Δριμεία κριτική για την συνολική φιλοσοφία των νέων Κωδίκων που κατατέθηκαν ως νομοσχέδιο στη Βουλή από το Υπουργείο Δικαιοσύνης και ήδη συζητείται στις επιτροπές, αλλά και στην αναλυτική αξιολόγηση βασικών άρθρων, ασκεί η Ένωση Ελλήνων Ποινικολόγων.
Όπως αναφέρει “κατά την παρασκευή του επίμαχου νομοσχεδίου «υπερπηδήθηκε» παντελώς -για άγνωστους λόγους- το στάδιο της νομοπαρασκευαστικής επιτροπής με αποτέλεσμα το νομοσχέδιο να εμφανίζει σοβαρά προβλήματα νομοτεχνικής και ουσιαστικής φύσεως καθώς και ασυμβατότητα προς το Σύνταγμα και την ΕΣΔΑ”.
Παραθέτει δε 7 σοβαρά προβλήματα τα οποία θα προκαλέσει, όπως λέει, το νομοσχέδιο:
α) συμφόρηση των ποινικών ακροατηρίων
β) υπερ-κορεσμό των σωφρονιστικών καταστημάτων και κοινωνικό εξοστρακισμό μη επικίνδυνων παραβατών
γ) οξύτατα προβλήματα διαχρονικού δικαίου και ισότητας ενώπιον του νόμου
δ) πτώση της ποιότητας των δικαστικών αποφάσεων και αύξηση των εξ αυτών ουσιαστικώς ή νομικώς λανθασμένων
ε) αφόρητο περιορισμό θεμελιωδών δικαιωμάτων των κατηγορουμένων
στ) υποβάθμιση του ρόλου των συνηγόρων
ζ) ανατροπή της δικαιοπολιτικής και δογματικής ισορροπίας του ποινικού μας συστήματος
Γενικό σχόλιο
Αναφέρει: “Για την επεξεργασία ενός νομοσχεδίου αυτού του εύρους έπρεπε αυτονοήτως να έχει συσταθεί νομοπαρασκευαστική επιτροπή με πρόσωπα υψηλού κύρους προερχόμενα από όλους τους συμμετέχοντες στην απονομή της ποινικής δικαιοσύνης φορείς. Αυτό απαιτεί ο Ν. 4622/2019 περί καλής νομοθέτησης και το Εγχειρίδιο Νομοπαρασκευαστικής Μεθοδολογίας του 2020, το οποίο εξέδωσε η Προεδρία της Κυβέρνησης (βλ. Τρίτο Μέρος του Εγχειριδίου, σελ. 62-69).
Κατά την παρασκευή του επίμαχου νομοσχεδίου «υπερπηδήθηκε» παντελώς -για άγνωστους λόγους- το στάδιο της νομοπαρασκευαστικής επιτροπής με αποτέλεσμα το νομοσχέδιο να εμφανίζει σοβαρά προβλήματα νομοτεχνικής και ουσιαστικής φύσεως καθώς και ασυμβατότητα προς το Σύνταγμα και την ΕΣΔΑ (βλ. σχετικώς την από 23.12.2023 Ανακοίνωση της Νομικής Σχολής Αθηνών (https://www.law.uoa.gr/anakoinoseis_kai_ekdiloseis/proboli_anakoinosis/anakoinosi_gia_to_nomoschedio_tropopoiisis_pk_kai_kpd/) καθώς και το από 20.12.2023
Ψήφισμα 39 Καθηγητών Ποινικού Δικαίου της χώρας ( https://www.ertnews.gr/eidiseis/ellada/tin-antithesi-tous-sto-sxedio-nomou-tou-ypdikaiosynis-ekfrazoun-me-psifisma-meli-dep-ton-nomikon-sxolon/ ).
Οι πλείστες των προτεινόμενων ρυθμίσεων δεν υπηρετούν τον εξαγγελλόμενο σκοπό του νομοσχεδίου, ήτοι την επιτάχυνση και ποιοτική αναβάθμιση της ποινικής δίκης.
Οι κριτικές παρατηρήσεις και προτάσεις που υποβλήθηκαν κατά την δημόσια διαβούλευση δεν ελήφθησαν – με ολίγες εξαιρέσεις – δεόντως υπ’ όψιν, με αποτέλεσμα το κατατεθέν στην Βουλή κείμενο να είναι άκρως προβληματικό.
Συνολικώς εκτιμώμενο, το νομοσχέδιο χαρακτηρίζεται από νομοτεχνική προχειρότητα, τιμωρητικό/αντι-φιλελεύθερο πνεύμα και άγνοια των πρακτικών αναγκών της ποινικής διαδικασίας.
