Η θέση της Κωνσταντινούπολης ήταν μοναδική για τον τότε γνωστό κόσμο, ενώ ακόμη και σήμερα αποτελεί ένα από τα πιο στρατηγικά σημεία στον πλανήτη μας. Βρίσκεται στο σημείο που ενώνονται οι δυο Ήπειροι, η Ευρώπη και η Ασία, ενώ ταυτόχρονα ελέγχει τους στρατιωτικούς δρόμους από τη Μαύρη θάλασσα προς τη Μεσόγειο.
Η θέση της ίδιας της πόλης ήταν εξαιρετικά οχυρή. Από τις τρεις πλευρές περικλείεται από θάλασσα (Προποντίδα, Βόσπορος, Κεράτιος κόλπος), ενώ από την τέταρτη μπορούσε να οχυρωθεί εύκολα με τείχος.
Επίσης βρισκόταν στο σταυροδρόμι των εμπορικών οδών της εποχής, του οδικού, που ξεκινούσε από την Ευρώπη και κατέληγε στη Μεσοποταμία και μέσω του δρόμου του μεταξιού στην Κίνα, αλλά και του θαλάσσιου που ξεκινούσε από τις ιταλικές πόλεις και έφθανε στη Μαύρη θάλασσα. Επίσης διέθετε ένα καλό φυσικό λιμάνι, τον Κεράτιο κόλπο.
Χάρις στα απόρθητα τείχη της και στην ισχύ του βυζαντινού κράτους η Κωνσταντινούπολη έμεινε απόρθητη για σχεδόν 1000 χρόνια. Γνώρισε πολλές πολιορκίες από τους Αβάρους, τους Άραβες, τους Ρώσους, τους Βουλγάρους, αλλά έμελλε να πέσει για πρώτη φορά το 1204 στα χέρια των Χριστιανών Σταυροφόρων, οι οποίοι κατευθύνονταν προς την Παλαιστίνη για να ελευθερώσουν τους Αγίους Τόπους.
Οι Βυζαντινοί ξαναπήραν στην κατοχή τους την Κωνσταντινούπολη το 1261 και τη διατήρησαν για σχεδόν 200 χρόνια ακόμη. Παρά την αδυναμία τους οι Βυζαντινοί θα αποκρούσουν και άλλες πολιορκίες μέχρι να φθάσει η αποφράδα μέρα του 1453.
Εάλω η Πόλις
Η πολιορκία της Κωνσταντινούπολης άρχισε επίσημα στις 7 Απριλίου του 1453. Όμως οι προετοιμασίες είχαν αρχίσει τον Ιανουάριο του ίδιου έτους με την μεταφορά των κανονιών και τον Μάρτιο με την έλευση του οθωμανικού στρατού κάτω από τα τείχη της Πόλης.
Οι πολιορκητές ανέρχονταν σε 150.000 στρατιώτες και πλαισιώνονταν από τεχνίτες, εργάτες, υπηρέτες, κλπ. και μεγάλο πλήθος ατάκτων. Ήταν άριστα οργανωμένος και εκπαιδευμένος και φανατισμένος από τους δερβίσηδες (Τούρκους μοναχούς), που κυκλοφορούσαν στο στρατόπεδο και τόνωναν την πολεμική ορμή του πλήθους. Ο πολεμικός στόλος αποτελούμενος από 400 πλοία έφθασε στο Βόσπορο στις 12 Απριλίου.
Ο Μωάμεθ έστησε τη σκηνή του απέναντι από την Πύλη του Αγίου Ρωμανού. Για τον αποκλεισμό της πόλης χρησιμοποίησαν τα κάστρα που είχαν χτίσει στις δυο πλευρές του Βοσπόρου, το Ανατολού και το Ρούμελη.
Μέσα από τα τείχη η κατάσταση ήταν πολύ διαφορετική. Η Κωνσταντινούπολη είχε χάσει όλη τη λάμψη του παρελθόντος. Ήταν μια ερειπωμένη πόλη, που μόνο το Παλάτι, ο Ιππόδρομος, και οι μεγάλες εκκλησίες θύμιζαν το λαμπρό παρελθόν. Ο πληθυσμός της δεν ξεπερνούσε τα 50.000 άτομα. Οι Βυζαντινοί στρατιώτες ανέρχονταν σε 5.000 και 2.000 οι ξένοι, κυρίως Γενουάτες και Βενετοί. Μάλιστα 700 Γενουάτες είχαν φθάσει με δυο καράβια στις 26 Ιανουαρίου 1453 και αρχηγό τον έμπειρο Ιωάννη Ιουστινιάνη. Τα τείχη είχαν επισκευαστεί βιαστικά, και εκβαθύνθηκε η τάφρος. Συγκεντρώθηκαν τρόφιμα, ενώ τα κειμήλια των Εκκλησιών δόθηκαν για να κοπούν νομίσματα και να πληρωθούν οι στρατιώτες. Επίσης είχαν σταλεί επιστολές βοήθειας σε όλους τους χριστιανούς ηγεμόνες. Οι Γενουάτες στα τείχη του Γαλατά έμειναν ουδέτεροι και δεν βοήθησαν καθόλου στην άμυνα της πόλης.
Η τουρκική επίθεση άρχισε με βολές πυροβολικού, που άνοιγαν τρύπες στα τείχη, τις οποίες όμως κατάφερναν να κλείσουν οι αμυνόμενοι. Οι Τούρκοι προσπάθησαν να σπάσουν την αλυσίδα του Κερατίου κόλπου, αλλά δεν τα κατάφεραν . Μάλιστα στις 20 Απριλίου κατόρθωσαν να περάσουν ένα βυζαντινό και τρία γενουατικά καράβια με αρχηγό τον Φλαντανελλά διαλύοντας την αντίσταση των Τούρκων. Δυο μέρες αργότερα οι Οθωμανοί κατασκεύασαν δίολκο δώδεκα χλμ. από τον Βόσπορο στον Κεράτιο και πέρασαν με αυτό τον τρόπο 70 πλοία στον Κεράτιο κόλπο
Στις 21 Μαΐου ο Μωάμεθ ζήτησε την παράδοση της πόλης και υπόσχονταν στον Κωνσταντίνο και σε όσους ήθελαν ότι θα μπορούσαν να φύγουν ελεύθεροι από την πόλη. Ο Κωνσταντίνος πρότεινε να πληρώσει υψηλότερους φόρους υποτέλειας -πλήρωνε 300.000 ασημένια νομίσματα ετησίως-, αλλά να κρατήσει υπό την κατοχή του την Κωνσταντινούπολη: «Το δε την πόλιν σοι δούναι, ούτ’ εμόν έστιν ούτ’ άλλου των κατοικούντων εν ταύτη. Κοινή γαρ γνώμη πάντες αυτοπροαιρέτως αποθανούμεν και ου φεισόμεθα της ζωής ημών».
