Του Μηνά Σαλούστρου*
Σύνοψη
Η εξέλιξη του κυβερνοεγκλήματος, ως κομμάτι του διασυνοριακού οργανωμένου εγκλήματος, απαιτεί και την προσαρμογή των μεθόδων αντιμετώπισής του και την υιοθέτηση νέων τακτικών. Στο άρθρο αυτό θα εξεταστεί μία καινοτόμα προσέγγιση στην αντιμετώπιση του κυβερνοεγκλήματος μέσω της εκμετάλλευσης πληροφοριών, συνεπικουρούμενη από τις απαραίτητες συνεργασίες μεταξύ των Υπηρεσιών. Με γνώμονα αυτό, το Intelligence – Led Policing ως μία σχετικά νέα στρατηγική της αστυνομίας, βασιζόμενη στην πρόληψη και όχι την αντίδραση, μέσω της συλλογής, ανάλυσης και χρήσης πληροφοριών έχει σκοπό τη βελτίωση της αποτελεσματικότητας των αστυνομικών αρχών στην αντιμετώπιση του διασυνοριακού εγκλήματος και λοιπών απειλών.
Εισαγωγή
Η αντιμετώπιση του διασυνοριακού οργανωμένου εγκλήματος θεωρείται ως μία από βασικότερες προτεραιότητες για την Ευρωπαϊκή Ένωση στην προσπάθειά της να διαμορφώσει έναν χώρο ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης. Η αύξηση των οργανωμένων εγκληματικών ομάδων λόγω της παγκοσμιοποιημένης οικονομίας και των γρήγορων εξελίξεων στην τεχνολογία αποτελεί μία ιδιαίτερη πρόκληση και απειλή εντός της ευρωζώνης, εξωθώντας την Ε.Ε στη λήψη έκτακτων μέτρων και αποφάσεων. Τον Οκτώβριο του 1999, το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο συνήλθε για να συζητήσει θέματα δικαιοσύνης και εσωτερικών υποθέσεων στο Τάμπερε της Φινλανδίας. Κατά τη διάρκεια αυτής της συνάντησης, δεν ανανεώθηκαν μόνο οι δεσμεύσεις που περιλαμβάνονταν στη Συνθήκη του Άμστερνταμ από τα κράτη μέλη της ΕΕ , αναγνωρίστηκε επίσης ότι θα έπρεπε να καθοριστεί μία κοινή γλώσσα όσον αφορά τις εγκληματικές αυτές δραστηριότητες, αλλά και κοινές κατηγορίες και ποινές στους υπεύθυνους εγκληματικών πράξεων. Τονίστηκαν επίσης συγκεκριμένοι τομείς εγκληματικής δραστηριότητας, όπως οι κερδοφόρες επιχειρήσεις των οργανωμένων εγκληματικών ομάδων, το ξέπλυμα χρήματος, η διαφθορά, το πλαστό χρήμα, καθώς και η διακίνηση ναρκωτικών, η εμπορία ανθρώπων και τα εγκλήματα που αφορούν υψηλές τεχνολογίες και περιβαλλοντικά εγκλήματα[1].
Το κυβερνοέγκλημα, ως συνιστώσα του διασυνοριακού εγκλήματος χαρακτηρίζεται από την ταχύτητα που διαπράττεται, την ευκολία και η ανωνυμία του ενώ ο διασυνοριακός χαρακτήρας του[2], το καθιστά έγκλημα που πραγματοποιείται κατά μήκος αλλά και πέρα από τα σύνορα δύο ή περισσοτέρων κρατών.[3] Οι εγκληματίες εξελίσσουν και εφευρίσκουν νέες μεθόδους για να επωφεληθούν από τις πράξεις τους, επηρεάζοντας πολίτες, επιχειρήσεις και κυβερνήσεις πέρα από τα εθνικά σύνορα και τις δικαιοδοσίες. Σύμφωνα με την αιτιολογική έκθεση του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης του 2005, την δεκαετία 1995-2005, δίκτυα εγκληματικών ομάδων κατάφεραν να αποκτήσουν διεθνή εμβέλεια και να συγκεντρώσουν τεράστια κέρδη, πλούτος ο οποίος εν τέλει νομιμοποιήθηκε και διοχετεύθηκε ξανά στην αγορά. Συνεκτιμώντας τα παραπάνω και αναγνωρίζοντας την στοχοθεσία του προγράμματος της Χάγης του 2004 που είναι η ενίσχυση της ικανότητας κοινής αντιμετώπισης και αντίδρασης των κρατών μελών της Ε.Ε. κατά του διασυνοριακού εγκλήματος, το Συμβούλιο της Ε.Ε. αποφάσισε να λάβει δραστικότερα μέτρα[4].
Το 2010 η Ε.Ε. υιοθέτησε τη στρατηγική εσωτερικής ασφάλειας, προκειμένου να αντιμετωπίσει προβλήματα όπως το ηλεκτρονικό έγκλημα, την παράνομη μετανάστευση, την τρομοκρατία και το οργανωμένο έγκλημα. Κατέστη σαφές πως λόγω του διασυνοριακού χαρακτήρα των παραπάνω εγκλημάτων, δεν θα ήταν εύκολη η αντιμετώπιση τους από το κάθε κράτος μέλος μεμονωμένα, οπότε, ο σχεδιασμός μίας κοινής στρατηγικής απέναντι σε αυτές τις απειλές καθίστατο απαραίτητη. Το 2015 θα έρθει στο προσκήνιο το Ευρωπαϊκό θεματολόγιο για την ασφάλεια (για την περίοδο 2015-2020), όπου θα οριστούν οι κατευθυντήριες αρχές για την καταπολέμηση των προκλήσεων στην ασφάλεια με έμφαση σε τρείς περιπτώσεις για άμεση αντίδραση, δηλαδή σε τρομοκρατικές ενέργειες, οργανωμένο έγκλημα και κυβερνοέγκλημα. Η Ευρωπαϊκή Ένωση το 2020 διεύρυνε τη στρατηγική ασφάλειάς της προχωρώντας στον καθορισμό τεσσάρων στρατηγικών προτεραιοτήτων, (α) έμφαση στο περιβάλλον ασφάλειας για άτομα και σημαντικές υποδομές, (β) τις υβριδικές απειλές, κυβερνοέγκλημα, (γ) προστασία των πολιτών της Ε.Ε. από τρομοκρατία και οργανωμένο έγκλημα, π.χ. παράνομη μετανάστευση, διακίνηση ναρκωτικών ουσιών και όπλων και (δ) δημιουργία οικοσυστήματος ασφαλείας μέσω της πάταξης του εγκλήματος και της στενής συνεργασίας και ανταλλαγής πληροφοριών μεταξύ των υπηρεσιών ασφαλείας[5]. Παρότι οι αρχές της κάθε χώρας επιφορτίζονται αρχικά την αντιμετώπιση των απειλών σε πρώτο χρόνο, η εξέλιξη όμως του διασυνοριακού εγκλήματος επιβάλλει καλύτερο και πιο στοχευμένο τρόπο αντιμετώπισης, με τις συνεργασίες σε ευρωπαϊκό και διεθνές επίπεδο, την ανταλλαγή πληροφοριών, γνώσεων και μεθόδων να αποτελούν μονόδρομο[6].
