Του Θεμιστοκλή Σοφού*
Με το σχέδιο νόμου που εισάγεται από το Υπουργείο Δικαιοσύνης γίνεται σαφές ότι ένας φοιτητής της Νομικής Σχολής θα πρέπει να ξαναδώσει το μάθημα του Ποινικού Δικαίου και της Ποινικής Δικονομίας τρεις φορές μέσα σε μια τετραετία, όχι για να τα εμπεδώσει, αλλά διότι ο νομοθέτης αλλάζει γνώμη ως προς τις σωστές απαντήσεις. Ο φοιτητής που ξεκίνησε τις σπουδές του το έτος 2019 και τελειώνει αυτές το τρέχον έτος 2023, θα πρέπει να ξαναδιαβάσει τα μαθήματα που νομίζει ότι έχει περάσει επιτυχώς στις εξετάσεις, καθώς μπήκε στη Νομική Σχολή προ του Ιουνίου 2019 με την διδασκαλία να του υπαγορεύει τη διάρκεια της κάθειρξης από 5 έως 20 έτη, στη συνέχεια πρέπει να διαβάσει ότι η κάθειρξη είναι μεταξύ 5 και 15 ετών και τώρα στο πέρας των σπουδών του διδάσκεται, πάλι, ότι η κάθειρξη είναι μεταξύ 5 και 20 ετών. Σίγουρα είναι βαθειά “πολιτική” η συγκεκριμένη κυκλοθυμική αντιμετώπιση, και μη ταπεινά τα κίνητρα της πολιτικής που ασκείται προδήλως, πλην όμως το εγχείρημα αλυσιτελές. Αυτό που δεν έχει αντιληφθεί ο εκάστοτε λαϊκίζων νομοθέτης είναι ότι με την αυστηροποίηση των ποινών και του πλαισίου πραγματικής έκτισης αυτών δεν πετυχαίνει σε καμία περίπτωση αυτό που νομίζει: Μια ποιοτικότερη εγκληματοπροληπτική λειτουργία της Πολιτείας. Και αυτό διότι όσο και να αυστηροποιεί ο νομοθέτης, ανάλογα με το βαθμό της πολιτικής συμμετοχής του στην ειδησεογραφία της προηγούμενης νύχτας, το πλαίσιο μιας ποινής ή τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες αυτή θα ανασταλεί ή θα εκτιθεί, τελικός αποδέκτης μίας ποινικής δικογραφίας είναι ο Εισαγγελικός και ο Δικαστικός Λειτουργός. Ο Δικαστής, και μόνον, θα αποφασίσει εάν θα επιβληθεί, ποιο είδος και πόση ποινή θα επιβληθεί, εάν θα εκτιθεί ή εάν θα ανασταλεί και σε ποιο χρονικό μέρος αυτής. Όποια σημασία είχε το όριο του πλαισίου έκτισης ποινής και μη εξαγοράς της, προ του Ν. 4619/2019, στα πέντε (5) έτη φυλάκισης, την ίδια είχε με αυτήν που μεταφέρθηκε τελικά στα τρία (3) έτη και την ίδια σημασία έχει τώρα υπό αυστηρότερες προϋποθέσεις δεν θα μπορεί πλέον να “φεύγει” κανείς από μια τέτοια ποινή χωρίς να εκτίσει μέρος αυτής. Με την αυστηροποίηση των ποινών δεν αλλάζει κάτι κατ΄ουσίαν. Ουδόλως ανταποκρίνεται η νομοθετική μεταρρύθμιση στην προσδοκώμενη συμμόρφωση του κοινωνού του δικαίου προς τις επιταγές των ποινικοδικαιϊκών ρυθμίσεων, καθώς με μεγαλύτερα “νούμερα” δεν επιτυγχάνεται ποιοτικότερη εγκληματοπροληπτική λειτουργία της Πολιτείας. Ένα παράδειγμα είναι το πρώτο εδάφιο του άρθρου 83 του Ποινικού Κώδικα περί μειωμένης ποινής, στο οποίο επέρχονται οι εξής αλλαγές: α) στην περ. β’ οι λέξεις «δύο (2)» και «οκτώ (8)» αντικαθίστανται από τις λέξεις «τριών (3)» και «δώδεκα (12)» αντίστοιχα, β) στην περ. γ’ οι λέξεις «ενός (1) έτους» και «οκτώ (8)» αντικαθίστανται από τις λέξεις «δύο (2) ετών» και «δέκα (10)» αντίστοιχα, γ) στην περ. δ’ οι λέξεις «ενός (1) έτους» αντικαθίστανται από τις λέξεις «δύο (2) ετών». Μάταιη η φιλοδοξία του νομοθέτη: Εάν ο δικαστής αποφασίσει να επιβάλει μια ποινή, ο ίδιος δικαστής θα κρίνει εάν ο καταδικασθείς θα την εκτίσει ή όχι, ο ίδιος δικαστής θα κρίνει εάν θα την αναστείλει ή εάν θα επιβάλλει κάποια κύρια ποινή επιπλέον της στερητικής της ελευθερίας ή όχι. Μπορούσε να την αναστείλει κάποτε υπό τον όρο της παρακολούθησης επιμελητή κοινωνικής αρωγής (μέχρι και τα πέντε έτη), στη συνέχεια μέχρι τα τρία έτη κ.ο.κ. Εάν ο δικαστής κρίνει ότι δεν αρκεί η αναστολή εκτέλεσης της ποινής για την αποτροπή του καταδικασθέντος από την επανάληψη τέλεσης νέων αξιόποινων πράξεων, θα βρεί τον τρόπο να το πράξει και αντίστροφα: Εάν ο δικαστής κρίνει ότι δεν πρέπει να εκτίσει ποινή ο καταδικασθείς, παρά το γεγονός ότι κρίθηκε ένοχος, επίσης θα βρεί τον δικονομικό τρόπο να το επιτύχει ώστε να εκτελεσθεί σωστά η απόφασή του.