Στις 27 Μαίου άρχισε σφοδρός βομβαρδισμός. Δυο μέρες αργότερα ξεκίνησε η τελική επίθεση σε πολλά μέρη των τειχών, αλλά με επίκεντρο την Πύλη του Αγίου Ρωμανού, διότι εκεί το τείχος είχε σχεδόν καταπέσει. Στην τρίτη τουρκική έφοδο, ο Ιουστινιάνης τραυματίστηκε και αποσύρθηκε από τη μάχη. Η αποχώρησή του έφερε σύγχυση στους αμυνόμενους και οι Τούρκοι μπήκαν στην Πόλη. Ο Αυτοκράτορας Κωνσταντίνος ΙΑ’, ο τελευταίος Αυτοκράτορας του Βυζαντίου, έπεσε στα τείχη σαν απλός στρατιώτης. Η Πόλις εάλω!
Μετά την Άλωση
Τις τρεις πρώτες ημέρες μετά την Άλωση οι Τούρκοι στρατιώτες κατέστρεφαν και λεηλατούσαν την Πόλη. Όλοι οι Χριστιανοί εξανδραποδίστηκαν. Μόνον λίγοι Κωνσταντινουπολίτες κατόρθωσαν να διαφύγουν με πλοία από τον Κεράτιο κόλπο, διότι οι ναύτες των οθωμανικών πλοίων μετείχαν στη λεηλασία της πόλης.
Ο Μωάμεθ μπήκε στην Πόλη και προσευχήθηκε στην Αγία Σοφία, τον κύριο χριστιανικό ναό της πόλης, που είχε χτιστεί από τον αυτοκράτορα Ιουστιανιανό το έτος 532. Η Αγία Σοφία μετατράπηκε σε Τζαμί. Την ίδια ημέρα οι Γενουάτες του Γαλατά δήλωσαν υποταγή στον Μωάμεθ και εκείνος για να τους ανταμείψει τους παραχώρησε προνόμια.
Τις επόμενες ημέρες ο Μωάμεθ διευθέτησε τα σημαντικότερα προβλήματα που είχαν ανακύψει μετά την Άλωση. Εκτέλεσε όλους τους επιφανείς Βυζαντινούς, ακόμη και τον Μέγα Δούκα Λουκά Νοταρά, που είχε δηλώσει πριν την Άλωση ότι προτιμούσε τους Οθωμανούς από τους Λατίνους, διόρισε ένα προσωρινό διοικητή (σούμπαση) της πόλης και ηγέτες σε όλες τις θρησκευτικές κοινότητες του κράτους του.
Νέος Πατριάρχης Κωνσταντινούπολης εκλέχθηκε ο Γεώργιος Σχολάριος (ως Γεννάδιος Β’), ο μέχρι τότε αρχηγός των ανθενωτικών, στον οποίο ο Μωάμεθ έδωσε τόσα προνόμια, ώστε ουσιαστικά τον κατέστησε και πολιτικό ηγέτη των Χριστιανών Ορθοδόξων της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
Όταν επέστρεψε στην Αδριανούπολη εκτέλεσε και τον Βεζίρη Τσανταρλί Χαλίλ, που είχε αντιταχθεί στην πολιορκία της Πόλης και τον αντικατέστησε με τον Ζαγάνο Μεχμέτ πασά.
Από την Πόλη στην Ισταμπούλ
Μετά την Άλωση ο Μωάμεθ μετέφερε την πρωτεύουσα του Οθωμανικού κράτους από την Αδριανούπολη στην Κωνσταντινούπολη.
Όμως η πόλη ήταν ερειπωμένη και ερημωμένη, αφού τα δυο 24ωρα μετά την Άλωση σφαγιάστηκαν περίπου 30.000 κάτοικοί της. Έτσι μια από τις πρώτες ενέργειες του Μωάμεθ Β’ ήταν να φέρει εποίκους στη νέα πρωτεύουσα από άλλες περιοχές του κράτους.
Πρώτα έφερε Τούρκους κυρίως από την περιοχή της Προύσας και αμέσως μετά Έλληνες από τη Θράκη. Οι Έλληνες συγκεντρώθηκε στις συνοικίες Φανάρι, Πύλη της Αδριανούπολης και Ψαμαθιά.
Όμως εκτός από Έλληνες και Τούρκους στην Κωνσταντινούπολη εγκαταστάθηκαν με τη βία Αρμένιοι, δόθηκαν κίνητρα στους Εβραίους της Ευρώπης και της Ισπανίας να μετοικίσουν στην Κων/πολη, ενώ οι Γενουάτες παρέμειναν εγκατεστημένοι στη συνοικία του Γαλατά. Έτσι η Κωνσταντινούπολη απέκτησε ένα πολυεθνικό χαρακτήρα.
Το 1477 η απογραφή πληθυσμού έδειξε ότι 9.486 σπίτια κατοικούνταν από Τούρκους, 3.743 από Έλληνες, 1.647 από Εβραίους, 434 από Αρμένιους, 384 από Αρμένιους, 332 από Φράγκους (κυρίως Γενουάτες), 267 από Χριστιανούς της Κριμαίας και 31 από Τσιγγάνους.
Συνολικά οι κάτοικοι της Κωνσταντινούπολης εκείνη την εποχή υπολογίζονταν σε 80.000 άτομα.
Ο Μωάμεθ στόλισε την Κωνσταντινούπολη όπως άρμοζε σε μια πρωτεύουσα.
Στο κέντρο έχτισε το ανάκτορό του (το Εσκί Σαράι, που κατεδαφίστηκε στη δεκαετία 1870-1880 για να χτιστεί το Υπουργείο Πολέμου και που στεγάζει πλέον το Πανεπιστήμιο).