Ο Ρόλος των Πληροφοριών στην αντιμετώπιση του εγκλήματος.
Οι πληροφορίες και η συνεργασία μεταξύ των υπηρεσιών σε επίπεδο πληροφοριών, ένα από τα βασικότερα εργαλεία στην αντιμετώπιση και τον περιορισμό του διασυνοριακού και όχι μόνο εγκλήματος, ενισχύθηκε κατακόρυφα κατά την πρώτη δεκαετία του 2000 εξαιτίας των μετα-ψυχροπολεμικών παραγόντων, της παγκοσμιοποίησης και των γεγονότων της 11ης Σεπτεμβρίου, που βιαίως και εξ’ ανάγκης οδήγησαν σε αλλαγή των μηχανισμών και της κουλτούρας ασφαλείας, με έναν προσανατολισμό περισσότερο πληροφοριο-κεντρικό, όχι μόνο σε επιχειρησιακό αλλά και σε συνειδησιακό και πολιτικό επίπεδο[7].
Ως συλλογή και ανάλυση πληροφοριών (intelligence) μπορεί να οριστεί η εν κρυπτώ ή μη διαδικασία απόκτησης δεδομένων που αφορούν τον εχθρό ή τον δυνητικό εχθρό, συμπεριλαμβανομένης της εκτίμησης – αξιολόγησης αυτών. Εμβαθύνοντας περαιτέρω στην ερμηνεία του όρου, μπορούμε να πούμε ότι αποτελεί μία διαδικασία συλλογής και επεξεργασίας δεδομένων γύρω από άτομα, χώρες και δρώντες, η οποία είναι απαραίτητη προκειμένου μία υπηρεσία να προστατεύσει την εθνική και εσωτερική της ασφάλεια και να βοηθήσει την ηγεσία της κάθε χώρας να σχεδιάσει την εκάστοτε πολιτική της. Η διαδικασία συλλογής πληροφοριών μπορεί να γίνει κατά κύριο λόγο (α) από ανθρώπους οπότε και ο όρος που χρησιμοποιείται είναι ο HUMINT (Human Intelligence), (β) από ηλεκτρονικά μέσα, δηλαδή υποκλοπές συνομιλιών, δορυφόρων και λοιπών συστημάτων – SIGINT (Signals Intelligence), (γ) την ανάλυση φωτογραφικών δεδομένων – IMINT (Imagery Intelligence) και (δ) την συλλογή και ανάλυση πληροφοριών που προκύπτουν από ανοιχτές πηγές, όπως ηλεκτρονικό τύπο, blogs, κανάλια, μέσα κοινωνικής δικτύωσης κ.α. – OSINT (Open – Source Intelligence)[8].
Παρότι το intelligence μας οδηγεί συνειρμικά σε διαδικασίες και μεθόδους που ακολουθούνται αποκλειστικά από τις στρατιωτικές υπηρεσίες και υπηρεσίες πληροφοριών, όταν εφαρμοστούν κατ’ αναλογία σε υπηρεσίες όπως η αστυνομία, μπορεί να δώσει νέες προοπτικές και πρακτικές στην αντιμετώπιση του διασυνοριακού εγκλήματος[9]. Η ανάγκη για συντονισμό μεταξύ των υπηρεσιών ασφαλείας και των υπηρεσιών πληροφοριών έγινε πιο φανερή από τη στιγμή που τα όρια και δικαιοδοσίες μεταξύ τους έγιναν πιο δυσδιάκριτα και πολλές φορές αλληλοκαλυπτόμενα. Ωστόσο, κάτι τέτοιο, δεν πρέπει να νοείται ως πρόβλημα μιας και η εξέλιξη του διασυνοριακού εγκλήματος απαιτεί αλλά και επιβάλλει την εξεύρεση καινοτόμων μεθόδων και συνεργασιών προς αντιμετώπισή του[10]. Στο ίδιο μήκος κύματος, το Intelligence-Led Policing αποτελεί μία νέα μεθοδολογία, βάζοντας στον πυρήνα των ερευνών την πληροφορία, προκειμένου να δοθεί στις εκάστοτε υπηρεσίες το στρατηγικό πλεονέκτημα έναντι του εγκλήματος και η δυνατότητα προληπτικής δράσης και όχι αντίδρασης.[11]
Στον ολοένα εξελισσόμενο κόσμο, η πληροφορία μας παρέχει τη δυνατότητα διαμόρφωσης ορθών και αξιόπιστων πολιτικών και αποφάσεων, μέσα από μία καλύτερη οπτική των καταστάσεων που απειλούν την εθνική και δημόσια ασφάλεια. Η χρηστικότητα μίας πληροφορίας εξαρτάται από παράγοντες όπως η προβλεπτικότητα, η επικαιρότητα, η ακρίβεια, η πληρότητα, η σχετικότητα και η αντικειμενικότητα. Η συλλογή πληροφοριών δρα ως πολλαπλασιαστής ισχύος, αποτελώντας το σημαντικότερο όπλο στην πρόληψη και αντιμετώπιση απειλών. Είναι εύλογο λοιπόν οι υπηρεσίες πληροφοριών και ασφαλείας να είναι πάντα στην πρώτη γραμμή και πάντα ενήμερες για τα όσα διαδραματίζονται στην γεωγραφική περιοχή που ζούμε. Μέσα σε ένα αλληλεξαρτώμενο περιβάλλον, οι απειλές έχουν αναβαθμιστεί όπως και η σύγχρονη λειτουργία των υπηρεσιών πληροφοριών και ασφαλείας περνώντας σε μία δομή περισσότερο δικτυοκεντρική[12].