Αντικείμενο του σχεδίου νόμου του Υπουργείου Δικαιοσύνης όπως εξαγγέλλεται, δήθεν, είναι α) η τροποποίηση των διατάξεων του Ποινικού Κώδικα και του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, προκειμένου η εφαρμογή τους να συμβάλει στην ουσιαστικότερη, αποτελεσματικότερη, και αμεσότερη διεξαγωγή της ποινικής δίκης, στην ενίσχυση της εγκληματοπροληπτικής λειτουργίας της ποινής μέσω των αρχών της γενικής και ειδικής πρόληψης και στην οικονομία της ποινικής διαδικασίας. Ουδέν ψευδέστερον. Ενδεικτικά, αα) αυξάνεται το ανώτατο όριο ποινής της κάθειρξης, αυστηροποιούνται οι ποινές επί εγκλημάτων μείζονος ποινικής απαξίας όπως ο εμπρησμός δάσους, αβ) τίθενται αυστηρότερες προϋποθέσεις αναστολής της ποινής, προκειμένου οι ποινές και επί πλημμελημάτων να εκτίονται μέσω των εναλλακτικών τρόπων έκτισης της κοινωφελούς εργασίας και της μετατροπής της ποινής σε χρηματική, αλλά και με πραγματική έκτιση σε σωφρονιστικό κατάστημα, όταν το δικαστήριο το κρίνει αναγκαίο, αγ) λαμβάνονται μέτρα για την προστασία της ποινικής δικαιοσύνης από άτομα που με καταχρηστική και παρελκυστική άσκηση των δικαιωμάτων τους απασχολούν ασκόπως τους λειτουργούς της και παρακωλύουν την ταχύτητα απονομής της και αδ) επιταχύνονται οι διαδικασίες επεξεργασίας και εκδίκασης των ποινικών υποθέσεων με τη λήψη μέτρων όπως η ενθάρρυνση της διαδικασίας της ποινικής διαπραγμάτευσης, ο περιορισμός της ενδιάμεσης διαδικασίας των δικαστικών συμβουλίων, καθώς και η μεταφορά της δικαστηριακής ύλης του πλημμελειοδικείου και του εφετείου από πολυμελή σε ολιγομελή δικαστήρια, προκειμένου ο ίδιος αριθμός δικαστών να δύναται να συγκροτήσει περισσότερα δικαστήρια και έτσι να εκδικάζεται πολλαπλάσιος αριθμός υποθέσεων, β) η αναδιαμόρφωση των διατάξεων του ν. 3500/2006 (A’ 232), προκειμένου: βα) οι διατάξεις να είναι προσαρμοσμένες στις παρούσες κοινωνικές συνθήκες και στη δικαιοπολιτική ανάγκη τόσο της προστασίας του θεσμού της οικογένειας, της ανηλικότητας και των θυμάτων, κυρίως των γυναικών, που πλήττονται με αυξανόμενη ένταση από συμπεριφορές ενδοοικογενειακής βίας, ββ) να ενισχυθεί η ψυχολογική και οικονομική στήριξη, καθώς και η κοινωνική αποκατάσταση των θυμάτων με διεύρυνση των αρμόδιων φορέων, βγ) να προβλεφθεί ειδική υποχρέωση των επαγγελματιών για την καταγγελία των περιστατικών που υποπίπτουν στην αντίληψη τους, βδ) να διευρυνθεί η διαδικασία της ποινικής διαμεσολάβησης και βε) να ενισχυθούν άλλα δικονομικά μέσα που αποσκοπούν στην πρόληψη των περιστατικών ενδοοικογενειακής βίας και στην παρεμπόδιση υποτροπής του δράστη,γ) η τροποποίηση των παρ. 1 και 2 του άρθρου 45 του ν. 4557/2018 (Α’ 139) γα) με την αύξηση του διοικητικού προστίμου νομικών προσώπων όταν το κέρδος δεν μπορεί να προσδιοριστεί και γβ) με την απάλειψη της προϋπόθεσης προηγούμενης αμετάκλητης καταδίκης φυσικού προσώπου.