Η ψήφιση των διατάξεων του νομοσχεδίου αναμένεται να προκαλέσει:
α) συμφόρηση των ποινικών ακροατηρίων
β) υπερ-κορεσμό των σωφρονιστικών καταστημάτων και κοινωνικό εξοστρακισμό μη επικίνδυνων παραβατών
γ) οξύτατα προβλήματα διαχρονικού δικαίου και ισότητας ενώπιον του νόμου
δ) πτώση της ποιότητας των δικαστικών αποφάσεων και αύξηση των εξ αυτών ουσιαστικώς ή νομικώς λανθασμένων
ε) αφόρητο περιορισμό θεμελιωδών δικαιωμάτων των κατηγορουμένων
στ) υποβάθμιση του ρόλου των συνηγόρων
ζ) ανατροπή της δικαιοπολιτικής και δογματικής ισορροπίας του ποινικού μας συστήματος”
Η Ένωση παραθέτει και σχόλια- προτάσεις κατ΄ άρθρο του νομοσχεδίου:
-Μαζικές φυλακίσεις : Σχετικά με την αύξηση του ορίου ων ποινών και την κατ΄εξαίρεση χορήγηση αναστολής σε ποινές κάτω των 3 ετών, κάνει λόγο για “μαζικές και
άδικες φυλακίσεις για πράξεις μειωμένης απαξίας με καταστρεπτικά αποτελέσματα
για τους καταδικαζομένους και τις οικογένειές τους”.
“Άρθρο 15 (ΠΚ 83):
Ο επανακαθορισμός των ορίων των μειωμένων ποινών αιτιολογείται με την αύξηση του ανώτατου ορίου της πρόσκαιρης κάθειρξης από 15 σε 20 έτη.
Εν τούτοις, κατά τον επανακαθορισμό των εν λόγω ορίων το σ/ν υπερακοντίζει χωρίς προφανή λόγο και αυτές τις ρυθμίσεις του ΠΚ του 1950. Έτσι, το κατώτατο όριο αναβιβάζεται από 2 και 1 έτος σε 3 και δύο έτη αντιστοίχως και το ανώτατο σε 14 έτη.
Τούτο, σε συνδυασμό με τις ρυθμίσεις για την αναστολή εκτελέσεως και μετατροπή της ποινής και την άπαξ μείωση του πλαισίου της ποινής, θα οδηγήσει σε μαζικές και άδικες φυλακίσεις για πράξεις μειωμένης απαξίας με καταστρεπτικά αποτελέσματα για τους καταδικαζομένους και τις οικογένειές τους.
Προτείνεται να διατηρηθεί το ισχύον α. 84 ΠΚ, άλλως τα μειωμένα όρια ποινής να διαμορφωθούν ως εξής: σε 2-12 έτη για τις ποινές πρόσκαιρης κάθειρξης και σε 1-6 έτη για τις ποινές κάθειρξης έως 10 έτη”.
-Άδικες φυλακίσεις: Ειδικά για την μη αναστολή ακόμα και για εξ αμελείας αδικήματα, αναφέρει πως “αντιβαίνει στην θεμελιώδη αρχή της εξατομίκευσης της ποινής και καθιστά υποχρεωτικό τον εγκλεισμό στην φυλακή καταδικασθέντων για τους οποίους αυτός εμφανώς αντενδείκνυται”.
Άρθρο 19 (ΠΚ 99): Όριο αναστολής εκτελέσεως της ποινής
“Το προβλεπόμενο ανώτατο όριο του ενός έτους για την αναστολή της ποινής είναι άκρως ανελαστικό και περιορίζει υπέρμετρα την εξουσία του δικαστηρίου να προσαρμόσει την ποινή και τον τρόπο έκτισής της στην προσωπικότητα του καταδικασθέντος.
Επιπλέον, ο άνευ διακρίσεως αποκλεισμός της αναστολής εκτελέσεως της ποινής επί προηγούμενης καταδίκης ακόμη και για εξ αμελείας πλημμέλημα, το οποίο ενδέχεται μάλιστα να είναι κατά την φύση του τελείως άσχετο με την υπό κρίση πράξη, αντιβαίνει στην θεμελιώδη αρχή της εξατομίκευσης της ποινής και καθιστά υποχρεωτικό τον εγκλεισμό στην φυλακή καταδικασθέντων για τους οποίους αυτός εμφανώς αντενδείκνυται.
Προτείνεται το δεύτερο εδάφιο της πρώτης παραγράφου να αναδιατυπωθεί ως εξής:
«Αν ωστόσο κάποιος, που δεν έχει στο παρελθόν καταδικαστεί αμετάκλητα με μία ή περισσότερες αποφάσεις σε ποινή που δεν υπερβαίνει τα τρία (3) έτη για κακούργημα ή εκ δόλου πλημμέλημα, καταδικαστεί σε ποινή που δεν υπερβαίνει τα τρία (3) έτη, …….».
-Παραπομπές δύο ταχυτήτων: Για το θέμα της κατάργησης της έκδοσης βουλεύματος και της απευθείας παραπομπής στο ακροατήριο για σειρά σοβαρών αδικημάτων αναφέρει πως “δημιουργεί ευλόγως την εντύπωση ότι προεπιλέγεται ο τρόπος παραπομπής στο ακροατήριο εκκρεμών υποθέσεων που απασχολούν την τρέχουσα επικαιρότητα”.