Η κουλτούρα ασφαλείας των υπηρεσιών πληροφοριών και τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά τους όπως η προσαρμοστικότητά τους στην εκάστοτε απειλή, η ικανότητα να σκέφτεσαι το «αδιανόητο» και να υπολογίζεις και την παραμικρή μεταβλητή, η σχολαστικότητα και η αντισυμβατική σκέψη είναι εργαλεία απαραίτητα στο σημερινό ρευστό περιβάλλον ασφάλειας.[13] Εξαιτίας της μεταβλητότητας και προσαρμοστικότητας του διασυνοριακού εγκλήματος στις κατά τόπους συνθήκες που δραστηριοποιείται, είναι αναγκαία η προσέγγιση της αντιμετώπισής του μέσα από ένα καινούργιο πρίσμα περιορισμού και καταστολής. Παραδοσιακά, ο ρόλος των αστυνομικών υπηρεσιών περιορίζεται σε θέματα εσωτερικής ασφάλειας με σκοπό την ποινική δίωξη των εκάστοτε υπόπτων, ενώ οι Υπηρεσίες Πληροφοριών υπερασπίζονται την εθνική ασφάλεια αντιμετωπίζοντας στρατηγικές απειλές προερχόμενες από μη – φίλιες χώρες ή άλλως εξωτερικούς εχθρούς. Οι αποστολές των Υπηρεσιών Πληροφοριών και των υπηρεσιών επιβολής του νόμου, παρότι κινούνται σε διαφορετικά μήκη κύματος, επιβάλλεται η εύρεση κοινού εδάφους για συνεργασία και συντονισμό[14].
Η χρήση πληροφοριοδοτών από τον χώρο του διασυνοριακού οργανωμένου εγκλήματος έχει πολλές φορές αποτελέσει αντικείμενο αμφισβήτησης, αφού από τα συγκεκριμένα άτομα απουσιάζουν οι αρχές και η «ηθική πυξίδα». Είναι χαρακτηριστικά τα λόγια του καθηγητή Tom Lansford σε άρθρο του για τη διεθνή συνεργασία στον χώρο των πληροφοριών (multinational intelligence cooperation), όσον αφορά τις δυσκολίες των υπηρεσιών πληροφοριών των Η.Π.Α:
[Οι δυνατότητες συλλογής πληροφοριών των ΗΠΑ μέσω HUMINT, περιορίστηκαν από μια σειρά απαγορεύσεων που τέθηκαν σε εφαρμογή από τη δεκαετία του 1970. Αυτές οι απαγορεύσεις επεκτάθηκαν το 1995 με νέες, σχετικά με την ικανότητα της CIA και άλλων υπηρεσιών πληροφοριών να στρατολογούν ή να συνεργάζονται με άτομα που μπορεί να έχουν διαπράξει παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Ο πρώην διευθυντής της CIA Τζέιμς Γούλσεϊ, επέκρινε τις απαγορεύσεις αυτές με τον ακόλουθο τρόπο: «Είναι σαν να λες στο FBI ότι μπορούν να στρατολογήσουν πληροφοριοδότες μέσα στη μαφία, αλλά δεν μπορούν να στρατολογήσουν απατεώνες»].[15]
Σημειωτέον, οι κίνδυνοι της διείσδυσης σε τέτοιες εγκληματικές ομάδες και η διαρκής προσπάθεια να διατηρήσει τη θέση του, αλλά και να μην αποκαλυφθεί ο πληροφοριοδότης, στρέφουν πολλές φορές τις αρχές ασφαλείας σε άλλες μεθόδους συλλογής πληροφοριών όπως το SIGINT, τις υποκλοπές δηλαδή τηλεπικοινωνιών[16].
Η αύξηση της συλλογής πληροφοριών από ανοικτές πηγές (OSINT) από τις αρχές επιβολής του νόμου και γενικότερα τις Υπηρεσίες ασφαλείας, έρχεται μετά από την αύξηση των κοινωνικών συγκρουσιακών καταστάσεων, τα περιστατικά βίας και ανασφάλειας σε πάρα πολλές περιοχές του πλανήτη. Οι πραγματικές και δυνητικές απειλές κάθε είδους, συμπεριλαμβανομένης της τρομοκρατίας, του οργανωμένου εγκλήματος και των κυβερνοαπειλών, αν παραμείνουν ανεξέλεγκτες, μπορούν να προκαλέσουν ανείπωτη βλάβη στους πολίτες, τις κοινότητες, τις δημόσιες υπηρεσίες, τις επιχειρήσεις και την ευρύτερη οικονομία[17]. Οι Υπηρεσίες ασφαλείας αναγνωρίζουν την ανάγκη να εφαρμόσουν τεχνικές πληροφόρησης από ανοικτές πηγές προκειμένου να ενισχύσουν την δυνατότητά τους για έρευνα και να βελτιώσουν την ικανότητά τους να ανιχνεύουν και αντιμετωπίζουν το έγκλημα. Το έγκλημα εκμεταλλεύεται το διαδίκτυο για σκοπούς όπως η προσέλκυση και η δημιουργία παράνομων καρτέλ, τον συντονισμό τους και τη μεταφορά χρημάτων για τη χρηματοδότηση των παράνομων δραστηριοτήτων τους[18].
Παρότι οι στόχοι των τρομοκρατικών οργανώσεων και διασυνοριακού οργανωμένου εγκλήματος είναι διαφορετικοί, υπάρχουν αρκετά στοιχεία που δείχνουν αυξημένη αλληλεπίδραση μεταξύ τους. Για παράδειγμα, στην επίθεση τον Ιούλιο του 2016 στο Μόναχο της Γερμανίας, πιθανολογείται ότι ο δράστης κατάφερε να αποκτήσει το όπλο του μέσω του σκοτεινού διαδικτύου (Dark Web). Οι εγκληματικές δραστηριότητες που συνδέονται με τρομοκρατικές οργανώσεις σε πολλές περιπτώσεις συμπεριλαμβάνουν την εμπορία παράνομων αγαθών και ουσιών, όπως όπλα και ναρκωτικά, την εμπορία ανθρώπων, την οικονομική απάτη, το ξέπλυμα χρήματος και τον εκβιασμό. Οι ανοιχτές πηγές χρησιμοποιούνται ήδη ως μία από τις κύριες πηγές πληροφοριών για την εθνική ασφάλεια, και η σημασία τους αυξάνεται εκθετικά. Ωστόσο, η διαδικασία συλλογής πληροφοριών από ανοικτές πηγές δεν μπορεί να αποτελεί τη μοναδική πηγή πάνω στην οποία βασίζονται οι Υπηρεσίες ασφαλείας. Το (OSINT) είναι πιο αποτελεσματικό όταν μπορεί να συνδράμει στην υφιστάμενη πληροφορία προερχόμενη από άλλες, πιο παραδοσιακές πρακτικές, παρέχοντας επιπρόσθετες πληροφορίες και κατευθύνσεις[19].
