Ο Κωστής Παλαμάς θεωρείται, ένας εκ των δύο νεοελλήνων Εθνικών μας ποιητών (ο άλλος είναι ο Διονύσιος Σολωμός). Ήταν υποψήφιος για το Βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας 14 φορές. Πέθανε στις 27 Φεβρουαρίου 1943.
Όταν ο ποιητής τάφηκε την επομένη, στο «φέρετρο του ακούμπησε όλη η Ελλάδα», όπως έγραψε στο ποίημά του ο Άγγελος Σικελιανός.
Ο Κωστής Παλαμάς ήταν ένας πολυγραφότατος ποιητής, πεζογράφος, θεατρικός συγγραφέας, ιστορικός, δημοσιογράφος και κριτικός της λογοτεχνίας. Ο Παλαμάς συγκαταλέγεται ανάμεσα στους σημαντικότερους Έλληνες ποιητές με σημαντική συνεισφορά στην εξέλιξη της νεοελληνικής ποίησης. Αποτέλεσε κεντρική μορφή της αποκαλούμενης «Νέας Αθηναϊκής Σχολής». Ο Κωστής Παλαμάς μαζί με τον Γεώργιο Δροσίνη, τον Νίκο Καμπά και τον Ιωάννη Πολέμη υπήρξε ένας από τους πρωτοπόρους της «Νέας Αθηναϊκής Σχολής».
Δημοσίευσε συνολικά 40 ποιητικές συλλογές, καθώς και θεατρικά έργα, κριτικά και ιστορικά δοκίμια, συγκριτικές μελέτες και βιβλιοκριτικές. Έγραψε το πρώτο του ποίημα σε ηλικία μόλις 9 ετών.
Ο Παλαμάς γεννήθηκε στις 13 Ιανουαρίου το 1859 στην Πάτρα και είχε καταγωγή από το Μεσολόγγι. Η οικογένεια του πατέρα του ήταν οικογένεια λογίων, με αξιόλογη πνευματική δραστηριότητα. Σε ηλικία έξι ετών έχασε τους γονείς του. Μετά το θάνατο των γονιών του, ο ποιητής μαζί με τα αδέρφια του πήγαν να ζήσουν στο Μεσολόγγι. Έζησε εκεί από το 1867 έως και το 1875. Το 1887 παντρεύτηκε τη Μαρία Βάλβη, με την οποία απέκτησαν τρία παιδιά.
Μόλις ολοκλήρωσε τις μαθητικές του υποχρεώσεις, πήγε στην Αθήνα προκειμένου να σπουδάσει στη Νομική Σχολή. Σύντομα όμως εγκατέλειψε τις σπουδές του αποφασισμένος να ασχοληθεί με την ποίηση.
Από το 1875 δημοσίευε σε εφημερίδες και περιοδικά διάφορα ποιήματα του. Το 1886 δημοσιεύτηκε η πρώτη του ποιητική συλλογή υπό τον τίτλο «Τραγούδια της Πατρίδος μου» στη δημοτική γλώσσα.
Ο Παλαμάς έγραψε τους στίχους του Ύμνου των Ολυμπιακών Αγώνων το 1896.
Το ποιητικό του έργο είναι μεγάλο και με τεράστια απήχηση. Μερικά από τα πιο γνωστά του ποιήματα είναι τα ακόλουθα: «Ίαμβοι και ανάπαιστοι» (1897), «Η ασάλευτη ζωή» (1904), «Ο Δωδεκάλογος του Γύφτου» (1907) και « Η φλογέρα του Βασιλιά» (1910).
Το 1918 του απονεμήθηκε το Εθνικό Αριστείο Γραμμάτων και Τεχνών, ενώ από το 1926 αποτέλεσε βασικό μέλος της Ακαδημίας των Αθηνών, της οποίας και έγινε Πρόεδρος το 1930.
Το 1897 διορίστηκε Γραμματέας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Έμεινε σε αυτή τη θέση έως και το 1928.
Ο Παλαμάς «έφυγε» από τη ζωή στις 27 Φεβρουαρίου το 1943 κατά τη διάρκεια του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου και της γερμανικής Κατοχής. Η κηδεία του αποτέλεσε σημαντικό γεγονός της εποχής. Έγινε λαϊκό προσκύνημα και μπροστά σε έκπληκτους Γερμανούς κατακτητές, χιλιάδες άνθρωποι τον συνόδευσαν στην τελευταία του κατοικία, στο Α΄ νεκροταφείο Αθηνών, ψάλλοντας τον Εθνικό μας Ύμνο.
Ακούστε τον:
Ο Κωστής Παλαμάς θεωρείται,ο δεύτερος εθνικός μας ποιητής. Ήταν υποψήφιος για το Βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας 14 φορές.