Η παρ. 2 του άρθρου 5 του Ποινικού Κώδικα είχε την θεμελίωση της εφαρμογής των ελληνικών ποινικών νόμων με την επιφύλαξη του διεθνούς δικαίου, ώστε πλοία ή αεροσκάφη ελληνικά να θεωρούνται έδαφος της επικράτειας οπουδήποτε και αν βρίσκονται, εκτός αν σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο υπόκεινταν σε αλλοδαπό νόμο, ενώ τώρα με την προτεινόμενη ρύθμιση αντικαθίσταται ως εξής: «2. Οι ελληνικοί ποινικοί νόμοι εφαρμόζονται σε πράξεις που τελούνται σε πλοία που φέρουν την ελληνική σημαία ή αεροσκάφη που έχουν την ελληνική εθνικότητα ανεξάρτητα από το δίκαιο του τόπου τέλεσης αυτών.» Η εισαγόμενη αντίληψη της υπεροχής του ελληνικού ποινικού δικαίου δεν έρχεται κατ΄ανάγκη σε αντίθεση με την συνταγματική διάταξη του άρ. 28 Σ, πλην όμως οι γενικά παραδεγμένοι κανόνες του διεθνούς δικαίου, καθώς και οι διεθνείς συμβάσεις, από την επικύρωσή τους με νόμο και τη θέση τους σε ισχύ σύμφωνα με τους όρους καθεμιάς, αποτελούν αναπόσπαστο μέρος του εσωτερικού ελληνικού δικαίου και υπερισχύουν από κάθε άλλη αντίθετη διάταξη νόμου, ενώ η εφαρμογή των κανόνων του διεθνούς δικαίου και των διεθνών συμβάσεων στους αλλοδαπούς ex constitutionem τελεί πάντοτε υπό τον όρο της αμοιβαιότητας.
Περαιτέρω, στην παρ. 1 του άρθρου 42 του Ποινικού Κώδικα προστίθεται δεύτερο εδάφιο και η παρ. 1 διαμορφώνεται ως εξής: «1. Όποιος, έχοντας αποφασίσει να τελέσει έγκλημα, αρχίζει να εκτελεί την περιγραφόμενη στο νόμο αξιόποινη πράξη, τιμωρείται, αν το έγκλημα δεν ολοκληρώθηκε, με μειωμένη ποινή (άρθρο 83). Αν το δικαστήριο κρίνει ότι η μειωμένη ποινή του πρώτου εδαφίου δεν επαρκεί για να αποτρέψει τον υπαίτιο από την τέλεση άλλων αξιόποινων πράξεων, μπορεί να του επιβάλει την ίδια ποινή με αυτή που ο νόμος προβλέπει για την ολοκληρωμένη πράξη.».
(ii) Με τη ρύθμιση αυτή παρά τον εξαγγελλόμενο γενικοπροληπτικό και ειδικοπροληπτικό χαρακτήρα των ρυθμίσεων που εισάγονται με το υπό κρίση νομοσχέδιο, καθίσταται σαφές, ότι αποστερεί οποιοδήποτε κίνητρο του κοινωνού του δικαίου να προβεί σε υπαναχώρηση. Ειδικότερα, κατά το ισχύον δίκαιο ολοσχερώς ατιμώρητη παραμένει μόνο η υπαναχώρηση από μη πεπερασμένη απόπειρα ενώ αντίθετα η υπαναχώρηση από πεπερασμένη απόπειρα αντιμετωπίζεται κατ’ άρθρο 44 παρ. 2 ΠΚ κατά πρώτο λόγο ως λόγος μείωσης της ποινής και μόνο δυνητικά προβλέπεται και γι’ αυτήν τη μορφή της υπαναχώρησης αποκλεισμός του αξιοποίνου (τιμωρία με την ποινή του ά. 83 ΠΚ μειωμένη στο μισό, με δυνατότητα δικαστικής άφεσης της ποινής). Με το προτεινόμενο σχέδιο εκδηλώνεται περιττή και μάλλον μη δεκτική εφαρμογής αυστηρότητα στην επιβολή της ίδιας ποινής με το τετελεσμένο έγκλημα στην περίπτωση της πεπερασμένης απόπειρας, ώστε να μην έχει πλέον κανένα λόγο ο δράστης της πεπερασμένης απόπειρας να παρεμποδίσει με τη θέλησή του την επέλευση του εγκληματικού αποτελέσματος.
Στο άρθρου 47 του Ποινικού Κώδικα επέρχονται νομοτεχνικές βελτιώσεις, προστίθεται τρίτο εδάφιο και το άρθρο 47 διαμορφώνεται ως εξής: Όποιος, εκτός από την περίπτωση της παρ. 1 του άρθρου 46, πρόσφερε με πρόθεση σε άλλον οποιαδήποτε συνδρομή πριν από την τέλεση ή κατά την τέλεση της άδικης πράξης που διέπραξε, τιμωρείται με μειωμένη ποινή (άρθρο 83). Το δικαστήριο μπορεί να επιβάλει την ποινή του αυτουργού, αν ο υπαίτιος προσφέρει άμεση συνδρομή κατά την τέλεση και στην εκτέλεση της πράξης, θέτοντας το αντικείμενο της προσβολής στη διάθεση του φυσικού αυτουργού. Την ποινή του αυτουργού μπορεί να επιβάλλει το δικαστήριο και στην περίπτωση του πρώτου εδαφίου, αν κρίνει ότι η συνδρομή που προσφέρθηκε είναι ιδιαίτερα σημαντική για την τέλεση της πράξης και η μειωμένη ποινή του πρώτου εδαφίου δεν επαρκεί για να αποτρέψει τον υπαίτιο από την τέλεση άλλων αξιόποινων πράξεων.».