Από τη στιγμή που η διασυνοριακή εγκληματική δραστηριότητα δεν περιορίζεται στα στενά γεωγραφικά όρια και τη δικαιοδοσία του κάθε κράτους, πρέπει τα οποιαδήποτε εμπόδια και ασυμφωνίες μεταξύ των υπηρεσιών να ξεπεραστούν προκειμένου να οδηγηθούμε σε ένα νέο modus operandi που θα ορίζεται από συνεργασίες και κοινή γλώσσα[20]. Παρότι η τεχνολογία έχει δώσει πολλές λύσεις τα τελευταία χρόνια σε επίπεδο συλλογής πληροφοριών μέσα από ανοιχτές πηγές ή μέσω νόμιμων συνακροάσεων, το οργανωμένο έγκλημα προσαρμόζεται και αυτό στην τεχνολογία χρησιμοποιώντας τα δικά του αντίμετρα. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση του Encrochat, μίας κρυπτογραφημένης εφαρμογής επικοινωνίας, που χρησιμοποιήθηκε κατά κόρον από οργανωμένες εγκληματικές ομάδες μέχρι το 2020, οπότε και σταμάτησε η λειτουργία του μετά από συντονισμένες ενέργειες των γαλλικών και ολλανδικών δικαστικών και αστυνομικών αρχών σε συνεργασία με τη Eurojust και τη Europol. Η υποκλοπή των συνομιλιών του Encrochat αριθμούσε 115 εκατ. συνομιλίες εγκληματικής φύσης που αντιστοιχούσαν σε περίπου 60.000 άτομα. Η συγκεκριμένη επιχείρηση οδήγησε στη σύλληψη 6.558 υπόπτων συμπεριλαμβανομένων 197 ατόμων υψηλού ενδιαφέροντος (High Value Target), κατασχέθηκαν περίπου 740 εκατ. ευρώ σε μετρητά, 154 εκατ. ευρώ σε λογαριασμούς, εκατομμύρια χάπια και τόνοι ηρωίνης και κοκαΐνης, όπλα και οχήματα[21]. Παρά την μεγάλη, αναμφίβολα, επιτυχία αυτή των αρχών, οι εγκληματικές ομάδες προσαρμόστηκαν ξανά στα νέα δεδομένα και αναζήτησαν πιο εξελιγμένες μορφές κρυπτογραφημένης επικοινωνίας για τη συνέχιση της εγκληματικής τους δραστηριότητας[22]. Η χρήση του ανθρώπινου παράγοντα εν τέλει, τη δύσκολη δηλαδή αποστολή διείσδυσης στις εγκληματικές οργανώσεις και το περιβάλλον τους, συνδυαστικά με άλλες μορφές συλλογής πληροφοριών, είναι αυτό που θα φέρει τα καλύτερα δυνατά αποτελέσματα, για εντοπισμό και στρατολόγηση ατόμων που θα μπορούσαν να προσφέρουν σημαντικές πληροφορίες για άτομα, περιβάλλον και τρόπο λειτουργίας της εκάστοτε οργάνωσης[23].
Ο Κύκλος της Πληροφορίας
Ο κύκλος της πληροφορίας είναι ένα δομημένο μοντέλο που χρησιμοποιείται από τις Υπηρεσίες Πληροφοριών, Ασφαλείας και οργανισμούς πληροφοριών για τη συγκέντρωση, ανάλυση και διανομή πληροφοριών, προκειμένου να υποστηρίξουν τη λήψη αποφάσεων και τους εθνικούς στόχους ασφαλείας. Περιλαμβάνει μια σειρά από αλληλένδετα βήματα για τη μετατροπή ακατέργαστων δεδομένων και πληροφοριών σε χρηστικές πληροφορίες. Αν και οι συγκεκριμένες λεπτομέρειες και ορολογίες μπορεί να διαφέρουν μεταξύ των Υπηρεσιών, τα βασικά στοιχεία του κύκλου της πληροφορίας συνήθως περιλαμβάνουν τα εξής στάδια:
Απαιτήσεις: Σε αυτό το αρχικό στάδιο, προσδιορίζονται οι ανάγκες σε πληροφορίες. Οι πολιτικοί, η στρατιωτική ηγεσία, οι αστυνομικές αρχές, ή άλλοι ενδιαφερόμενοι καταλήγουν ποιες συγκεκριμένες πληροφορίες απαιτούνται για να ληφθούν αποφάσεις. Αυτές οι απαιτήσεις καθοδηγούν ολόκληρη τη διαδικασία του κύκλου της πληροφορίας.
Σχεδιασμός και Καθοδήγηση: Αφού καθοριστούν οι απαιτήσεις πληροφοριών, η Υπηρεσία Πληροφοριών ή ο οργανισμός αναπτύσσει ένα σχέδιο για τη συλλογή των απαραίτητων πληροφοριών. Αυτό το στάδιο περιλαμβάνει τον καθορισμό των στόχων, την ανάθεση πόρων και τον καθορισμό των πιο αποτελεσματικών μεθόδων και πηγών για τη συλλογή δεδομένων.
Συλλογή: Σε αυτό το στάδιο, οι πληροφορίες συγκεντρώνονται από διάφορες πηγές, που μπορεί να περιλαμβάνουν ανθρώπινες πηγές (κατασκόπους ή πληροφοριοδότες), τεχνικές πηγές (όπως η ηλεκτρονική παρακολούθηση), πληροφορίες από δημόσιες πηγές (δεδομένα που είναι δημόσια διαθέσιμα) και άλλα. Η συλλογή μπορεί να είναι ανοιχτή ή μυστική, ανάλογα με το χαρακτήρα της αποστολής ή επιχείρησης.
Επεξεργασία: Τα συλλεγέντα δεδομένα και πληροφορίες επεξεργάζονται για να γίνουν πιο διαχειρίσιμα και ερμηνεύσιμα. Αυτό μπορεί να περιλαμβάνει την μετατροπή των δεδομένων σε κατανοητή μορφή, τη μετάφραση, την αποκρυπτογράφηση και άλλες τεχνικές για τη μετατροπή των ακατέργαστων πληροφοριών σε χρήσιμη μορφή.
Ανάλυση και Παραγωγή: Οι αναλυτές εξετάζουν και αξιολογούν τις επεξεργασμένες πληροφορίες για να αντλήσουν σημαντικές ενδείξεις. Ψάχνουν για μοτίβα, τάσεις και συνδέσεις που μπορούν να βοηθήσουν τους πολιτικούς και τους λήπτες αποφάσεων να κατανοήσουν τις επιπτώσεις των πληροφοριών. Η ανάλυση συνήθως παρουσιάζεται σε μορφή αναφορών ή ενημερώσεων πληροφοριών.
