
Του Βασίλη Ταλαμαγκα
Η σύγκρουση που έχει ξεσπάσει ανάμεσα στον Αμερικανό πρόεδρο Ντόναλντ Τραμπ και την κυβέρνηση του Νικολάς Μαδούρο στη Βενεζουέλα αποτελεί μία από τις πιο επικίνδυνες γεωπολιτικές κρίσεις των τελευταίων ετών. Δεν πρόκειται για μια συνηθισμένη διπλωματική αντιπαράθεση, αλλά για μια πλήρη κλιμάκωση που συνδυάζει στρατιωτικές απειλές, οικονομική πίεση, μυστικές επιχειρήσεις και μια σκληρή μάχη για τον έλεγχο της περιοχής. Το ερώτημα πλέον δεν είναι αν υπάρχει ένταση, αλλά πού μπορεί να οδηγήσει αυτή η σύγκρουση.
Η κυβέρνηση Τραμπ έχει υιοθετήσει μια επιθετική στρατηγική απέναντι στη Βενεζουέλα, χαρακτηρίζοντας το καθεστώς Μαδούρο «ναρκο-καθεστώς» και το Cartel de los Soles τρομοκρατική οργάνωση. Αυτή η θέσπιση δημιουργεί ένα νομικό υπόβαθρο που θα μπορούσε θεωρητικά να δικαιολογήσει στρατιωτικές επιχειρήσεις. Ταυτόχρονα, η ενίσχυση των αμερικανικών ναυτικών δυνάμεων στην Καραϊβική και οι αναφορές περί μυστικών επιχειρήσεων αυξάνουν κατακόρυφα την πιθανότητα εμπλοκής.
Οι ΗΠΑ φαίνεται πως επιχειρούν να πιέσουν τον Μαδούρο είτε σε παραίτηση είτε σε συμφωνία που θα περιορίσει την επιρροή του. Το μοτίβο αυτό θυμίζει προηγούμενες αμερικανικές στρατηγικές σε χώρες της Λατινικής Αμερικής, όπου η ανάμειξη ήταν συχνά βαθύτερη από τη δημόσια εικόνα.
Ο Μαδούρο, από την άλλη πλευρά, αντιδρά με μια σαφή στρατιωτική προετοιμασία. Η κινητοποίηση δεκάδων χιλιάδων στρατιωτών, οι ασκήσεις στις ακτές και η ενεργοποίηση των πολιτοφυλακών δεν είναι απλές κινήσεις άμυνας· είναι μήνυμα ότι η Βενεζουέλα δεν θα υποκύψει σε εξωτερική πίεση χωρίς αντίσταση.
Εσωτερικά, ο Μαδούρο χρησιμοποιεί την απειλή αμερικανικής επέμβασης για να ενισχύσει την εθνικιστική του βάση και να παρουσιάσει τον εαυτό του ως υπερασπιστή της κυριαρχίας της χώρας. Αυτή η στρατηγική ενδέχεται να συσπειρώσει μέρος του πληθυσμού, αλλά παράλληλα αυξάνει τον κίνδυνο ένοπλης σύγκρουσης.
Η σύγκρουση Τραμπ–Μαδούρο μπορεί να οδηγήσει σε δύσκολες καταστάσεις :
Ειδικές επιχειρήσεις κατά “στόχων-καρτέλ” ή κατά στρατιωτικών εγκαταστάσεων θα μπορούσαν να πυροδοτήσουν ευρύτερη αντίδραση του Καράκας και να εμπλέξουν περιφερειακές δυνάμεις. Αν και κανείς δεν επιθυμεί ανοιχτό πόλεμο, η κλιμάκωση μπορεί εύκολα να ξεφύγει, ιδίως αν υπάρξει επεισόδιο μεταξύ αμερικανικών και βενεζουελάνικων δυνάμεων.
Η πίεση των ΗΠΑ μπορεί να προκαλέσει ρήγματα μέσα στο καθεστώς ή ενίσχυση ένοπλων ομάδων. Ένα τέτοιο σενάριο θα οδηγούσε σε χάος και σε ανθρωπιστική κρίση μεγαλύτερη από τη σημερινή.
Εάν καμία πλευρά δεν επιθυμεί πραγματικά πόλεμο —κάτι αρκετά πιθανό— μπορεί να οδηγηθούμε σε διάλογο υπό διεθνή εποπτεία. Αυτό, όμως, προϋποθέτει αποκλιμάκωση που προς το παρόν δεν φαίνεται στον ορίζοντα.
Όποιο κι αν είναι το αποτέλεσμα, ο μεγάλος χαμένος φαίνεται πως θα είναι ο βενεζουελάνικος λαός. Οι κυρώσεις, η οικονομική κατάρρευση, η έλλειψη βασικών αγαθών και ο φόβος πολεμικής σύγκρουσης συνθέτουν μια πραγματικότητα δυσβάσταχτη. Μια γενικευμένη σύγκρουση θα οδηγούσε σε νέο κύμα μεταναστεύσεων και πιθανή περιφερειακή αστάθεια.
Η σύγκρουση Τραμπ–Μαδούρο δεν είναι απλώς ένα επεισόδιο μεταξύ δύο ηγετών. Είναι ένα γεωπολιτικό παιχνίδι με τεράστιο διακύβευμα που μπορεί να αλλάξει την ισορροπία στη Λατινική Αμερική. Η κατάσταση βρίσκεται σε οριακό σημείο, και οι επιλογές των επόμενων μηνών θα καθορίσουν αν η περιοχή θα παραμείνει σε ένταση, θα οδηγηθεί σε σύρραξη ή θα αναζητήσει δρόμο εξομάλυνσης.