Άρθρο 95: Τροποποίηση του άρθρου 309 παρ. 1 ΚΠΔ
“Η ένταξη όλων των κακουργημάτων που προβλέπονται σε ειδικούς ποινικούς νόμους (με την εξαίρεση της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα) στο μηχανισμό της απευθείας παραπομπής στο ακροατήριο δεν έχει εσωτερική συνοχή και είναι ανορθολογική. Τα εγκλήματα των ειδικών ποινικών νόμων (π.χ. αρχαιότητες, απάτη σε βάρος των οικονομικών συμφερόντων της ΕΕ) καθώς και τα προβλεπόμενα στο 13ο και 14ο κεφάλαιο του ΠΚ δεν έχουν ούτε την αποδεικτική ευκολία ούτε τη μαζικότητα που θα δικαιολογούσαν την παράκαμψη της ενδιάμεσης διαδικασίας.
Θα δημιουργηθεί χωρίς αποχρώντα λόγο ένα ανορθολογικό σύστημα παραπομπής δύο ταχυτήτων (λ.χ. η κακουργηματική απάτη σε βάρος ιδιώτη ή σε βάρος του Δημοσίου θα παραπέμπεται με βούλευμα, ενώ η απάτη σε βάρος των οικονομικών συμφερόντων της ΕΕ θα παραπέμπεται με κλητήριο θέσπισμα).
Περαιτέρω, η δυνατότητα απευθείας παραπομπής στο ακροατήριο των κακουργημάτων του προβλέπονται στο 13ο και 14ο κεφάλαιο του ΠΚ καθώς και εκείνα επί των οποίων έχει επιληφθεί η Ολομέλεια των Εφετών κατ’ άρθρο 28 παρ. 2 ΚΠΔ δημιουργεί ευλόγως την εντύπωση ότι προεπιλέγεται ο τρόπος παραπομπής στο ακροατήριο εκκρεμών υποθέσεων που απασχολούν την τρέχουσα επικαιρότητα.
Γενικότερα παρατηρείται ότι η διεύρυνση της απευθείας κλήσης των κακουργημάτων στο ακροατήριο θα αυξήσει με βεβαιότητα τον όγκο των υποθέσεων που παραπέμπονται στο ακροατήριο με συνέπεια την επιβράδυνση της ακροαματικής διαδικασίας”.
-Αρνητική πρωτοτυπία: Αδικαιολόγητη δυσπιστία για την ειλικρίνεια των αιτημάτων αναβολής εκ μέρους συνηγόρων, χαρακτηρίζει την επιλογή για τον περιρισμό του δικαιώματος σε μια μόνο αναβολή ανά υπόθεση. Αρνητική πρωτοτυπία δε θεωρεί την υποχρέωση καταβολής παραβόλου για την υποβολή του σχετικού αιτήματος.
Άρθρο 100: Τροποποίηση του άρθρου 349 ΚΠΔ
“Ο περιορισμός του αριθμού των αναβολών λόγω κωλύματος του συνηγόρου σε μία και μοναδική πέραν του ότι εκφράζει μια αδικαιολόγητη δυσπιστία ως προς την ειλικρίνεια των αιτημάτων αναβολής των συνηγόρων, κινείται σε ένα δικαιοπολιτικώς ευαίσθητο πεδίο, που άπτεται του κατοχυρωμένου στην ΕΣΔΑ άρθρο 6 παρ. 3 περ. Γ’ ΕΣΔΑ δικαιώματος του κατηγορουμένου να αναθέτει την υπεράσπισή του σε συνήγορο της επιλογής του, το οποίο δεν είναι επιτρεπτό να αντιπαραβάλλεται με την ανάγκη αποφυγής γραφειοκρατικών διαδικασιών ή την ταλαιπωρία των παραγόντων της ποινικής διαδικασίας.
Αρνητική πρωτοτυπία της προτεινόμενης ρύθμισης είναι η υποχρέωση καταβολής παραβόλου για την παραδεκτή υποβολή του αιτήματος αναβολής λόγω κωλύματος του συνηγόρου. Η ρύθμιση εξυπηρετεί ξένους προς την απονομή του δικαίου δημοσιονομικούς σκοπούς και παρακωλύει την ελεύθερη άσκηση του λειτουργήματος του συνηγόρου, αφού τιμωρεί αδικαιολόγητα το συνήγορο (και σε τελική ανάλυση τον εντολέα που θα επωμισθεί το κόστος), που χωρίς ευθύνη του τυχαίνει να έχει παράλληλες επαγγελματικές υποχρεώσεις. Αποτελεί υποχρέωση του δικαστηρίου η ενδελεχής εξέταση και η αιτιολογημένη απόρριψη τυχόν αβάσιμων ή καταχρηστικών αιτημάτων αναβολής εκ μέρους των συνηγόρων”.