Διανομή: Το προϊόν της ανάλυσης διαμοιράζεται στους σχετικούς ενδιαφερόμενους, συμπεριλαμβανομένων των πολιτικών, των στρατιωτικών – αστυνομικών αρχηγών και άλλων ατόμων ή οργανισμών που έχουν ανάγκη αυτές τις πληροφορίες. Η διανομή μπορεί να είναι ένα κρίσιμο στάδιο για να διασφαλιστεί ότι οι λήπτες αποφάσεων έχουν πρόσβαση σε έγκαιρες και ακριβείς πληροφορίες.
Ανάδραση: Μετά τη διανομή και τη χρήση των πληροφοριών, συλλέγεται η ανατροφοδότηση με σκοπό να αξιολογηθεί η αποτελεσματικότητα των πληροφοριών και της διαδικασίας λήψης αποφάσεων. Αυτή η ανατροφοδότηση βοηθά στην καλύτερη διαχείριση των μελλοντικών απαιτήσεων πληροφοριών και λειτουργιών.
Ο κύκλος της πληροφορίας συνήθως απεικονίζεται ως μία συνεχής και επαναλαμβανόμενη διαδικασία, διότι είναι συνεχής και υπόκειται σε αλλαγές με βάση τις εξελισσόμενες απειλές, τις νέες πληροφορίες και τις μεταβαλλόμενες προτεραιότητες. Είναι ένα βασικό πλαίσιο για την κοινότητα πληροφοριών για να διασφαλίσει ότι οι πληροφορίες συλλέγονται, αναλύονται και διανέμονται αποτελεσματικά για την υποστήριξη της εθνικής ασφάλειας και άλλων στόχων.[24]
Intelligence–Led Policing
Οι ιδιαίτερες και απαιτητικές μελλοντικές προκλήσεις που θα αντιμετωπίσουν οι αστυνομικές αρχές από το διασυνοριακό οργανωμένο έγκλημα, τον εξτρεμισμό και την τρομοκρατία θα κάνει επιτακτική τη σύγκλιση μεταξύ εσωτερικής ασφάλειας και της συλλογής – ανάλυσης πληροφοριών αλλά και την απόρριψη πρακτικών του παρελθόντος για την επίλυσή τους[25]. Τις τελευταίες πέντε δεκαετίες, οι συζητήσεις στον τομέα της αστυνόμευσης έχουν επικεντρωθεί κυρίως στην εύρεση καινοτόμων προσεγγίσεων για την πάταξη της εγκληματικότητας, η οποία προσαρμόζει συνεχώς τη δραστηριότητά της στα νέα δεδομένα. Ένα από τα πιο πρόσφατα μοντέλα αστυνόμευσης, γνωστό ως ‘Intelligence-led Policing’ (ILP), εμφανίστηκε στις αρχές της δεκαετίας του 2000, με τις ρίζες του και τον όρο ίδιο να προέρχονται από το Ηνωμένο Βασίλειο. Από τότε, έχει ενσωματωθεί επίσημα στη βρετανική νομοθεσία και έχει λάβει την υποστήριξη της πλειονότητας του αστυνομικού προσωπικού στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής και διάφορες άλλες χώρες. Το μοντέλο ILP επικεντρώνεται σε ένα σύνολο αρχών που υπογραμμίζουν τη σημασία του να υιοθετηθεί από την αστυνομία μια πιο διορατική και στοχευμένη προσέγγιση για την πρόληψη και τη αντιμετώπιση του εγκλήματος. Αν και μπορεί να υπάρχουν παραλλαγές στον τρόπο που ορίζεται, στην ουσία της, το ILP λειτουργεί εν είδει επιχειρηματικού μοντέλου για τις αστυνομικές αρχές.
Περιλαμβάνει τη συγκέντρωση και ανάλυση πληροφοριών σχετικά με το έγκλημα, χρησιμοποιεί την ανάλυση των μοτίβων του εγκλήματος για να κατανοήσει τους δράστες, τα θύματα και τα πλαίσια και προχωρά εν τέλει στη δημιουργία εκθέσεων πληροφοριών που καθοδηγούν τις έρευνες και την καταστολή. Ο τελικός στόχος είναι η αποτροπή, η πρόληψη και η μείωση της εγκληματικής δραστηριότητας με προτεραιότητα στους σοβαρούς δράστες, μέσα από προηγμένες πρακτικές που μετατοπίζουν την εστίαση της αστυνομίας από την αντίδραση στα εγκλήματα, σε μία πιο προληπτική προσέγγιση, μέσα από την ενσωμάτωση καλύτερων τακτικών στην οργάνωση και διοίκηση, τη χρήση και ανάλυση δεδομένων, αλλά και την πιο στοχευμένη λήψη αποφάσεων και διαχείριση των πόρων[26].
Η αναγνώριση και η διαχείριση των κινδύνων αποτελούν αναπόσπαστο μέρος της σύγχρονης αστυνομίας. Η ορθή ενσωμάτωση και αξιοποίηση των μεθόδων συλλογής και ανάλυσης δεδομένων του ILP, επιτρέπει την αναγνώριση και την αξιολόγηση των κινδύνων, για κρίσιμες καταστάσεις, κοινωνική αναταραχή, σοβαρούς εγκληματίες και εγκληματικά δίκτυα[27]. Το Intelligence-led Policing πέρα από την πρόταση για αλλαγή πλεύσης σε επίπεδο οργάνωσης, διοίκησης, διαχείρισης πόρων και φιλοσοφίας αντιμετώπισης του εγκλήματος, έχει και μία άλλη πτυχή, αυτήν της χρήσης νέων τεχνολογιών[28]. Ο κυβερνοχώρος ως το επόμενο μεγάλο θέατρο -αν όχι το μεγαλύτερο- στο οποίο οι Υπηρεσίες ασφαλείας θα πρέπει να είναι έτοιμες να αντιμετωπίσουν νέου είδους απειλές, όπως π.χ. η ισλαμική ριζοσπαστικοποίηση, χρησιμοποιώντας όλα τα διαθέσιμα μέσα, συμπεριλαμβανομένου και του ILP που έχει ήδη αρχίσει να εφαρμόζεται στις υπηρεσίες αντιμετώπισης του κυβερνοεγκλήματος στις Η.Π.Α. Ιδιαίτερα, με την ανωνυμία και τις διευκολύνσεις που προσφέρει η γεωγραφία στο κυβερνοέγκλημα, οι παραδοσιακές προσεγγίσεις στην πάταξη αυτού του είδους εγκληματικών ενεργειών έχουν αποδειχθεί ανεπαρκείς οδηγώντας αναπόφευκτα σε αλλαγή τακτικής.[29]
Το Joint Cybercrime Action Taskforce (J-CAT) που ιδρύθηκε το 2014 στην Europol στο European Cybercrime Centre (EC3), μέσω της μεθοδολογίας του Intelligence-Led Policing, εντοπίζει και αντιμετωπίζει εγκληματικές ενέργειες στον κυβερνοχώρο μέσω κοινών δράσεων μεταξύ των υπηρεσιών ασφαλείας, θέτοντας προτεραιότητες και προετοιμάζοντας διαδικασίες για την επιτυχή έναρξη και εκτέλεση διασυνοριακών ερευνών και αποστολών[30].