Αργότερα έχτισε άλλο ανάκτορο στη συμβολή του Βοσπόρου με τον Κεράτιο κόλπο (το Γενί σαράι, που αργότερα ονομάστηκε Τοπ Καπί), το Τζαμί Φατίχ στη θέση της Εκκλησίας των Αγίων Αποστόλων (Χτίστηκε το 1463 από τον Μωάμεθ Β’ τον Πορθητή (Φατίχ). Πρόκειται για κτίσμα χωρίς επιδράσεις από τη βυζαντινή αρχιτεκτονική, αντίθετα ενσωματώνει τα περισσότερα στοιχεία της ισλαμικής αρχιτεκτονικής. Με το Φατίχ Τζαμί ήταν συνδεδεμένοι οκτώ μεντρεσέδες, οι καλύτερες θεολογικές σχολές της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Καταστράφηκε από πυρκαϊά το 1766) και πολλά δημόσια ιδρύματα.
Έτσι μετά την Άλωση η Κωνσταντινούπολη γνώρισε και πάλι μια εποχή ευημερίας.
Έγινε η πρωτεύουσα μιας λαμπρής Αυτοκρατορίας, της Οθωμανικής, μόνο που τώρα πια δεν έλαμπε στον χριστιανικό κόσμο, αλλά στον μουσουλμανικό, ο οποίος άπλωσε την κυριαρχία του σε τρεις Ηπείρους, την Ευρώπη, την Ασία και την Αφρική για τέσσερις αιώνες. Η Κωνσταντινούπολη ήταν το φυσικό κέντρο της.
Κωνσταντίνος Παλαιολόγος: “Δε θα σου παραδώσω την Πόλη, ούτε εγώ, ούτε άλλος κανείς”!
Στις 23 Μαΐου 1453, όταν ο τελευταίος Αυτοκράτορας του Βυζαντίου, Κωνσταντίνος ΙΑ΄ Παλαιολόγος είπε, όπως προαναφέραμε στον Μωάμεθ Β΄ τον Πορθητή, το θρυλικό:
«Δε θα σου παραδώσω την Πόλη, ούτε εγώ, ούτε άλλος κάνεις. Όλοι μαζί, δίχως να υπολογίσουμε τη ζωή μας, αποφασίσαμε να την δώσουμε γι’ αυτήν».
Πιο αναλυτικά, ο Θρυλικός Αυτοκράτορας Κωνσταντίνος ΙΑ΄ Παλαιολόγος απάντησε στον Μωάμεθ Β΄ που ζητούσε την παράδοση της Κωνσταντινούπολης: “Τὸ δὲ τὴν Πόλιν σοι δοῦναι οὔτ’ ἐμόν ἐστι οὔτ’ ἄλλου τῶν κατοικούντων ἐν ταύτῃ· κοινῇ γὰρ γνώμῃ πάντες αὐτοπροαιρέτως ἀποθανοῦμεν καὶ οὐ φεισόμεθα τῆς ζωῆς ἡμῶν” δηλαδή, “Το να σου παραδώσω την Πόλη, δεν είναι ούτε δικό μου δικαίωμα, ούτε κανενός άλλου που κατοικεί σ’ αυτή. Με κοινή απόφαση όλοι, με τη θέλησή μας, θα πεθάνουμε και δεν θα υπολογίσουμε τη ζωή μας”.

Το τέλος της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας
Η Βυζαντινή Αυτοκρατορία μόνο κατ’ όνομα υπήρχε τις παραμονές της Άλωσης. Ήταν περιορισμένη, κυρίως, στην περιοχή γύρω από την Κωνσταντινούπολη και σε κάποιες σκόρπιες περιοχές, όπως το Δεσποτάτο του Μυστρά. Οι θρησκευτικές έριδες, οι εμφύλιες διαμάχες, οι σταυροφορίες, η επικράτηση του φεουδαρχισμού και η εμφάνιση πολλών και επικίνδυνων εχθρών στα σύνορά της είχαν καταστήσει την πάλαι ποτέ Αυτοκρατορία ένα «φάντασμα» του ένδοξου παρελθόντος της.
Το Βυζάντιο σ’ εκείνη την κρίσιμη στιγμή της ιστορίας του με την οθωμανική λαίλαπα προ των πυλών του, δεν μπορούσε να ελπίζει παρά μόνο στη βοήθεια της καθολικής Ευρώπης, η οποία όμως ήταν μισητή στους κατοίκους της Κωνσταντινούλης. Η ύπαρξη «Ενωτικών» και «Ανθενωτικών» δίχαζε τους Βυζαντινούς.
Ωστόσο, ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος έκανε μία απέλπιδα προσπάθεια, στέλνοντας πρεσβεία στον Πάπα Νικόλαο Ε’ για να ζητήσει βοήθεια. Ο Πάπας έβαλε και πάλι ως όρο την Ένωση των Εκκλησιών, αλλά αποδέχθηκε το αίτημα του Αυτοκράτορα να στείλει στην Κωνσταντινούπολη ιερείς, προκειμένου να πείσουν τον λαό για την αναγκαιότητα της Ένωσης.
Οι απεσταλμένοι του Πάπα, Καρδινάλιος Ισίδωρος και ο Αρχιεπίσκοπος Μυτιλήνης Λεονάρδος, λειτούργησαν στην Αγία Σοφία, προκαλώντας την αντίδραση του κόσμου, που ξεχύθηκε στους δρόμους και γέμισε τις Εκκλησίες, όπου λειτουργούσαν οι ανθενωτικοί με επικεφαλής τον μετέπειτα διορισμένο από τον Σουλτάνο, Πατριάρχη Γεννάδιο Σχολάριο. Το σύνθημα που κυριαρχούσε ήταν «Την γαρ Λατίνων ούτε βοήθειαν ούτε την ένωσιν χρήζομεν. Απέστω αφ’ ημών η των αζύμων λατρεία».
Το μίσος για τους Λατίνους δεν απέρρεε μόνο από δογματικούς λόγους. Η λαϊκή ψυχή δεν είχε ξεχάσει τη βαρβαρότητα που επέδειξαν οι Χριστιανοί Σταυροφόροι στην Πρώτη Άλωση της Κωνσταντινούπολης το 1204, ενώ αντιδρούσε στην οικονομική διείσδυση της Βενετίας και της Γένουας, που είχε φέρει στα πρόθυρα εξαθλίωσης τους κατοίκους της Αυτοκρατορίας, αλλά και στην καταπίεση των Ορθοδόξων στις περιοχές, όπου κυριαρχούσαν οι Καθολικοί.
