Αυτές τις μέρες ήρθαν στο φως της δημοσιότητας οι καταθέσεις τριών προσώπων που είχαν κομβικό ρόλο στο σκάνδαλο των παρακολουθήσεων. Για το οποίο ουδείς έχει ακόμη λογοδοτήσει, αν και έχουν παρέλθει σχεδόν τρία χρόνια από τότε που καταγγέλθηκε δημοσίως και δύο χρόνια από τότε που επελήφθη ο Άρειος Πάγος.
Τα πρόσωπα αυτά είναι ο πρώην διοικητής της ΕΥΠ Π. Κοντολέων, η εισαγγελέας Βασιλική Βλάχου, που ενέκρινε τις εντολές για παρακολουθήσεις και ο (παραιτηθείς ή αποπεμφθείς) πρώην γενικός γραμματέας του πρωθυπουργού Γρ. Δημητριάδης, ο οποίος είχε την πολιτική ευθύνη για τη μυστική υπηρεσία.
Όποιος διαβάσει όσα δημοσιεύθηκαν από τις καταθέσεις τους θα καταλήξει στο (προφανώς, αστείο) συμπέρασμα ότι όλα γίνονταν από κάποιον αυτόματο πιλότο, αφού οι άμεσα υπεύθυνοι «ουδέν εγνώριζαν»!
Ο Δημητριάδης φέρεται να είπε ότι ουδέποτε ο διοικητής τον ενημέρωσε για επισύνδεση (παρακολούθηση) κάποιου προσώπου.
Ο (διοικητής) Κοντολέων το επιβεβαίωσε, λέγοντας ότι ούτε ενημέρωνε τον Δημητριάδη και τον πρωθυπουργό ούτε το ζητούσαν.
Ο πρωθυπουργός -πρόσθεσε- ενημερωνόταν μόνο για θέματα «μεγάλης εθνικής σημασίας».
Σύμφωνα με τις αποκαλύψεις που έχουν γίνει, η ΕΥΠ παρακολούθησε τον τότε αρχηγό των Ενόπλων Δυνάμεων, υπουργούς όπως ο Κ. Χατζηδάκης, τον ευρωβουλευτή (και μετέπειτα αρχηγό του τρίτου κόμματος) Ν. Ανδρουλάκη.
Γιατί έγιναν αυτές οι παρακολουθήσεις; Ουδείς έχει δώσει απάντηση. Όμως, οι θέσεις που κατείχαν τα πρόσωπα αυτά δίνει αυτομάτως χαρακτήρα μεγάλης σημασίας στην παρακολούθησή τους. Όποιος ισχυριστεί οτιδήποτε άλλο απλώς κοροϊδεύει.
Ο πρωθυπουργός , ο οποίος έχει «αποκηρύξει» την παρακολούθηση του κ. Ανδρουλάκη, έχει πει ότι δεν ετέθη ποτέ κανένα θέμα εθνικής ασφαλείας για τον αρχηγό του ΠΑΣΟΚ. Όμως, η ΕΥΠ απέρριψε τη σύσταση της αρμόδιας Αρχής (ΑΔΑΕ) να δώσει στον κ. Ανδρουλάκη το φάκελο της παρακολούθησής.
Οπότε τίθεται, άνευ ετέρου, το πρώτο ερώτημα: Ποιος κοροϊδεύει ποιον; Ο πρωθυπουργός τον Ανδρουλάκη και το πανελλήνιο, αφού διαβεβαιώνει ότι ο παρακολουθηθείς δεν ήταν επικίνδυνος; Ή η ΕΥΠ που κρύβει (αν δεν έχει καταστρέψει κιόλας) τον φάκελο;
Το δεύτερο ερώτημα είναι πιο καίριο. Αφού ο πρωθυπουργός «δεν γνώριζε», η ΕΥΠ έκανε ό,τι ήθελε. Ο διοικητής παρακολουθούσε κατά βούληση αρχηγούς, υπουργούς, στρατηγούς. Και η εποπτεύουσα εισαγγελέας υπέγραφε ό,τι της πήγαιναν. Άρα, η ΕΥΠ είχε μεταβληθεί σε κράτος εν κράτει. Τότε τι χρειαζόταν ο πρωθυπουργός τον γραμματέα (και ανιψιό του), αφού δεν έλεγχε στοιχειωδώς τη δράση μιας υπηρεσίας με κακόφημο παρελθόν;
Όλα αυτά θα ήταν αστεία, αν η υπόθεση δεν ήταν πολύ σοβαρή. Δεν γνωρίζουμε πώς άκουσε ο εισαγγελικός λειτουργός τους ισχυρισμούς των (επί του παρόντος) μαρτύρων ότι «δεν γνώριζαν». Κι αν τους έκανε, έστω εκτός δικογραφίας, την προφανή ερώτηση: «Με δουλεύετε, κύριοι;».
Τα κράτη έχουν μυστικές υπηρεσίες, που παρακολουθούν επικίνδυνα για τα συμφέροντα της χώρας πρόσωπα. Αν μια μυστική υπηρεσία παρακολουθεί υπουργούς, στρατηγούς και αρχηγούς κομμάτων και ο πρωθυπουργός «δεν γνώριζε», τότε το κράτος απειλείται από κάποιου είδους παρακράτος.
Αυτό το παρακράτος πρέπει να καταργηθεί και τα πρόσωπα που επέτρεψαν τη δράση του να τιμωρηθούν. Και την πρώτη ευθύνη γι’ αυτά έχει η εισαγγελική έρευνα. Διαφορετικά, το εν εξελίξει κουκούλωμα θα ολοκληρωθεί. Και το κράτος δικαίου θα καταρρεύσει στον πυρήνα του.