Ο ΟΑΣΕ προτείνει την δική του προσέγγιση όσον αφορά το μοντέλο ILP, για την οργάνωση και λειτουργία των Υπηρεσιών ασφαλείας, ώστε να μπορέσουμε με επιτυχία να αντιμετωπίσουμε το διασυνοριακό οργανωμένο έγκλημα, μέσω της συλλογής και ανάλυσης πληροφοριών, της συνεργασίας, της εκτίμησης και ιεράρχησης κινδύνων[31]. Ωστόσο, για να μπορέσει να λειτουργήσει επιτυχώς το μοντέλο του ILP στις συνθήκες της κάθε χώρας, υπάρχουν κάποια προαπαιτούμενα που πρέπει να τηρηθούν:
α. Προσαρμοσμένο νομικό πλαίσιο το οποίο να σέβεται ανθρώπινα δικαιώματα και προσωπικά δεδομένα.
β. Προσαρμοσμένο νομικό πλαίσιο το οποίο θα καθορίζει επακριβώς τα όρια και τους τρόπους λειτουργίας των υπηρεσιών.
γ. Συγκεκριμένη δομή και οργάνωση και σαφής προσανατολισμός που να υποστηρίζει την διαλειτουργικότητα των υπηρεσιών, τη συνεργασία, τη σωστή λήψη αποφάσεων αλλά και την απαραίτητη εποπτεία.
δ. Προώθηση συμβατών τεχνολογιών που να διευκολύνουν τον διαμοιρασμό των πληροφοριών.
ε. Διαρκής εκπαίδευση του προσωπικού των Υπηρεσιών
στ. Ενίσχυση της κουλτούρας ασφαλείας και της κουλτούρας ανταλλαγής πληροφοριών[32].
Η ΕΕ επικύρωσε το Intelligence-led Policing το 2005, μέσω του οποίου αργότερα αναπτύχθηκαν κοινά στρατηγικά και λειτουργικά σχέδια της ΕΕ για την αντιμετώπιση του οργανωμένου εγκλήματος. Περαιτέρω, το 2010 θα υιοθετήσει το EU Policy Cycle for Serious and Organized Crime, το οποίο αποσκοπεί στο να δώσει λύσεις στα πιο σοβαρά προβλήματα εγκληματικότητας που αντιμετωπίζει η Ε.Ε. Ο προαναφερόμενος κύκλος αποτελείται από τέσσερα στάδια διάρκειας 4 ετών έκαστος, πιο συγκεκριμένα:
α. Στάδιο – Εκτίμησης κινδύνου, σοβαρού και οργανωμένου εγκλήματος (SOCTA)
Η εκτίμηση κινδύνου (SOCTA) εκδίδεται από την Europol σε συνεργασία με τα κράτη μέλη, τις ευρωπαϊκές υπηρεσίες, την Ευρωπαϊκή Επιτροπή και την Γενική Γραμματεία του Συμβουλίου της Ε.Ε. και τη συμβολή τρίτων κρατών και άλλων οργανισμών.
Στο στάδιο αυτό:
- Θα μελετηθούν η μεθοδολογία που θα ακολουθηθεί και οι απαιτήσεις σε πληροφοριακό υλικό.
- Θα γίνει συλλογή και ανάλυση πληροφοριών.
- Προσχέδιο της αναφοράς SOCTA.
- Τελική αναφορά SOCTA και προτεινόμενες προτεραιότητες.
β. Στάδιο – Ετήσιος Στρατηγικός Σχεδιασμός (MASP)
Ιεράρχηση προτεραιοτήτων και δράσεων κατά της εγκληματικότητας σύμφωνα με την αναφορά SOCTA, των αναφορών των υπηρεσιών ασφαλείας των κρατών μελών και άλλων χωρών.
γ. Στάδιο – Επιχειρησιακού Σχεδίου Δράσης (OAP)
Σε κάθε Ετήσιο Στρατηγικό Σχεδιασμό (MASP) θα αποδοθεί και ένα Επιχειρησιακό Σχέδιο Δράσης (OAP) σύμφωνα με το οποίο, ευρωπαϊκές ή/και εθνικές αρχές θα ακολουθήσουν συγκεκριμένες διαδικασίες και σχέδια δράσης.
δ. Στάδιο – Αξιολόγησης
Αξιολόγηση της αποτελεσματικότητας των σχεδίων δράσης κατά της εγκληματικότητας και προσαρμογή των μελλοντικών σχεδιασμών[33].
Συμπεράσματα
Οι εγκληματικές ομάδες, με την ευρηματικότητα και προσαρμογή που επιδεικνύουν στις μεθόδους και τις στρατηγικές των αρχών, επιβάλλουν την συνεχή επαγρύπνηση και ευελιξία των Υπηρεσιών πληροφοριών και ασφαλείας, ώστε να μπορέσουν να ανταπεξέλθουν στις προκλήσεις, προστατεύοντας ανθρώπους και αγαθά αλλά και το ίδιο το δημοκρατικό πολίτευμα. Ο πολυδιάστατος ρόλος των πληροφοριών, των διαδικασιών συλλογής τους και της ανάλυσης, προσαρμοσμένα κάθε φορά στις απαιτήσεις και τις αποστολές των εκάστοτε αστυνομικών και πολιτικών Υπηρεσιών, αποτελούν ένα κρίσιμο εργαλείο στην μάχη κατά του του κυβερνοεγκλήματος και του διασυνοριακού εγκλήματος εν γένει.. Η έγκαιρη συλλογή πληροφοριών από διαβαθμισμένες αλλά και ανοιχτές πηγές αποτελούν ύψιστη προτεραιότητα προκειμένου οι τελικοί αποδέκτες αυτών να χαράξουν την στρατηγική τους στην αντιμετώπιση των απειλών. Η αναγκαιότητα για συνεργασία και ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ των Υπηρεσιών σε εθνικό και διεθνές επίπεδο είναι αναντίρρητη, δεδομένης της φύσης των εγκλημάτων και τις αύξησης των απειλών ασφαλείας σε παγκόσμιο επίπεδο. Προωθώντας και ενισχύοντας την κουλτούρα και το πνεύμα συνεργασίας, οι Υπηρεσίες καταφέρνουν να βρίσκονται ένα βήμα μπροστά από τις εγκληματικές δραστηριότητες αντιμετωπίζοντάς τις εν τη γενέσει τους. Στο πνεύμα αυτό, το Intelligence-Led Policing αποτελεί μια στρατηγική μέθοδο στη μάχη καταπολέμησης του κυβερνοεγκλήματος, μέσω της ανταλλαγής πληροφοριών για κυβερνοαπειλές μεταξύ διεθνών αστυνομικών αρχών, έχοντας παίξει καθοριστικό ρόλο στον εντοπισμό και τη σύλληψη κυβερνοεγκληματιών που εμπλέκονται σε διάφορες μορφές κυβερνοεγκλήματος, συμπεριλαμβανομένων των επιθέσεων με ransomware και του hacking.