Αντίθετα, οι Οθωμανοί φαίνεται ότι συμπεριφέρονταν καλύτερα προς τους Χριστιανούς. Πολλοί Χριστιανοί είχαν υψηλές θέσεις στην οθωμανική διοίκηση, ακόμη και στο στράτευμα, ενώ κυριαρχούσαν στο εμπόριο. Οι χωρικοί πλήρωναν λιγότερους φόρους και ζούσαν με ασφάλεια. Έτσι, στην Κωνσταντινούπολη είχε σχηματισθεί μία μερίδα που διέκειτο ευνοϊκά προς τους Οθωμανούς. Την παράταξη αυτή εξέφραζε ο Λουκάς Νοταράς με τη φράση «Κρειττότερον εστίν ειδέναι εν μέση τη πόλει φακιόλιον βασιλεύον Τούρκων ή καλύπτραν λατινικήν».
Από τις αρχές του 1453 ο Μωάμεθ προετοιμαζόταν για την κατάληψη της Κωνσταντινούπολης. Με έδρα την Ανδριανούπολη συγκρότησε στρατό 150.000 ανδρών και ναυτικό 400 πλοίων. Ξεχώριζε το πυροβολικό του, που ήταν ό,τι πιο σύγχρονο για εκείνη την εποχή και ιδιαίτερα το τεράστιο πολιορκητικό κανόνι, που είχαν φτιάξει Σάξωνες τεχνίτες. Στις 7 Απριλίου, ο Σουλτάνος έστησε τη σκηνή του μπροστά από την Πύλη του Αγίου Ρωμανού και κήρυξε επίσημα την πολιορκία της Κωνσταντινούπολης.
Ο αγώνας ήταν άνισος για τους Βυζαντινούς, που είχαν να αντιπαρατάξουν μόλις 7.000 άνδρες, οι 2.000 από τους οποίους μισθοφόροι, κυρίως Ενετοί και Γενουάτες, ενώ στην Πόλη είχαν απομείνει περίπου 50.000 κάτοικοι με προβλήματα επισιτισμού.
Η Βασιλεύουσα περιβαλλόταν από ξηράς με διπλό τείχος και τάφρο. Το τείχος αυτό, που επί 1000 χρόνια είχε βοηθήσει την Κωνσταντινούπολη να αποκρούσει νικηφόρα όλες τις επιθέσεις των εχθρών της, τώρα ήταν έρμαιο του πυροβολικού του Σουλτάνου, που από τις 12 Απριλίου άρχισε καθημερινούς κανονιοβολισμούς.
Οι Τούρκοι προσπάθησαν πολλές φορές να σπάσουν την αλυσίδα που έφραζε τον Κεράτιο κόλπο και προστάτευε την ανατολική πλευρά της Κωνσταντινούπολης. Στις 20 Απριλίου ένας στολίσκος με εφόδια υπό τον πλοίαρχο Φλαντανελλά κατορθώνει να διασπάσει τον τουρκικό κλοιό μετά από φοβερή Ναυμαχία και να εισέλθει στον Κεράτιο, αναπτερώνοντας τις ελπίδες των πολιορκούμενων.
Ο Μωάμεθ κατάλαβε αμέσως ότι μόνο το πυροβολικό του δεν έφθανε για την εκπόρθηση της Πόλης, εφόσον παρέμεινε απρόσβλητος ο Κεράτιος. Με τη βοήθεια ενός Ιταλού μηχανικού κατασκεύασε δίολκο και τη νύχτα της 21ης προς την 22α Απριλίου, περίπου 70 πλοία σύρθηκαν από τον Βόσπορο προς τον Κεράτιο. Η κατάσταση για τους πολιορκούμενους έγινε πλέον απελπιστική, καθώς έπρεπε να αποσπάσουν δυνάμεις από τα τείχη για να προστατεύσουν την Πόλη από την πλευρά του Κεράτιου, όπου δεν υπήρχαν τείχη.
Η τελική έφοδος των Οθωμανών έγινε το πρωί της 29ης Μαΐου 1453.
Κατά χιλιάδες οι στρατιώτες του Μωάμεθ εφόρμησαν στη σχεδόν ανυπεράσπιστη πόλη και την κατέλαβαν μέσα σε λίγες ώρες. Ο Αυτοκράτορας Κωνσταντίνος Παλαιολόγος, που νωρίτερα απέκρουσε με υπερηφάνεια τις προτάσεις συνθηκολόγησης του Μωάμεθ, έπεσε ηρωικά μαχόμενος. Αφού έσφαξαν τους υπερασπιστές της Πόλης, οι Οθωμανοί Τούρκοι προέβησαν σε εκτεταμένες λεηλασίες και εξανδραποδισμούς. Το βράδυ, ο Μωάμεθ ο Πορθητής εισήλθε πανηγυρικά στην Αγία Σοφία και προσευχήθηκε στον Αλλάχ «αναβάς επί της Αγίας Τραπέζης», όπως αναφέρουν οι χρονικογράφοι της εποχής.
Άγνωστες πτυχές από την ηρωική αντίσταση ως τις 29 Μαΐου 1453
Η Πολιορκία και η Άλωση της Κωνσταντινούπολης, είναι αναμφίβολα από τα πλέον σημαντικά γεγονότα της παγκόσμιας ιστορίας.
Η ηρωική αντίσταση του Κωνσταντίνου Παλαιολόγου και μερικών χιλιάδων πολεμιστών δεν ήταν ικανή να σώσει την Βασιλεύουσα, για μια ακόμη φορά από μια εχθρική πολιορκία.
Με την Πολιορκία και την Άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Οθωμανούς που συνέβη πριν από 571 χρόνια (29 Μαίου 1453), θα ασχοληθούμε στο σημερινό μας άρθρο, ελπίζοντας να φωτίσουμε κάποιες άγνωστες πτυχές τους.
Από τις αρχές του 1445 ο Μωάμεθ μαζί με ορισμένους επιτελείς του, άρχισε να προγραμματίζει μεγάλη επίθεση εναντίον της Κωνσταντινούπολης. Τότε όμως ο Μεγάλος Βεζίρης Χαλίλ τον ανέτρεψε με πραξικόπημα και επανέφερε τον Μουράτ στον θρόνο.
Στη δεύτερη “θητεία” του Μωάμεθ Β΄, υπήρχαν κάποια σημεία αστάθειας στο οθωμανικό κράτος. Ιδιαίτερα στο ανατολικό τμήμα του, όπου ο Εμίρης της Καραμανίας Karaman-oglu(Καραμάνογλου), έδειχνε αποσχιστικές τάσεις.