Στην παρ. 2 του άρθρου 52 του Ποινικού Κώδικα αντικαθίσταται η λέξη «δεκαπέντε» από τη λέξη «είκοσι» και η παρ. 2 διαμορφώνεται ως εξής: «2. Η διάρκεια της πρόσκαιρης κάθειρξης δεν υπερβαίνει τα είκοσι έτη ούτε είναι κατώτερη των πέντε ετών.
Ενώ λοιπόν ο φοιτητής της Νομικής Σχολής έμαθε τη μετατροπή της ποινής σε χρηματική και στη συνέχεια την κατάργηση της μετατροπής και την αντικατάσταση αυτής από τη χρηματική ποινή του άρθρου 57 Π.Κ. με τη βάσανο των ημερήσιων μονάδων, ώστε η χρηματική ποινή δεν μπορούσε να είναι ανώτερη: α) από ενενήντα ημερήσιες μονάδες όταν απειλείται ως μόνη κύρια ποινή ή διαζευκτικά με ποινή παροχής κοινωφελούς εργασίας, β) από εκατόν ογδόντα ημερήσιες μονάδες όταν απειλείται διαζευκτικά με ποινή στερητική της ελευθερίας και γ) από τριακόσιες εξήντα ημερήσιες μονάδες όταν απειλείται αθροιστικά με ποινή στερητική της ελευθερίας, τώρα καλείται και πάλι να επιστρέψει στην χρηματική ποινή ως κύρια ποινή αλλά χωρίς ημερήσιες μονάδες, ώστε με το προτεινόμενο σχέδιο η χρηματική ποινή δεν μπορεί να είναι κατώτερη από πεντακόσια (500) ευρώ ούτε ανώτερη από δεκαπέντε χιλιάδες (15.000) ευρώ για πλημμελήματα, ούτε κατώτερη από δεκαπέντε χιλιάδες (15.000) ευρώ και ανώτερη από εκατό χιλιάδες (100.000) ευρώ για κακουργήματα.
Τώρα πλέον με το προτεινόμενο νομοσχέδιο μετά το άρθρο 80 του Ποινικού Κώδικα προστίθεται νέο άρθρο 80 Α και επανέρχεται η Μετατροπή της ποινής φυλάκισης σε χρήμα και σε περίπτωση αδυναμίας η δοσοποίηση ως εξής: Κάθε ποινή φυλάκισης μέχρι δύο (2) ετών, αν το δικαστήριο κρίνει ότι δεν υπάγεται στις προϋποθέσεις εφαρμογής των άρθρων 99 και 104 Α, μετατρέπεται σε χρηματική ποινή, υπολογίζοντας κάθε ημέρα σε ποσό από δέκα (10) έως εκατό (100) ευρώ, εκτός αν το δικαστήριο, με την απόφασή του, κρίνει ότι απαιτείται η πραγματική της έκτιση εν όλω ή εν μέρει, για να αποτραπεί ο δράστης από την τέλεση νέων αξιόποινων πράξεων. Η παρ. 1 του άρθρου 80 για το ύψος της μετατροπής εφαρμόζεται αναλόγως. Αν ο καταδικασθείς αδυνατεί να καταβάλει αμέσως το σύνολο της χρηματικής ποινής ή η καταβολή της συνεπάγεται την αδυναμία καταβολής της αποζημίωσης στο θύμα, το δικαστήριο καθορίζει, και αυτεπαγγέλτως, προθεσμία, όχι μεγαλύτερη από τρία (3) έτη, ώστε μέσα σε αυτήν να καταβάλει σε δόσεις ή εφάπαξ την ποινή του. Αξίζει να επισημανθεί ότι επί δεκαετίες ο νομικός κόσμος είχε αποδεχθεί την εφαρμογή της χρηματικής ποινής και τα τελευταία έτη τον συνδυασμό αυτής με την παροχή κοινωφελούς εργασίας, με αποτέλεσμα να υποδέχεται καλύτερα την κατάργηση των μάλλον δυσχερών στον υπολογισμό “ημερήσιων μονάδων”.
Επίσης, ο φοιτητής της Νομικής Σχολής είχε μελετήσει το προισχύσαν (προ του Ν. 4619/2019) άρθρο 74 παράγραφος 1 ΠΚ, με βάση το οποίο το δικαστήριο μπορούσε να διατάξει την απέλαση αλλοδαπού που καταδικάσθηκε σε κάθειρξη ή φυλάκιση με την επιφύλαξη των σχετικών διατάξεων που περιλαμβάνονται σε διεθνείς συμβάσεις που έχουν κυρωθεί από τη χώρα. Το αυτό ισχύει και όταν η απέλαση επιβλήθηκε από το δικαστήριο ως παρεπομένη ποινή. Εκ της διατάξεως του άνω άρθρου, που εντασσόταν στο τέταρτο Κεφάλαιο του Ποινικού Κώδικα και στα υπό στοιχ. ΙΙΙ μέτρα ασφαλείας, προκύπτει ότι η απέλαση α) είναι μέτρο ασφαλείας, β) επιβάλλεται από το δικαστήριο, αν ο αλλοδαπός καταδικάσθηκε σε κάθειρξη ή φυλάκιση (ή εάν κατά την παράγραφο 2 του άρθρου 74 ΠΚ, του επιβλήθηκε μέτρο ασφαλείας των άρθρων 69, 71 και 72) και γ) επιβαλλόταν κατά τρόπο δυνητικό, αφού λαμβάνονταν υπόψη οι περιστάσεις της πράξεως και η προσωπικότης του καταδικασθέντος. Με το Ν. 4619/2019 καταργήθηκε το μέτρο ασφαλείας της απέλασης και παρέμεινε μόνον η διοικητική απέλαση, ώστε να διερωτάται κανείς κατά πόσον η θεωρητική και μόνον διαφορά μεταξύ της κατάργησης μιας παρεπόμενης ποινής και της διατήρησης του διοικητικού μέτρου της απέλασης αλλοδαπού εξυπηρετούσε πράγματι τις ιδεολογικές ανάγκες του νομοθέτη που τις αποφάσισε το 2019.
