Το πορισμα εγραφε , “Από το πιο πάνω πλούσιο αποδεικτικό υλικό συνάγεται αναντίλεκτα ότι δεν υπήρξε καμία απολύτως εμπλοκή με το κατασκοπευτικό λογισμικό predator ή οποιοδήποτε άλλο παρόμοιο λογισμικό κρατικής υπηρεσίας και δη της Εθνικής Υπηρεσίας Πληροφοριών (ΕΥΠ), της Αντιτρομοκρατικής (Δ.Α.Ε.Ε.Β.) και γενικότερα της ΕΛΑΣ (Υπουργείο Προστασίας του Πολίτη) ή οποιουδήποτε κρατικού λειτουργού».
Με αυτό το σκεπτικό, ο Άρειος Πάγος ολοκληρώνει την έρευνα για τις τηλεφωνικές υποκλοπές, βάζοντας τέλος στην έρευνα ως προς το σκέλος που αφορά στις ενέργειες της ΕΥΠ. Κατά την ανώτατη εισαγγελική αρχή, εντοπίστηκαν επαρκείς ενδείξεις μόνο για εκπροσώπους εμπλεκομένων εταιριών για τους οποίους ασκεί δίωξη σε βαθμό πλημμελήματος για παραβίαση απορρήτου τηλεπικοινωνιών, λόγω του νόμου του 2019.
Μάλιστα, κατά το πόρισμα του αντεισαγγελέα Αχ. Ζήση που χειρίστηκε την έρευνα αναφέρεται ότι η υπόθεση θα πρέπει να παραπεμφθεί απευθείας στο ακροατήριο για όσους ασκούνται διώξεις. Να σημειωθεί ότι τέσσερα στελέχη εταιριών κλήθηκαν να δώσουν εξηγήσεις ως ύποπτοι στο πλαίσιο της προκαταρκτικής εξέτασης.
Ειδικότερα, όπως αναφέρεται σε ανακοίνωση του ανώτατου δικαστηρίου: «προέκυψαν «επαρκείς ενδείξεις» στο στάδιο αυτό για την κίνηση ποινικής δίωξης σε βάρος ορισμένων νομίμων εκπροσώπων και πραγματικών ιδιοκτητών εταιρειών, για αξιόποινες πράξεις, όπως της παραβίασης του απορρήτου της τηλεφωνικής επικοινωνίας κλπ. Οι πράξεις όμως αυτές, λόγω της επί το επιεικέστερο τροποποίησής τους το 2019, με τον νέο ΠΚ (ν. 4619/2019), τιμωρούνται σε βαθμό πλημμελήματος και παρά το γεγονός ότι υπό το προγενέστερο, αλλά και το σημερινό νομικό καθεστώς (παλαιός ΠΚ και άρθρο 10 του ν.5002/9-12-2022, που τροποποίησε το νέο ΠΚ) έχουν χαρακτήρα κακουργήματος, κατ’ εφαρμογή της αρχής της αναδρομικής ισχύος του επιεικέστερου νόμου (άρθρο 2 ΠΚ), ενόψει και του χρόνου τέλεσης αυτών, που αφορά τα έτη 2020 και 2021.
Οι απαιτούμενες αυτές στο παρόν στάδιο «επαρκείς ενδείξεις» για την κίνηση της ποινικής δίωξης κατά των ως άνω ιδιωτών, οι οποίες ερείδονται κυρίως στη διαπίστωση ότι οι εν λόγω εταιρείες εμπλέκονται σε ανάλογες πράξεις παραβίασης απορρήτου τηλεφωνικής επικοινωνίας κ.α, πολιτικών, δημοσιογράφων κ.λπ και σε άλλες χώρες, σε συνδυασμό με το γεγονός της ύπαρξης παρόμοιων «στόχων» και στην Ελλάδα, κρίθηκε ότι πρέπει να οδηγήσουν τη σχετική κατηγορία στο ακροατήριο για να ελεγχθεί η βασιμότητα αυτής ή όχι».
Η προκαταρκτική εξέταση για την υπόθεση των υποκλοπών, ολοκληρώθηκε ύστερα από δύο περίπου χρόνια, εκ των οποίων τους εννέα μήνες διεξαγόταν από τον Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου, Αχιλλέα Ζήση, «λόγω της μείζονος σημασίας της υπόθεσης και προς αποτροπή του κινδύνου παραγραφής των ερευνωμένων πράξεων». Κατά τη διάρκεια της έρευνας εξετάστηκαν, περίπου 40 μάρτυρες, μεταξύ άλλων, πολιτικοί, δημοσιογράφοι, εκπρόσωποι εταιρειών κινητής τηλεφωνίας, Διοικητές και Υποδιοικητές και λοιπά μέλη της Εθνικής Υπηρεσίας Πληροφοριών (ΕΥΠ) την τελευταία 10ετία, μέλη της Αρχής Διασφάλισης Απορρήτου Επικοινωνιών (ΑΔΑΕ) και της Εθνικής Αρχής Διαφάνειας (ΕΑΔ), Ανώτατοι Αξιωματικοί της Ελληνικής Αστυνομίας, της Διεύθυνσης Διαχείρισης και Ανάλυσης Πληροφοριών, Διεύθυνσης Οικονομικών Αρχηγείου κ.λπ τα τελευταία χρόνια, καθώς και της Δ/νσης Δίωξης Ηλεκτρονικού Εγκλήματος.
Σύμφωνα δε με τον Άρειο Πάγο, επελήφθησαν τρεις Ανεξάρτητες Αρχές (Αρχή Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα, Αρχή Διασφάλισης Απορρήτου Επικοινωνιών και η Εθνική Αρχή Διαφάνειας), οι οποίες διεξήγαγαν έρευνες και επιτόπιους ελέγχους στο Υπουργείο Προστασίας του Πολίτη (ΕΛΑΣ), στην Εθνική Υπηρεσία Πληροφοριών (ΕΥΠ), καθώς και σε εταιρείες εκδιδοντας σχετικές εκθέσεις.
Παράλληλα, στη δικογραφία υπάρχουν εκθέσεις κατασχέσεων από την Δ/νση Δίωξης Ηλεκτρονικού Εγκλήματος, μετά από έρευνες σε εταιρείες και οικίες υπόπτων, αλλά και απαντήσεις δύο αιτημάτων Δικαστικής Συνδρομής προς τις δικαστικές αρχές των ΗΠΑ και της Ελβετίας.