Αρχικά ο Μωάμεθ έδειξε σημάδια υποχωρητικότητας και διαλλακτικότητας με το Βυζάντιο και τις χριστιανικές χώρες. Την Άνοιξη του 1451 κινήθηκε εναντίον του Καραμάνογλου ο οποίος αναγκάστηκε να ζητήσει ειρήνη.
Τότε οι Βυζαντινοί έκαναν ένα μοιραίο λάθος. Έστειλαν πρεσβεία στον Μωάμεθ, ζητώντας περισσότερα χρήματα, διπλάσια συγκεκριμένα, για τις δαπάνες “φύλαξης” του Οθωμανού Πρίγκιπα Ορχάν, ο οποίος ήταν μέλος της οθωμανικής δυναστείας που ζούσε στην Κωνσταντινούπολη και αποτελούσε κίνδυνο για τον Μωάμεθ Β΄, καθώς θα μπορούσε να διεκδικήσει τον θρόνο με τη βοήθεια των Βυζαντινών, όπως είχε γίνει και 30 χρόνια πριν με τον Μουσταφά, γιο του Βαγιαζήτ Α΄.
Ο Χαλίλ, “φίλος των Ρωμαίων”, εξοργίστηκε. Αντίθετα ο Σουλτάνος, δέχτηκε τη βυζαντινή πρεσβεία με προσποιητή κατανόηση και απάντησε ότι θα αποφασίσει για το αίτημα των Βυζαντινών αργότερα.
Αφού πήγε στην Προὐσα, όπου αντιμετώπισε με επιτυχία μια ανταρσία των Γενιτσάρων, επέστρεψε στην, τότε, πρωτεύουσά του, την Αδριανούπολη.
Η άστοχη ενέργεια των Βυζαντινών που αναφέραμε, αποτέλεσε την αφορμή για να πάρει ο Μωάμεθ τις τελικές του αποφάσεις. Διέταξε να σταματήσει η χορηγία για τον Ορχάν και άρχισε νυχθημερόν να καταστρώνει σχέδια για την κατάκτηση της Κωνσταντινούπολης. Ως πρώτο βήμα αποφάσισε την οικοδόμηση μεγάλου κάστρου στο Βόσπορο.
Η οικοδόμηση του κάστρου άρχισε τον Μάρτιο του 1452 και είχε για τους Οθωμανούς πανηγυρικό χαρακτήρα. Χτίστηκε στο στενότερο σημείο του Βόσπορου, στην τοποθεσία Ασώματος, εκεί όπου παλαιότερα υπήρχε η Εκκλησία του Αρχάγγελου Μιχαήλ. Εκεί συγκεντρώθηκαν χιλιάδες χτίστες και υλικά που μεταφέρθηκαν από την Ανατολή.
Οι κάτοικοι της Κωνσταντινούπολης κατάλαβαν ότι είχε αρχίσει και έσφιγγε ο κλοιός απελπιστικά γύρω απ’ αυτούς. Κάποιοι προσπάθησαν να εμποδίσουν την οικοδόμηση του κάστρου, αλλά σκοτώθηκαν από τους Οθωμανούς. Πρεσβεία που έστειλε ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος, επέστρεψε άπρακτη. Άλλοι Τούρκοι, έκαναν επιθέσεις στους Βυζαντινούς αγρότες της Σηλυβρίας. Ο Αυτοκράτορας έκλεισε τις πύλες της πόλης. Στο τέλος Αυγούστου το χτίσιμο του κάστρου είχε ολοκληρωθεί. Bogaz-Kesen το ονόμασε ο Μωάμεθ. Bogaz σημαίνει πορθμός (πβ. μπουγάζι = στενό θαλάσσιο πέρασμα, πορθμός) αλλά και λαιμός. Kesen, σημαίνει κοπτήρας, συνεπώς Bogaz-Kesen θα μπορούσε να αποδοθεί ως “λαιμοκοπίη”. Το κάστρο αυτό, γνωστό σήμερα ως Rumili-hisar (“Κάστρο της Δύσης”), οι Βυζαντινοί το ονόμασαν Νεόκαστρο.
Ο Μωάμεθ τοποθέτησε σ’ αυτό φρουρά από 400 άνδρες και κανόνια (“πετροβόλους μηχανάς”) και διέταξε ότι κάθε πλοίο που θα περνούσε τον Βόσπορο, όφειλε να σταματά εκεί και να πληρώνει δασμό (“κομμέρκιον”). Διαφορετικά θα βυθιζόταν.
Έτσι εξασφάλισε τον έλεγχο της ναυσιπλοΐας και απομόνωσε την Κωνσταντινούπολη από τις περιοχές της Μαύρης Θάλασσας, απ’ όπου προμηθευόταν τα απαραίτητα για τον επισιτισμό των κατοίκων της.
Επίσης ο Μωάμεθ, υπέγραψε συνθήκη με τον Ούγγρο Ηγεμόνα Ουννάδη, ο οποίος παρά τις ήττες που είχε υποστεί ήταν ιδιαίτερα επικίνδυνος.
Παράλληλα για να εμποδίσει τα αδέλφια του Κωνσταντίνου, Δημήτριο και Θωμά, Δεσπότες της Πελοποννήσου, να στείλουν βοήθεια στην Πόλη, έστειλε εναντίον τους τον ικανό Στρατηγό Τουραχάν με χιλιάδες άνδρες, οι οποίοι έφτασαν ως τη Μεσσηνία καταστρέφοντας και λεηλατώντας τα εδάφη του Δεσποτάτου.
Στις αρχές Νοεμβρίου 1452, δυο βενετικά πλοία που κατέπλεαν από τον Εύξεινο Πόντο αρνήθηκαν να σταματήσουν στο Νεόκαστρο για επιθεώρηση. Παρά τις βολές των κανονιών εναντίον τους κατάφεραν να ξεφύγουν χωρίς ζημιές. Δεκαπέντε μέρες αργότερα ένα τρίτο προσπάθησε να κάνει το ίδιο, αλλά βυθίστηκε από ένα κανονιοβολισμό. Ο Πλοίαρχος Αντόνιο Ρίτζο και το πλήρωμα αιχμαλωτίστηκαν και οδηγήθηκαν στο Διδυμότειχο όπου βρισκόταν ο Μωάμεθ. Αυτός διέταξε τον αποκεφαλισμό των μελών του πληρώματος. Ο Ρίτζο καταδικάστηκε σε ανασκολοπισμό και το σώμα του “εκτέθηκε” δίπλα στον δρόμο (Δούκας, Νικολό Μπάρμπαρο).