Τώρα εμπλουτίζονται και πάλι τα μέτρα ασφαλείας με την απέλαση και στην παρ. 1 του άρθρου 69 του Ποινικού Κώδικα προστίθεται περ. γ’ και η παρ. 1 διαμορφώνεται ως εξής: «1. Μέτρα ασφαλείας, εκτός από τα προβλεπόμενα στα άρθρα 122 και 123, είναι: α) τα μέτρα θεραπείας ατόμων με ψυχική ή διανοητική διαταραχή, β) η δήμευση κατά το άρθρο 76 και γ) η απέλαση αλλοδαπού
Ειδικότερα, με το νέο νομοσχέδιο και με την επιφύλαξη των σχετικών διατάξεων που περιλαμβάνονται σε διεθνείς συμβάσεις που έχουν κυρωθεί από τη χώρα, το δικαστήριο, ανεξάρτητα από τυχόν συντρέχουσα διοικητική διαδικασία σύμφωνα με τον Κώδικα Μετανάστευσης (ν. 5038/2023, Α’ 81), μπορεί να διατάξει την απέλαση κάθε αλλοδαπού (πολίτη τρίτης χώρας ή κράτους μέλους της Ε.Ε.) που καταδικάσθηκε σε κάθειρξη τουλάχιστον έξι (6) ετών για τις αξιόποινες πράξεις του δεύτερου εδαφίου της παρ. 6 του άρθρου 105Β ή για τη διακεκριμένη κλοπή του άρθρου 374, εάν κρίνει ότι η παραμονή του στη χώρα δεν συμβιβάζεται προς τους όρους της κοινωνικής συμβίωσης, λαμβάνοντας υπόψη ιδίως το είδος του εγκλήματος για το οποίο καταδικάστηκε, τον βαθμό της υπαιτιότητάς του, τις ειδικές συνθήκες τέλεσης της πράξης, τις συνέπειες αυτής, τον χρόνο παραμονής του στο ελληνικό έδαφος, τη νομιμότητα ή μη της παραμονής του, την εν γένει συμπεριφορά, τον επαγγελματικό προσανατολισμό, την ύπαρξη οικογένειας και γενικότερα τον βαθμό ένταξης αυτού στην ελληνική κοινωνία, καθώς και τον βαθμό επικινδυνότητας για τη δημόσια ασφάλεια.
Ειδικά, για τους πολίτες κράτους μέλους της Ε.Ε. που έχουν αποδεδειγμένα μόνιμη διαμονή στην ελληνική επικράτεια τουλάχιστον για πέντε (5) έτη, πριν από την τέλεση της πράξης, απέλαση μπορεί να επιβληθεί μόνο όταν συντρέχουν και αιτιολογούνται ειδικώς στην απόφαση σοβαροί και επιτακτικοί λόγοι δημοσίας ασφάλειας. Η απέλαση εκτελείται αμέσως μετά την έκτιση της ποινής ή την απόλυση από τις φυλακές.
Το δικαστήριο μπορεί, επίσης, να διατάξει την απέλαση από τη χώρα κάθε αλλοδαπού στον οποίο επιβλήθηκε μέτρο ασφάλειας των άρθρων 69A, 70 και 71. Σε αυτή την περίπτωση, η απέλαση μπορεί να διαταχθεί σε αντικατάσταση αυτών των μέτρων.
Το δικαστήριο που αποφασίζει την απέλαση του αλλοδαπού δράστη επιβάλλει σε αυτόν απαγόρευση επανεισόδου του στη χώρα, για χρονικό διάστημα τουλάχιστον δέκα (10) ετών αν είναι πολίτης τρίτης χώρας και τουλάχιστον πέντε (5) ετών αν είναι πολίτης κράτους μέλους της Ε.Ε.
Μετά από περίπου δύο έτη αποχής των δικηγόρων αποφάσισε ο νομοθέτης πλέον να νομοθετήσει και να ρυθμίσει την παρ. 6 του άρθρου 187 του Ποινικού Κώδικα όπου στις περιπτώσεις καταδίκης για αξιόποινες πράξεις του παρόντος άρθρου, καθώς και για τα συναφή αδικήματα που συνεκδικάστηκαν με την ίδια απόφαση, η ποινή δεν αναστέλλεται ούτε μετατρέπεται με κανέναν τρόπο, τυχόν ασκηθείσα έφεση δεν έχει αναστέλλουσα ισχύ, εκτός αν το δικαστήριο, σε περίπτωση καταδίκης για το πλημμέλημα της παρ. 3 και τα συναφή πλημμελήματα ή κακουργήματα τα οποία επισύρουν πρόσκαιρες στερητικές της ελευθερίας ποινές, κρίνει με ειδική αιτιολογία ότι πρέπει να χορηγηθεί η ανασταλτική δύναμη της έφεσης Στην τελευταία περίπτωση επιβάλλονται υποχρεωτικά οι κατάλληλοι περιοριστικοί όροι.