Πεθανε στις 27 Φεβρουαρίου 1943.
Όταν ο ποιητής τάφηκε,στο «φέρετρο του ακούμπησε όλη η Ελλάδα», όπως έγραψε στο ποίημά του ο Άγγελος Σικελιανός
Ακούστε τον pic.twitter.com/ygLVb9dRfi— Marka2‼️ (@Marka2free) February 26, 2024
Μπροστά στα γερμανικά SS ο Σικελιανός απήγγειλε “Βογκῆστε τύμπανα πολέμου… Οἱ φοβερὲς σημαῖες, ξεδιπλωθεῖτε στὸν ἀέρα! “
Ο Παλαμάς πέθανε σε ηλικία 84 ετών. Ήταν βαριά άρρωστος όταν τον συνάντησε ο χάρος στο σπίτι του, στην οδό Περιάνδρου 3 στην Πλάκα. Λίγες μέρες νωρίτερα, στις 9 Φεβρουαρίου του 1943, είχε πάρει τη γυναίκα του Μαρία, δηλαδή (15) δέκα πέντε μόλις ημέρες (!) μετά τον θάνατο της αγαπημένης του γυναίκας Μαρίας. Αυτό, μας δείχνει, πόσο σημαντική είναι για τον άνθρωπο η καλή ψυχολογία και το κουράγιο. Με την ανθρώπινη επικοινωνία ενισχύεται το αίσθημα της συλλογικότητας. Είμαστε συνάμα ως άτομα πομποί και δέκτες ζωτικής ενέργειας!
Το νέο του θανάτου του επιφανέστερου ποιητή της γενιάς του 1880 κυκλοφόρησε με αστραπιαία ταχύτητα στην κατοχική Αθήνα. «Χτες βράδυ μία είδηση ακατανόητη μας ήρθε. Μία είδηση ασύλληπτη. Ο Γέρο-Παλαμάς πέθανε. Είχαμε ξεχάσει πως ήταν θνητός» γράφει στο προσωπικό της ημερολόγιο η Ιωάννα Τσάτσου.
Από νωρίς το πρωί της επομένης 28ης Φεβρουαρίου πλήθος λαού άρχισε να συγκεντρώνεται στο Α’ Νεκροταφείο της Αθήνας για να αποτίσει το ύστατο χαίρε στον μεγάλο ποιητή, αλλά και για να εκφράσει τα αντικατοχικά του αισθήματα.
Στις 11 το πρωί άρχισε η νεκρώσιμος ακολουθία, χοροσταντούντος του Αρχιεπισκόπου Αθηνών και πάσης Ελλάδος Δαμασκηνού. Ο πνευματικός κόσμος της χώρας έδωσε βροντερό «παρών»: Σπύρος Μελάς, Μαρίκα Κοτοπούλη, Κωνσταντίνος Τσάτσος, Γιώργος Θεοτοκάς, Άγγελος Σικελιανός, Ηλίας Βενέζης, Ιωάννα Τσάτσου, Γιώργος Κατσίμπαλης, κ.ά.
Οι επίσημες αρχές, προσπαθώντας να περιορίσουν το νόημα της παλλαϊκής συγκέντρωσης, εκπροσωπήθηκαν στην κηδεία από τον ίδιο τον δοτό Πρωθυπουργό Κωνσταντίνο Λογοθετόπουλο και από εκπροσώπους των γερμανικών και ιταλικών κατοχικών δυνάμεων.
Αυτό δεν απέτρεψε τη μετατροπή της κηδείας σε εκδήλωση πατριωτικής έξαρσης.
Και κάτι ακόμα. Απάγγειλαν ποιήματα στην κηδεία του οι ποιητές Άγγελος Σικελιανός και Σωτήρης Σκίπης.
«Σε αυτό το φέρετρο ακουμπάει η Ελλάδα» είπε εύστοχα ο ποιητής Άγγελος Σικελιανός (1884-1951), δίνοντας το πνεύμα ομόθυμης παρουσίας του λαού στην κηδεία. Και «με μια φωνή όσο ποτέ δυνατή» απήγγειλε το ποίημα Παλαμάς, που είχε γράψει τα χαράματα της 28ης Φεβρουαρίου προς τιμήν του μεγάλου ποιητή:
Ηχήστε οι σάλπιγγες… Καμπάνες βροντερές,
δονήστε σύγκορμη τη χώρα πέρα ως πέρα…
Βογκήστε τύμπανα πολέμου… Οι φοβερές
σημαίες, ξεδιπλωθείτε στον αέρα!