Παραπομπές
[1] European Parliament, The European Union and the United Nations Convention against Transnational Organized Crime, WORKING PAPER, Civil Liberties Series, September 2001, σελ. 5.
[2] https://www.e-nomothesia.gr/nomikes-plirofories/n44112016-kyrosi-tis-symvasis-gia-to-egklima-ston-yvernochoro.html
[3] Ιουλία – Ιωάννα Μπαλαούρα & Ερασμία Μπίτσικα, Το Διασυνοριακό Οργανωμένο Έγκλημα ως απειλή για την ασφάλεια της Ευρωπαϊκής Ένωσης, Ευρωπαϊκό Κέντρο Αριστείας Jean Monnet – ΕΚΠΑ, Αθήνα 2018, σελ. 11.
[4] https://eur-lex.europa.eu/legal-content/EL/TXT/HTML/?uri=CELEX%3A52005PC0006 (Ημερ. Πρόσβασης: 20/10/23)
[5] https://eur-lex.europa.eu/legal-content/EL/TXT/?uri=LEGISSUM:internal_security_strategy (Ημερ. Πρόσβασης: 20/10/23)
[6] Ευρωπαϊκή Επιτροπή, Στρατηγική της ΕΕ για την αντιμετώπιση του οργανωμένου εγκλήματος 2021-2025, Βρυξέλλες, 2021, σελ. 4.
[7] John M. Nomikos, European Union Intelligence Analysis Centre (INTCEN): Next stop to an Agency? 2015, σελ. 10-11.
[8] https://usnwc.libguides.com/c.php?g=494120&p=3381426 (Ημερ. Πρόσβασης: 20/10/23)
[9] Jerry Ratcliffe, Intelligence-Led Policing, Willan Publishing, 2008, σελ. 7.
[10] Elizabeth Rindkopf-Parker, Transnational Threats vis-à-vis law enforcement and military intelligence: Lessons on the emerging relationship, στο Carolyn W. Pumphrey (Επιμ.), Transnational Threats: Blending Law Enforcement and Military Strategies, σελ. 65-66, Strategic Studies Institute, Νοέμβριος 2000.
[11] Peter Bell & Mitchell Congram, Intelligence-Led Policing (ILP) as A Strategic Planning Resource in the Fight against Transnational Organized Crime (TOC), 2013, σελ. 23.
[12] Παναγιώτης Τρυφιάτης, Η συμβολή της πληροφορίας στην πρόληψη και αποτροπή κινδύνων για την ασφάλεια και τη σταθερότητα στην περιοχή μας, σελ. 86-87, στο Πρακτικά Επιστημονικής Ημερίδας, Κράτος – Ασφάλεια και ο Ρόλος των Υπηρεσιών Πληροφοριών – Η Περίπτωση της Ελλάδας, Εκδόσεις Σάκκουλας, Αθήνα, 2009.
[13] Κων/νος Γρίβας, Οι ασύμμετρες απειλές ως γεωπολιτικό φαινόμενο και ο ρόλος των Υπηρεσιών Πληροφοριών στην αντιμετώπισή τους, στο Πρακτικά Επιστημονικής Ημερίδας, Κράτος – Ασφάλεια και ο Ρόλος των Υπηρεσιών Πληροφοριών – Η Περίπτωση της Ελλάδας, σελ. 91, Εκδόσεις Σάκκουλας, Αθήνα, 2009.
[14] Elizabeth Rindkopf-Parker, Transnational Threats vis-à-vis law enforcement and military intelligence: Lessons on the emerging relationship, στο Carolyn W. Pumphrey (Επιμ.), Transnational Threats: Blending Law Enforcement and Military Strategies, σελ. 65-66, Strategic Studies Institute, Νοέμβριος 2000.
[15] Yavor Dinev, Legal Considerations of Intelligence Operations in Countering Transnational Organized Crime, σελ. 13, στο Information & Security: An International Journal, vol.31, 2014, 7-47.
[16] Yavor Dinev, Legal Considerations of Intelligence Operations in Countering Transnational Organized Crime, σελ. 16, στο Information & Security: An International Journal, vol.31, 2014, 7-47.
[17] Ο.π, σελ. 3.
[18] Ο.π, σελ. 4.
[19] Babak Akhgar, OSINT as an Integral Part of the National Security Apparatus, σελ.7, στο Open-Source Intelligence Investigation, From Strategy to Implementation, Babak Akhgar, P. Saskia Bayerl
Fraser Sampson (Επιμ.), Spinger, 2016.
[20] William J. Olson, Intelligence problems as they relate to international crime organizations and drug trafficking, στο Carolyn W. Pumphrey (Επιμ.), Transnational Threats: Blending Law Enforcement and Military Strategies, σελ. 62, Strategic Studies Institute, Νοέμβριος 2000.
[21] https://www.europol.europa.eu/media-press/newsroom/news/dismantling-encrypted-criminal-encrochat-communications-leads-to-over-6-500-arrests-and-close-to-eur-900-million-seized (Ημερ. Πρόσβασης: 20/10/23)
[22] https://www.counterterrorismgroup.com/post/the-use-of-encrypted-communications-by-criminals (Ημερ. Πρόσβασης: 20/10/23)
[23] William J. Olson, Intelligence problems as they relate to international crime organizations and drug trafficking, στο Carolyn W. Pumphrey (Επιμ.), Transnational Threats: Blending Law Enforcement and Military Strategies, σελ. 63, Strategic Studies Institute, Νοέμβριος 2000.
[24] https://usnwc.libguides.com/c.php?g=494120&p=3381401 (Ημερ. Πρόσβασης: 20/10/23)
[25] G. Gkougkoudis., D. Pissanidis, K. Demertzis, Intelligence-Led Policing and the New Technologies Adopted by the Hellenic Police. Digital 2022, 2, 143–163. https://doi.org/10.3390/digital2020009, σελ. 144.
[26] Carole Gibbs, Edmund F. McGarrell and Brandon Sullivan, Intelligence-led policing and transnational environmental crime: A process evaluation, σελ. 244, στο European Journal of Criminology 2015, Vol. 12 (2) 242–259.