Περαιτέρω με το νομοσχέδιο προτείνεται νέα διατύπωση του άρ. 363 ΠΚ, όπου στην έννοια του τρίτου δεν περιλαμβάνονται δημόσιοι λειτουργοί ή υπάλληλοι που λαμβάνουν γνώση των ισχυρισμών κατά την ενάσκηση καθήκοντος στο πλαίσιο πολιτικής, ποινικής ή διοικητικής δίκης, χωρίς να συνδέονται προσωπικά με τα μέρη. Με τη ρύθμιση αυτή, αν και ενέχει αοριστία η έννοια της προσωπικής σύνδεσης των δημοσίων λειτουργών ή υπαλλήλων με τα μέρη (συγγενική – προσωπική σχέση ή μεροληπτική στάση κλπ.) κρίνεται θετικά η εφαρμογή της επί σκοπώ περιορισμού των εγκλήσεων σε περίπτωση άσκησης νόμιμου δικαιώματος ακροάσεως ενώπιον των δημοσίων λειτουργών ή υπαλλήλων.
Ιδιαίτερα θετικό ενδιαφέρον παρουσιάζει η επαναφορά της αυτεπάγγελτης δίωξης των εγκλημάτων που προβλέπονται στην παρ. 1 του άρθρου 386 και στην παρ. 1 του άρθρου 386Α. Η παρ. 1 του άρθρου 381 του Ποινικού Κώδικα αντικαθίσταται ως εξής: «1. Για την ποινική δίωξη των εγκλημάτων που προβλέπονται στο άρθρο 374Α, στην παρ. 1 του άρθρου 375, στο άρθρο 377, στο πρώτο και δεύτερο εδάφιο της παρ. 1 του άρθρου 378 και στην παρ. 1 του άρθρου 379 (ενώ έχει καταργηθεί) απαιτείται έγκληση.» και η παρ. 1 του άρθρου 405 του Ποινικού Κώδικα αντικαθίσταται ως εξής: «1. Για την ποινική δίωξη των εγκλημάτων που προβλέπονται στα άρθρα 387 και 389, στο πρώτο εδάφιο της παρ. 1 του άρθρου 390, στο άρθρο 397 και στην παρ. 1 του άρθρου 404 απαιτείται έγκληση». Δεν γίνεται πλέον διάκριση ως προς το κατ΄έγκληση διωκόμενο αδίκημα της πλημμεληματικής απιστίας κατ΄άρ. 390 ΠΚ μόνον για την ποινική δίωξη των εγκλημάτων απιστίας στρεφόμενα άμεσα κατά πιστωτικού ή χρηματοδοτικού ιδρύματος ή επιχειρήσεων του χρηματοπιστωτικού τομέα, αλλά απαιτείται έγκληση αδιακρίτως πλέον στις περιπτώσεις τέλεσης πλημμεληματικής απιστίας.
Exkurs: Μια ουσιαστική παρέμβαση του νομοθέτη είναι αναγκαία στην Εθνική Σχολή Δικαστών. Η Εθνική Σχολή Δικαστών ιδρύθηκε με το Ν. 2236/1994 και άρχισε να λειτουργεί τον Αύγουστο 1995 στη Θεσσαλονίκη και σκοπό έχει την επιλογή, εκπαίδευση και κατάρτιση των προοριζομένων να διοριστούν σε θέσεις δικαστικών λειτουργών των πολιτικών και ποινικών δικαστηρίων, των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων, του ΣτΕ και του Ελεγκτικού Συνεδρίου, αφετέρου τη διαρκή επιμόρφωση των υπηρετούντων δικαστικών λειτουργών. Για την πραγμάτωση του σκοπού αυτού διενεργήθηκαν το 2000 και 2001 στην Κομοτηνή, όπου και η έδρα του τμήματος επιμόρφωσης της Σχολής Δικαστών, τέσσερα προγράμματα επιμόρφωσης δικαστικών λειτουργών, με θέμα “η επίδραση της Ε.Σ.Δ.Α. στην ερμηνεία και εφαρμογή του εσωτερικού ελληνικού δικαίου” υπό τη γενική εποπτεία του Καθηγητή Αριστοτέλη Χαραλαμπάκη, τότε Αντιπρύτανη του Δ.Π.Θ. και ο τότε Αντιπρόεδρος του Αρείου Πάγου και Γενικός Διευθυντής της ΕΣΔΙ Ευάγγελος Κρουσταλάκης, ενώ υπεύθυνοι του προγράμματος ήταν ο Καθηγητής Διονύσιος Σπινέλλης, με αναπληρωτή τον τότε Σύμβουλο του Ελεγκτικού Συνεδρίου Ιωάννη Σαρμά. Την εισηγητική ομιλία έκανε ο τότε Υπουργός Δικαιοσύνης Μιχάλης Σταθόπουλος. Επίσης πραγματοποιήθηκαν και δύο ακόμη σεμινάρια επιμόρφωσης στην Αρχαία Ολυμπία, για τους δικαστικούς λειτουργούς της εφετειακής περιφέρειας Πατρών και στη Θεσσαλονίκη, του οποίου την έναρξη κήρυξε ο τότε Υπουργός Δικαιοσύνης Φίλιππος Πετσάλνικος. Τρία επίσης σεμινάρια πραγματοποιήθηκαν στην Κομοτηνή το 2002 απευθυνόμενα σε 115 δικαστικούς λειτουργούς από διάφορες περιφέρειες της Ελλάδας και ένα στην Καστοριά με συμμετοχή 134 δικαστικών λειτουργών και 45 σπουδαστών της ΕΣΔΙ.
