το έκαναν επειδή ήταν θύματα της εγκληματικής οργάνωσης των Νεοναζί. Η σχετική λίστα παραδειγμάτων με τα οποία δεν έχουμε άμεση σχέση, αλλά μας αφορούν άμεσα είναι ατέλειωτη.
Η κυβέρνηση της ΝΔ δηλώνει ότι το θέμα έληξε. Το ερώτημα είναι αν η κοινωνία πιστεύει το ίδιο. Είναι ζήτημα προστασίας της Δημοκρατίας.