Στο μεταξύ, στην Κωνσταντινούπολη η κατάσταση ήταν αποκαρδιωτική. Διάφοροι πρόσφυγες από τα περίχωρα είχαν καταφύγει σ’ αυτήν επιτείνοντας το πρόβλημα του επισιτισμού. Τα ταμεία του κράτους ήταν σχεδόν άδεια. Η συμφωνία με τον Ουννάδη, αποτελούσε τεράστιο πλήγμα, ενώ στο εσωτερικό της Βασιλεύουσας επικρατούσε πολιτικοϊδεολογική διαμάχη. Η μόνη ελπίδα πλέον, ήταν η βοήθεια της Καθολικής Ευρώπης. Ο Κωνσταντίνος έστειλε πρεσβεία στον Πάπα Νικόλαο Ε΄, ο οποίος έθεσε ως όρο την ένωση των δυο Εκκλησιών. Ο Αυτοκράτορας φαινόταν διαλλακτικός, αλλά συναντούσε σφοδρή αντίδραση από τον λαό και τον κλήρο. Έτσι ζήτησε από τον Πάπα να στείλει ιερείς ικανούς και πειστικούς, οι οποίοι θα βοηθούσαν να πραγματοποιήσει την ένωση. Έτσι τον Νοέμβριο του 1452 έφτασαν στην Κωνσταντινούπολη ο Καρδινάλιος Ισίδωρος (του Κιέβου), γεννημένος το 1385 στην Ελλάδα (πιθανότατα στη Μονεμβασία), κάτοχος σημαντικής παιδείας και ο Λατίνος Αρχιεπίσκοπος Λέσβου Λεονάρδος (γνωστός ως ο Λεονάρδος ο Χίος, ελληνικής καταγωγής κι αυτός). Μαζί τους είχαν και 200 πολεμιστές.
Στις 12 Δεκεμβρίου 1452 ο Καρδινάλιος λειτούργησε στην Αγιά Σοφιά και κατόπιν κηρύχθηκε η ένωση που είχε ψηφίσει η Σύνοδος της Φλωρεντίας. Ο λαός ωστόσο, στη μεγάλη του πλειοψηφία, συγκεντρώθηκε στις Εκκλησίες που λειτουργούσαν ανθενωτικοί ιερείς και κυρίως στη Μονή του Παντοκράτορα, όπου ζούσε ο Γεώργιος Σχολάριος, ο πρώτος Πατριάρχης (διορισμένος από τον Σουλτάνο) μετά την Άλωση…
Το μίσος για τους Λατίνους, οφειλόταν στην κατοχή της Κωνσταντινούπολης από αυτούς (1204-1261) και όσα δεινά είχαν υποστεί τότε, αλλά και αργότερα οι Βυζαντινοί. Επίσης, οι ανεκτικότερες, σε κάποια σημεία, αρχές του Ισλάμ και του οθωμανικού κράτους από εκείνους που επέβαλε η Καθολική Δύση και η καταπίεση των Ορθόδοξων Ελλήνων στις γενουατικές και βενετικές αποικίες, μεγάλωναν ακόμα περισσότερο την αντιπάθεια των Βυζαντινών προς τους Δυτικούς.
Από την πλευρά τους οι Δυτικοί, αν και φαίνεται ότι ήθελαν να βοηθήσουν τους Βυζαντινούς, αντιμετώπιζαν τα δικά τους προβλήματα.
Οι Βενετοί με τους Γενουάτες είχαν μεγάλη έχθρα. Οι σχέσεις τους με τον Πάπα δεν ήταν πολύ καλές, γιατί ο Ποντίφικας δεν πλήρωσε ποτέ για κάποιες βενετσιάνικες γαλέρες που χρησιμοποίησε το 1444…
Ο στόλος τους, σε μεγάλο βαθμό, ήταν επιφορτισμένος με την προστασία των αποικιών της Γαληνοτάτης. Οι Γενοβέζοι, που είχαν στην κατοχή τους το Πέραν της Κωνσταντινούπολης και ορισμένες αποικίες, όπως και τη Χίο, αρκέστηκαν να δημοσιεύσει μια-δυο προτροπές προς τους χριστιανικούς λαούς της Ευρώπης, να κινηθούν εναντίον των Τούρκων.
Στις αρχές Ιανουαρίου 1453, ο Μωάμεθ Β΄, ανακοίνωσε την πρόθεσή του να κινηθεί εναντίον της Κωνσταντινούπολης. Ο Χαλίλ, που ίσως χρηματιζόταν από τους Βυζαντινούς, ήταν αντίθετος στο σχέδιο αυτό.
Όμως οι στρατιωτικοί, ο εξωμότης Ζαγανός, ο Τουραχάν αλλά και ο ευνούχος Σεχαμπεντίν ήταν θερμοί θιασώτες της απόφασης του Μωάμεθ για επίθεση εναντίον της Κωνσταντινούπολης.
Το καλοκαίρι του 1452, ένας Ούγγρος (κατ’ άλλους Σάξονας) μηχανικός, πήγε στην Κωνσταντινούπολη και προσέφερε τις υπηρεσίες του στους Βυζαντινούς. Ο Κωνσταντίνος όμως, δεν μπορούσε να του δώσει τα χρήματα που ζητούσε. Έτσι πήγε στον Μωάμεθ και συμφώνησε, εισπράττοντας τετραπλάσια χρήματα απ’ όσα ήθελε, να φτιάξει ένα τεράστιο κανόνι. Σε τρεις μήνες, έχοντας και τεχνική υποστήριξη έφτιαξε το πρώτο κανόνι. Ήταν αυτό που τοποθέτησε στο Ρούμελι Χισάρ ο Μωάμεθ και βύθισε το βενετσιάνικο πλοίο του Ρίτζο.
Το χρονικό της πολιορκίας
Ακολουθεί ένα χρονολόγιο όλων όσων έγιναν από την αρχή της Πολιορκίας ως την Άλωση, αναφέροντας τα σημαντικότερα γεγονότα. Στις παρενθέσεις υπάρχουν οι συγγραφείς που αποτελούν την πρωτογενή πηγή των πληροφοριών.
2 Απριλίου 1453: Γίνεται ορατό το πρώτο εχθρικό απόσπασμα. Καταστρέφονται οι γέφυρες της τάφρου και κλείνουν οι πύλες της Πόλης (Κριτόβουλος, Κάλλιστος).