[27] OSCE Guidebook, Intelligence-Led Policing, Vienna, June 2017, σελ. 22.
[28] G. Gkougkoudis., D. Pissanidis, K. Demertzis, Intelligence-Led Policing and the New Technologies Adopted by the Hellenic Police. Digital 2022, 2, 143–163, https://doi.org/10.3390/digital2020009, σελ. 147.
[29] Li Wan, Development of Intelligence-led Policing in the United States and Implications for China, σελ. 23-24, στο Journal of Law, Policy and Globalization, ISSN 2224-3240 (Paper) ISSN 2224-3259 (Online) Vol.133, 2023.
[30] https://www.europol.europa.eu/operations-services-and-innovation/services-support/joint-cybercrime-action-taskforce (Ημερ. Πρόσβασης: 20/10/23)
[31] OSCE Guidebook, Intelligence-Led Policing, Vienna, June 2017, σελ. 58
[32] Ο.π., σελ.42-43.
[33] OSCE Guidebook, Intelligence-Led Policing, Vienna, June 2017, σελ. 59-64.
ΠΗΓΕΣ
Επίσημα Έγγραφα
- European Parliament, The European Union and the United Nations Convention against Transnational Organized Crime, WORKING PAPER, Civil Liberties Series, September 2001
- Ευρωπαϊκή Επιτροπή, Στρατηγική της ΕΕ για την αντιμετώπιση του οργανωμένου εγκλήματος 2021-2025, Βρυξέλλες, 2021
- OSCE Guidebook, Intelligence-Led Policing, Vienna, June 2017
Ελληνόγλωσση Βιβλιογραφία
- Ιουλία – Ιωάννα Μπαλαούρα & Ερασμία Μπίτσικα, Το Διασυνοριακό Οργανωμένο Έγκλημα ως απειλή για την ασφάλεια της Ευρωπαϊκής Ένωσης, Ευρωπαϊκό Κέντρο Αριστείας Jean Monnet – ΕΚΠΑ, Αθήνα, 2018
- Παναγιώτης Τρυφιάτης, Η συμβολή της πληροφορίας στην πρόληψη και αποτροπή κινδύνων για την ασφάλεια και τη σταθερότητα στην περιοχή μας, σελ. 86-87, στο Πρακτικά Επιστημονικής Ημερίδας, Κράτος – Ασφάλεια και ο Ρόλος των Υπηρεσιών Πληροφοριών – Η Περίπτωση της Ελλάδας, Εκδόσεις Σάκκουλας, Αθήνα, 2009
- Κων/νος Γρίβας, Οι ασύμμετρες απειλές ως γεωπολιτικό φαινόμενο και ο ρόλος των Υπηρεσιών Πληροφοριών στην αντιμετώπισή τους, στο Πρακτικά Επιστημονικής Ημερίδας, Κράτος – Ασφάλεια και ο Ρόλος των Υπηρεσιών Πληροφοριών – Η Περίπτωση της Ελλάδας, σελ. 91, Εκδόσεις Σάκκουλας, Αθήνα, 2009
Ξενόγλωσση Βιβλιογραφία
- John M. Nomikos, European Union Intelligence Analysis Centre (INTCEN): Next stop to an Agency? Journal of Mediterranean and Balkan Intelligence (JMBI), 2015
- Jerry Ratcliffe, Intelligence-Led Policing, Willan Publishing, 2008
- Elizabeth Rindkopf-Parker, Transnational Threats vis-à-vis law enforcement and military intelligence: Lessons on the emerging relationship, στο Carolyn W. Pumphrey (Επιμ.), Transnational Threats: Blending Law Enforcement and Military Strategies, Strategic Studies Institute, US Army War College, 2000
- Peter Bell & Mitchell Congram, Intelligence-Led Policing (ILP) as A Strategic Planning Resource in the Fight against Transnational Organized Crime (TOC), International Journal of Business and Commerce, 2013
- Yavor Dinev, Legal Considerations of Intelligence Operations in Countering Transnational Organized Crime, p. 7-47, στο Information & Security: An International Journal, vol.31, 2014
- Babak Akhgar, OSINT as an Integral Part of the National Security Apparatus, στο Open-Source Intelligence Investigation, From Strategy to Implementation, Babak Akhgar, P. Saskia Bayerl Fraser Sampson (Επιμ.), Spinger, 2016.
- William J. Olson, Intelligence problems as they relate to international crime organizations and drug trafficking, στο Carolyn W. Pumphrey (Επιμ.), Transnational Threats: Blending Law Enforcement and Military Strategies, σελ. 62, Strategic Studies Institute, Νοέμβριος 2000
- Gkougkoudis, D. Pissanidis, K. Demertzis, Intelligence-Led Policing and the New Technologies Adopted by the Hellenic Police, Management of Digital Ecosystems, Digital, 143–163, https://doi.org/10.3390/digital2020009, 2020
- Carole Gibbs, Edmund F. McGarrell and Brandon Sullivan, Intelligence-led policing and transnational environmental crime: A process evaluation, σελ. 244, στο European Journal of Criminology, Vol. 12 (2) 242–259, 2015
- Li Wan, Development of Intelligence-led Policing in the United States and Implications for China, σελ. 23-24, στο Journal of Law, Policy and Globalization, ISSN 2224-3240 (Paper) ISSN 2224-3259 (Online) Vol.133, 2023
Διαδικτυακές Πηγές
Νόμος 4411/2016 : Κύρωση της Σύμβασης για το έγκλημα στον Κυβερνοχώρο
(Ημερ. Πρόσβασης: 20/10/23)
Πρόταση απόφασης – πλαισίου του Συμβουλίου σχετικά με την καταπολέμηση του οργανωμένου εγκλήματος
(Ημερ. Πρόσβασης: 20/10/23)
Στρατηγική εσωτερικής ασφάλειας
(Ημερ. Πρόσβασης: 20/10/23)
Intelligence Studies: Types of Intelligence Collection
(Ημερ. Πρόσβασης: 20/10/23)
Dismantling encrypted criminal EncroChat communications leads to over 6 500 arrests and close to EUR 900 million seized
(Ημερ. Πρόσβασης: 20/10/23)
THE USE OF ENCRYPTED COMMUNICATIONS BY CRIMINALS
(Ημερ. Πρόσβασης: 20/10/23)
Intelligence Studies: Home
(Ημερ. Πρόσβασης: 20/10/23)
Joint Cybercrime Action Taskforce (J-CAT)
(Ημερ. Πρόσβασης: 20/10/23)
*Ο Μηνάς Σαλούστρος είναι κάτοχος MA στη Διακυβέρνηση, Ανάπτυξη και Ασφάλεια στη Μεσόγειο από το Πανεπιστήμιο Αιγαίου