Με το ΠΔ 47/17-6-2022 ιδρύθηκε Γραφείο Συλλογής και Επεξεργασίας Δικαστικών Στατιστικών Στοιχείων (JustStat) για τη συστηματική συλλογή, ανάλυση και διάδοση στατιστικών στοιχείων των δικαστηρίων και εισαγγελιών της Χώρας, καθώς και τη διασφάλιση και η διαρκής βελτίωση της ποιότητας των δικαστικών στατιστικών. Το Γραφείο εκτελεί την αποστολή του ακολουθώντας τα υψηλότερα ευρωπαϊκά και διεθνή δικαστικά στατιστικά πρότυπα, τηρεί δε και τις υποχρεώσεις της κείμενης νομοθεσίας ως προς τη συλλογή και επεξεργασία στατιστικών στοιχείων. Με αυτόν τον τρόπο στοχεύει: α) Στη διασφάλιση ανεξάρτητης και ποιοτικής λειτουργίας κατά τα ανωτέρω πρότυπα. β) Στην παραγωγή στατιστικών στοιχείων χρήσιμων για την απονομή της δικαιοσύνης, τη δημόσια πολιτική, την οικονομία, την κοινωνία και τους άλλους τομείς της ζωής. γ) Στην παραγωγή αξιόπιστων στατιστικών στοιχείων που θα εμπιστεύονται οι χρήστες, ήτοι οι λοιπές υπηρεσίες του Υπουργείου Δικαιοσύνης, τα αρμόδια δικαστικά όργανα, οι διεθνείς φορείς που αξιοποιούν δικαστικά στατιστικά δεδομένα για τους σκοπούς τους αλλά και το ευρύ κοινό. δ) Στη διασφάλιση του στατιστικού απορρήτου και στην προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, προκειμένου τα δικαστήρια και οι εισαγγελίες να παρέχουν, ανεπιφύλακτα, δεδομένα τους για την παραγωγή δικαστικών στατιστικών. Οι στόχοι αυτοί αποτελούν τη βάση πάνω στην οποία το Γραφείο συντονίζει τη δράση των δικαστηρίων και εισαγγελιών της Χώρας, όσον αφορά στη συλλογή, ανάλυση και διάδοση των επίσημων δικαστικών στατιστικών.
Σύμφωνα με την υπ΄αριθμ. 5/8-2-2023 ανακοίνωση της Ένωσης Δικαστών και Εισαγγελέων προς τον Υπουργό Δικαιοσύνης, (α) Στην Εισαγγελία Πρωτοδικών Αθηνών, στην οποία προβλέπονται εκατόν σαράντα τέσσερις (144) οργανικές θέσεις εισαγγελικών λειτουργών, από τις οποίες έντεκα (11) παραμένουν κενές, ενώ δεκαέξι (16) εισαγγελικοί λειτουργοί έχουν αποσπαστεί σε διάφορες υπηρεσίες και επιπλέον εννιά (9) εισαγγελικοί λειτουργοί τελούν σε άδεια (αναρρωτική, κυήσεως ή ανατροφής τέκνου), δηλαδή παραμένουν ουσιαστικά κενές οι τριάντα έξι (36) θέσεις, ποσοστό που ισούται με το 1/4 της δυναμικότητάς της. Το έτος 2021 εισήχθησαν 125.205 μηνύσεις, από τις οποίες παραπέμφθηκαν με απευθείας κλήση στο ακροατήριο 54.446 υποθέσεις, τέθηκαν στο αρχείο της Εισαγγελίας (άρθρα 43,51, 59 και 245 παρ.3 ΚΠΔ, 315, 381, 467, 468 ΠΚ,ν. 4198/2013, ν. 4411/2016) 72.902 υποθέσεις (σημειωτέον ότι επί των κατ’ άρθρο 51 ΚΠΔ 5.520 εκδοθεισών διατάξεων ασκήθηκαν μόνο 734 προσφυγές), παραγγέλθηκε η διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης σε 35.645 υποθέσεις, έτυχαν επεξεργασίας 5.420 ανακριτικές δικογραφίες, υποβλήθηκαν στο Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Αθηνών 4.407 προτάσεις εισαγγελικών λειτουργών και εκδόθηκαν αντίστοιχα βουλεύματα (από αυτά 2.539 απαλλακτικά, 526 παραπεμπτικά και 1342 για παρεμπίπτοντα θέματα), εκδόθηκαν 1.017 ποινικές διαταγές και οι εισαγγελείς μετείχαν σε 4006 συνολικά συνεδριάσεις ποινικών δικαστηρίων.