Παράλληλα, με μια τεράστια αλυσίδα την οποία εγκατέστησε ο Γενοβέζος μηχανικός Μπαρτολομέο Σαλίνγκο κλείνει η είσοδος του Κεράτιου Κόλπου (Μπάρμπαρο, Λεονάρδος Χίου, Φραντζής, Δούκας).
5 Απριλίου 1453: Οι δυνάμεις των Οθωμανών με επικεφαλής του Μωάμεθ φτάνουν έξω απ’ τη Βασιλεύουσα. Οι υπερασπιστές καταλαμβάνουν τις θέσεις τους στα τείχη της.
6 Απριλίου 1453: Το σούρουπο της μέρας αυτής ξεκινούν οι κανονιοβολισμοί εναντίον της Πόλης. Ο οθωμανικός στόλος (6 τριήρεις, 10 διήρεις, 15 γαλέρες με κουπιά, 75 “φούστες”, πλοία πιο ελαφριά απ’ τις διήρεις και 20 παραντάρια, βαριές μεταφορικές μαούνες με πανιά), με επικεφαλής τον Βούλγαρο εξωμότη Σουλεϊμάν Μπαλτόγλου, επιχειρούν να σπάσουν χωρίς αποτέλεσμα την αλυσίδα του Βοσπόρου (η επίθεση αυτή, ίσως έγινε στις 9 Απριλίου).
12 Απριλίου 1453: Ξεκινά μαζικός βομβαρδισμός των τειχών της Πόλης. Τα κανόνια αποδεικνύοντας δύσχρηστα. Γλιστρούν μέσα στη λάσπη από τις βροχές τ’ Απρίλη ωστόσο οι βολές τους προξενούν ζημιές στα τείχη. Οι υπερασπιστές της Πόλης με επικεφαλής τον Ιουστινιάνη, τις επιδιορθώνουν με αξιοθαύμαστη ταχύτητα. Νέα προσπάθεια του οθωμανικού στόλου να σπάσει την αλυσίδα του Κεράτιου, αποτυγχάνει. Ο Μωάμεθ νιώθει ταπεινωμένος και διατάζει να βελτιωθούν οι βλητικές ικανότητες των κανονιών.
18 Απριλίου 1453: Μαζική επίθεση εναντίον της Πόλης αποτυγχάνει. Μετά από τετράωρη μάχη, οι πολιορκητές αποχωρούν αφήνοντας πίσω τους 200 νεκρούς. Κανένας Χριστιανός δεν έπαθε τίποτα. (Μπάρμπαρο, Κριτόβουλος)
20 Απριλίου 1453: Τρεις γενοβέζικες γαλέρες, με όπλα και προμήθειες, σταλμένες από τον Πάπα πλησιάζουν την Προποντίδα. Μαζί τους ενώνεται και αυτοκρατορικό πλοίο με επικεφαλής τον Φλαντανελά. Οι Τούρκοι τα αντιλαμβάνονται και κινούνται εναντίον τους. Μετά από μια συγκλονιστική Ναυμαχία, τα πλοία φτάνουν ασφαλή στο αγκυροβόλιο του Κεράτιου. Ο Μπαλτόγλου τραυματισμένος σοβαρά στο μάτι, καθαιρείται, ραβδίζεται και περνά στη φτώχεια και την αφάνεια την υπόλοιπη ζωή του (Μπάρμπαρο, Κριτόβουλος, Δούκας).
21 Απριλίου 1453: Νέος βομβαρδισμός των τειχών της Πόλης. Με οδηγίες κάποιου Γενοβέζου, εμπνευσμένου προφανώς από το ανάλογο κατόρθωμα του Κρητικού Ναύαρχου Νικόλαου Σόρβολου (ή Καραβίτη), ο οποίος το 1439 πέρασε βενετικά πλοία από τον ποταμό Αδίγη, στη λίμνη Γκάρντα, μια διαδρομή 17 χλμ. σε χιονισμένο ορεινό αυχένα, ο Μωάμεθ διατάσσει την κατασκευή δρόμου στην ξηρά (μιμούμενος τον Δίολκο στην αρχαία Κόρινθο), για να οδηγηθούν τα πλοία του στον Κεράτιο. Ο δρόμος φτιάχνεται αυθημερόν και τα ξημερώματα της 22ας Απριλίου, περίπου 70 τουρκικά πλοία φτάνουν στον Κεράτιο, κοντά στην Κοιλάδα των Πηγών. Οι εμβρόντητοι πολιορκημένοι συνεδριάζουν για το πώς θ’ αντιμετωπίσουν τη νέα κατάσταση .
28 Απριλίου 1453: Βυζαντινά πλοία ξεκινούν για να πυρπολήσουν τον οθωμανικό στόλο. Επικεφαλής τους ήταν ο Τζιάκομο Κόκο, ο Βενετός Πλοίαρχος Τρεβιζάνο και ο υπαρχηγός του Ζαχαρία Γκριόνι. Η ολιγοήμερη καθυστέρηση της επιχείρησης, οδηγεί στην προδοσία της από κάποιον Γενοβέζο. Η προσπάθεια αποτυγχάνει. 40 Χριστιανοί ναύτες συλλαμβάνονται από τους Οθωμανούς και σφαγιάζονται. Σε αντίποινα, 260 Τούρκοι αιχμάλωτοι, αποκεφαλίζονται πάνω στα τείχη.
Αρχές Μαΐου 1453: Απογοήτευση επικρατεί στους υπερασπιστές της Πόλης, αλλά και διαμάχες, κυρίως μεταξύ Βενετών και Γενοβέζων.
3 Μαΐου 1453: Ένα μπριγκαντίνι, με πλήρωμα 12 άνδρες μεταμφιεσμένους σε Οθωμανούς εθελοντές, φεύγει από την Πόλη προς το Αιγαίο, ελπίζοντας ότι θα συναντήσει βενετικά πλοία που θα έσπευδαν σε βοήθεια
6-7 Μαΐου 1453: Νέες τουρκικές επιθέσεις, αποκρούονται. Διαπρέπει ο Έλληνας Ραγκαβής που έκοψε στα δύο τον σημαιοφόρο του Σουλτάνου Αμίρ μπέη. Σύντομα όμως περικυκλώθηκε και σκοτώθηκε (Μπάρμπαρο, Σλαβικό Χρονικό).