Σ’ αυτό το φέρετρο ακουμπά η Ελλάδα! Ένα βουνό
με δάφνες αν υψώσουμε ως το Πήλιο κι ως την Όσσα,
κι αν το πυργώσουμε ως τον έβδομο ουρανό,
ποιόν κλεί, τι κι αν το πεί η δικιά μου γλώσσα;
Μα εσύ Λαέ, που τη φτωχή σου τη μιλιά,
Ήρωας την πήρε και την ύψωσε ως τ’ αστέρια,
μεράσου τώρα τη θεϊκή φεγγοβολιά
της τέλειας δόξας του, ανασήκωσ’ τον στα χέρια
γιγάντιο φλάμπουρο κι απάνω από μας
που τον υμνούμε με καρδιά αναμμένη,
πες μ’ ένα μόνο ανασασμόν: “Ο Παλαμάς !”,
ν’ αντιβογκήσει τ’ όνομά του η οικουμένη!
Ηχήστε οι σάλπιγγες… Καμπάνες βροντερές,
δονήστε σύγκορμη τη χώρα πέρα ως πέρα…
Βογκήστε τύμπανα πολέμου… Οι φοβερές
σημαίες, ξεδιπλωθείτε στον αέρα!
Σ’ αυτό το φέρετρο ακουμπά η Ελλάδα ! Ένας λαός,
σηκώνοντας τα μάτια του τη βλέπει…
κι ακέριος φλέγεται ως με τ’ άδυτο ο Ναός,
κι από ψηλά νεφέλη Δόξας τονε σκέπει.
Τι πάνωθέ μας, όπου ο άρρητος παλμός
της αιωνιότητας, αστράφτει αυτήν την ώρα
Ορφέας, Ηράκλειτος, Αισχύλος, Σολωμός
την άγια δέχονται ψυχή την τροπαιοφόρα,
που αφού το έργο της θεμέλιωσε βαθιά
στη γην αυτήν με μιαν ισόθεη Σκέψη,
τον τρισμακάριο τώρα πάει ψηλά τον Ίακχο
με τους αθάνατους θεούς για να χορέψει.
Ηχήστε οι σάλπιγγες… Καμπάνες βροντερές,
δονήστε σύγκορμη τη χώρα πέρα ως πέρα…
Βόγκα Παιάνα ! Οι σημαίες οι φοβερές
της Λευτεριάς ξεδιπλωθείτε στον αέρα!
Στη συνέχεια, ο ποιητής Σωτήρης Σκίπης, απήγγειλε συγκλονιστικά το ποίημά του. Ξεχωρίζει, για τον συγκλονιστικό πολιτικό στίχο του -λαμβανομένου υπόψη, ότι στην κηδεία παρέστησαν η δωσίλογη εγκάθετη Κυβέρνηση του Λογοθετόπουλου και αντιπρόσωποι των Γερμανών και Ιταλών κατακτητών:
“… Κι έπεσες καθώς από σεισμό
πέφτει μια μαρμάρινη κολόνα
κάποιου πανάρχαιου ναού.
Σα ναός, οπού χτυπιέται
απ’ τα βόλια των βαρβάρων.
Σαν τον Παρθενώνα,
ήρωα, ποιητή του Αιώνα.
Θα σε κλάψουνε μια μέρα
οι ίδιοι αυτοί που μας σκοτώνουν
έναν – έναν (σ.σ. !)
σαν ξυπνήσουν απ’ τη μέθη τους
κι αντικρύσουν τι ερημιές
εσκορπίσανε στο διάβα τους
σ’ αναρίθμητες καρδιές…”
Όταν τελείωσε η νεκρώσιμη ακολουθία, ο Σπύρος Μελάς, ο Άγγελος Σικελιανός και νέα παιδιά σήκωσαν το φέρετρο και κατευθύνθηκαν προς τον χώρο της ταφής. Την ώρα που θα εναπόθεταν το φέρετρο μέσα στη γη, πλησίασαν οι αντιπρόσωποι των κατακτητών να καταθέσουν στεφάνι.
Τότε, ο λογοτέχνης Γιώργος Κατσίμπαλης άρχισε να τραγουδά τον Εθνικό Ύμνο: «Σε γνωρίζω από την κόψη…». Ακολούθησε το συγκεντρωμένο πλήθος, «πρώτα δειλά –περιγράφει ο Κωνσταντίνος Τσάτσος– ύστερα η φωνή κατάκτησε όλον τον κόσμο, μυριόστομη. Ήταν η στιγμή η πιο συγκινητική. Ο κόσμος τραγουδούσε με πάθος. Κάποιος φώναξε Ζήτω η ελευθερία του πνεύματος. Αλλά ο κόσμος ήθελε ελευθερία σκέτη και φώναζε Ζήτω η Ελευθερία!».