Το έτος 2022 εισήχθησαν 134.292 μηνύσεις, από τις οποίες παραπέμφθηκαν με απευθείας κλήση στο ακροατήριο 59.969 υποθέσεις, τέθηκαν στο αρχείο της Εισαγγελίας (άρθρα 43,51, 59 και 245 παρ.3 ΚΠΔ, 315, 381, 467, 468 ΠΚ, ν. 4043/2012, ν. 4198/2013, ν. 4411/2016) 60.359 υποθέσεις, (επί των κατ άρθρο 51 ΚΠΔ 5.468 εκδοθεισών διατάξεων ασκήθηκαν μόνο 734 προσφυγές), παραγγέλθηκε η διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης σε 43.089 υποθέσεις, έτυχαν επεξεργασίας 4757 ανακριτικές δικογραφίες, υποβλήθηκαν στο Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Αθηνών 4.276 προτάσεις εισαγγελικών λειτουργών και εκδόθηκαν αντίστοιχα βουλεύματα (από αυτά 2.503 απαλλακτικά, 385 παραπεμπτικά και 1388 για παρεμπίπτοντα θέματα), εκδόθηκαν 4.812 ποινικές διαταγές και οι εισαγγελείς μετείχαν σε 4.938 συνολικά συνεδριάσεις ποινικών δικαστηρίων.
β) Στην Εισαγγελία Πρωτοδικών Θεσσαλονίκης, στην οποία προβλέπονται τριάντα επτά (37) οργανικές θέσεις εισαγγελικών λειτουργών, από τις οποίες τρεις (3) παραμένουν κενές, ενώ δυο (2) εισαγγελικοί λειτουργοί έχουν αποσπαστεί σε άλλες υπηρεσίες και επιπλέον τρεις (3) εισαγγελικοί λειτουργοί τελούν σε άδεια (αναρρωτική, κυήσεως ή ανατροφής τέκνου), δηλαδή παραμένουν ουσιαστικά κενές οι οκτώ (8) θέσεις, ποσοστό που αντιστοιχεί στο 1/5 της δυναμικότητάς της: Το έτος 2021 εισήχθησαν 43.586 μηνύσεις, από τις οποίες παραπέμφθηκαν με απευθείας κλήση στο ακροατήριο 13.593 υποθέσεις, τέθηκαν στο αρχείο της Εισαγγελίας (άρθρα 43,51, 59 και 245 παρ.3 ΚΠΔ, ν. 4337/2015, ν. 4411/2016) 19.852 υποθέσεις (επί των κατ’ άρθρο 51 ΚΠΔ 1039 εκδοθεισών διατάξεων ασκήθηκαν μόνο 129 προσφυγές), παραγγέλθηκε η διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης σε 9.926 υποθέσεις, έτυχαν επεξεργασίας 1766 ανακριτικές δικογραφίες, υποβλήθηκαν στο Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Θεσσαλονίκης 2.565 προτάσεις εισαγγελικών λειτουργών και εκδόθηκαν αντίστοιχα βουλεύματα (από αυτά 209 αφορούσαν την υφ’ όρο απόλυση καταδίκων), εκδόθηκαν 1000 ποινικές διαταγές και οι εισαγγελείς μετείχαν σε 1558 συνολικά συνεδριάσεις ποινικών δικαστηρίων. Το έτος 2022 εισήχθησαν 43.573 μηνύσεις, από τις οποίες παραπέμφθηκαν με απευθείας κλήση στο ακροατήριο 16.570 υποθέσεις, τέθηκαν στο αρχείο της Εισαγγελίας (άρθρα 43,51, 59 και 245 παρ.3 ΚΠΔ) 19.517 υποθέσεις (επί των κατ’ άρθρο 51 ΚΠΔ 1.166 εκδοθεισών διατάξεων ασκήθηκαν μόνο 113 προσφυγές), παραγγέλθηκε η διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης σε 12.980 υποθέσεις, έτυχαν επεξεργασίας 1823 ανακριτικές δικογραφίες, υποβλήθηκαν δε στο Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Θεσσαλονίκης 2.516 προτάσεις εισαγγελικών λειτουργών και εκδόθηκαν αντίστοιχα βουλεύματα (από αυτά 247 αφορούσαν την υφ’ όρο απόλυση καταδίκων), εκδόθηκαν 1000 ποινικές διαταγές και οι εισαγγελείς μετείχαν σε 1952 συνολικά συνεδριάσεις ποινικών δικαστηρίων. Από τα παραπάνω ενδεικτικά αναφερόμενα, καθίσταται προφανές ότι παρά τα υφιστάμενα κενά στις οργανικές θέσεις και τον αυξημένο αριθμό υποθέσεων που εισέρχονται καθημερινά στις εισαγγελίες, μόλις ποσοστό 30-35% περίπου από αυτές καταλήγει να παραπέμπεται στο ακροατήριο, γεγονός που συμβάλει στην -κατά το μέτρο του δυνατού- διεκπεραίωση της ποινικής δίκης σε εύλογο χρόνο.
*Θεμιστοκλής Ι. Σοφός, Δ.Ν. – Δικηγόρος, Γεν. Γραμματέας Ινστιτούτου Ευρωπαϊκού και Διεθνούς Ποινικού Δικαίου