Μέσα Μαΐου 1453: Ξεκινούν προσπάθειες εκσκαφής ορυγμάτων κάτω από τα τείχη. Ο Ζαγανός Πασάς, χρησιμοποίησε επαγγελματίες υπονομευτές από τα ορυχεία ασημιού του Νόβο Μπρόντο στη Σερβία. Οι Βυζαντινοί, με επικεφαλής τον Γερμανό (;) Γιοχάνες Γκραντ και τον Λουκά Νοταρά, εξουδετερώνουν όλες τις υπόγειες επιθέσεις (16 – 23 Μαΐου). (Μπάρμπαρο, Φραντζής, Λεονάρδος Χίου)
18 Μαΐου 1453: Ένας πύργος που προσπαθούν οι Οθωμανοί να “κολλήσουν” στα τείχη της Πόλης, καταστρέφεται από βαρελάκια με δυναμίτιδα που τοποθέτησαν κοντά του μερικοί Βυζαντινοί. Μαζί με τον πύργο, σκοτώνονται και όσοι βρίσκονταν σ’ αυτόν.
Την ίδια μέρα επιστρέφει το μπριγκαντίνι που είχε σταλεί στο Αιγαίο και αναφέρει στον Αυτοκράτορα ότι δεν έρχεται καμία βοήθεια για την Πόλη (Μπάρμπαρο).
24 Μαΐου 1453: Σε λιτανεία στην Πόλη, γλιστρά η εικόνα της Θεοτόκου από το βάθρο όπου βρισκόταν. Μόνο με πολύ μεγάλες προσπάθειες ξαναμπαίνει στη θέση της. Καταρρακτώδης βροχή, χαλάζι και ομίχλη οδηγούν στη διακοπή της λιτανείας. Κάποια περίεργα φώτα που εμφανίστηκαν γύρω από τον τρούλο της Αγίας Σοφίας και σε απόσταση, πίσω από τα οθωμανικά στρατεύματα (Μπάρμπαρο), δεν εξηγήθηκε ποτέ από πού προέρχονταν.
25 Μαΐου 1453: Ο Μωάμεθ συγκαλεί το μυστικοσυμβούλιο του. Προηγήθηκε μία αποτυχημένη προσπάθεια, μέσω του νεαρού αρνησίθρησκου Ισμαήλ, να πείσει τον Παλαιολόγο να παραδοθεί. Ο Χαλίλ, σχεδόν πείθει τον Σουλτάνο να σταματήσει την πολιορκία, αλλά ο Ζαγανός Πασάς και άλλοι στρατιωτικοί, επιμένουν. Ο Μωάμεθ συμφωνεί μαζί τους και ετοιμάζεται για την τελική επίθεση.
Σάββατο 26 – Κυριακή 27 Μαΐου 1453: Σφοδροί βομβαρδισμοί των τειχών. Οι υπερασπιστές της πόλης ωστόσο, στη διάρκεια της νύχτας, βοηθούμενοι κι από αμάχους επιδιορθώνουν τις ζημιές. Ελαφρύς τραυματισμός του Ιουστινιάνη, από ένα θραύσμα. Η πληγή του δένεται και επιστρέφει στα τείχη, όπου είχε διαπρέψει (Σλαβικό Χρονικό).
Δευτέρα 28 Μαΐου: Ημέρα ξεκούρασης για τους πολιορκητές. Ο Μωάμεθ ήθελε να είναι πανέτοιμοι για την επόμενη ημέρα.
Τρίτη 29 Μαΐου 1453: 1.30 π.μ. Ξεκινά η φοβερή επίθεση των Οθωμανών. Οι γενναίοι υπερασπιστές αντιστέκονταν με κάθε τρόπο. Ο Μωάμεθ έβλεπε ότι για μια ακόμη φορά δεν μπορούσε να επιβληθεί.
Λίγο πριν την ανατολή του ήλιου, μια βολίδα μπομπάρδας (κανονιού), χτύπησε τον Ιουστινιάνη διαπερνώντας τον θώρακά του. Αιμορραγώντας ασταμάτητα, μέσα σε αφόρητους πόνους, ο Γενοβέζος ζήτησε από τον Παλαιολόγο να φύγει. Παρά τις προσπάθειες του Αυτοκράτορα δεν μεταπείστηκε.
Ο Ιουστινιάνης κατέφυγε στη Χίο όπου πέθανε την 1η Ιουνίου 1453.
Παράλληλα, από την Κερκόπορτα (Δούκας, Σαντεντίν) οι πρώτοι Οθωμανοί μπήκαν στην Πόλη. Σύντομα ακολούθησαν και άλλοι. Ο Αυτοκράτορας, έδειξε ότι δεν ήθελε να ζήσει περισσότερο από την Πόλη. Πετώντας τα αυτοκρατορικά εμβλήματα, με τον ξάδελφό του Θεόφιλο, τον γενναίο Ισπανό απ’ το Τολέδο, Δον Φρανσίσκο και τον ηρωικό συμπολεμιστή Ιωάννη Δαλμάτη, όρμησαν προς τους εχθρούς. Κανείς δεν τον ξαναείδε από τότε.
Ως το απόγευμα όλα είχαν τελειώσει. Απέμενε μια μικρή εστία αντίστασης. Κρητικοί ναύτες στους τρεις πύργους κοντά στην είσοδο του Κεράτιου Κόλπου, εξακολουθούσαν να αντιστέκονται, χωρίς να μπορούν να εκτοπιστούν. Βλέποντας ωστόσο ότι ήταν πλέον απελπιστικά μόνοι και απομονωμένοι, παραδόθηκαν με δυσφορία στους αξιωματικούς του Μωάμεθ, υπό τον όρο ότι η ζωή και η περιουσία τους θα παρέμειναν άθικτες. Τα δύο πλοία τους ήταν αραγμένα κάτω απ’ τους πύργους. Ανενόχλητοι από τους Τούρκους, που τους κοιτούσαν με θαυμασμό, τα καθέλκυσαν και έφυγαν για την Κρήτη (Φραντζής).
Ο απολογισμός της Άλωσης και όσων την ακολούθησαν ήταν τραγικός. Ο Κριτόβουλος αναφέρει 4.000 νεκρούς και 50.000 αιχμαλώτους. Ο Λεονάρδος της Χίου, κάνει μνεία για 60.000 αιχμαλώτους. Ίσως οι αριθμοί είναι υπερβολικοί, καθώς ο πληθυσμός της Κων/πολης το 1453, ήταν μικρότερος των 50.000.
Η αναφορά των Φραγκισκανών μοναχών εκτιμά τους νεκρούς υπερασπιστές και κατοίκους της Πόλης, σε 3.000.