Το βιβλίο «Ιθάκη» του Αλέξη Τσίπρα επιχειρεί μια αποτίμηση της περιόδου 2015 – 2019 μέσα από την οπτική του ίδιου. Είναι μια αφήγηση με ενδιαφέρον, αποκαλυπτικές λεπτομέρειες και μια φανερή προσπάθεια να αναδειχθεί ως ο πολιτικός που κλήθηκε και πήρε δύσκολες αποφάσεις. Όμως, παρά τις αναδρομές και τις εξηγήσεις, ο πρώην πρωθυπουργός δείχνει πως παραμένει δεμένος με τις επιλογές εκείνης της περιόδου, απολύτως αμετακίνητος από τις τότε θέσεις του και ταυτισμένος με τους συνεργάτες του.
Τα όσα γράφει για το δημοψήφισμα του 2015, αλλά και τις τηλεοπτικές άδειες είναι χαρακτηριστικά.
Σε ό,τι αφορά το πρώτο, ο Τσίπρας περιγράφει συνομιλίες με τη Μέρκελ και τον Ολάντ, επιμονή στη διαπραγματευτική τακτική, πίστη ότι το «όχι» θα άνοιγε νέους δρόμους. Αλλά η αφήγησή του αφήνει σημαντικά ερωτήματα αναπάντητα. Δεν εξηγεί πειστικά αν πράγματι είχε προετοιμαστεί για τις συνέπειες, ούτε αν είχε εξετάσει σοβαρά το ενδεχόμενο μιας πιο ψύχραιμης, τεχνοκρατικής προσέγγισης που θα απέφευγε την περιπέτεια των capital controls και την κατάληξη στο τρίτο μνημόνιο. Η κριτική που έχει διατυπωθεί -ότι βιάστηκε να ανέβει στην εξουσία, εμπιστεύτηκε λάθος ανθρώπους και υπερεκτίμησε τη διαπραγματευτική του δύναμη- δεν απαντάται ουσιαστικά.
Αντίστοιχα, στην ενότητα για τις τηλεοπτικές άδειες, ο Τσίπρας παρουσιάζει το εγχείρημα ως μια κορυφαία θεσμική παρέμβαση: καθαρός διαγωνισμός, διαφάνεια, τέλος στην ασυδοσία και 246 εκατ. ευρώ στα δημόσια ταμεία. Δεν υπάρχει αμφιβολία περί της πίστης του ότι ο διαγωνισμός είχε στοιχεία τομής. Το περιγράφει, άλλωστε, καθαρά. Και σε αυτό το πλαίσιο, αποδίδει στον Νίκο Παππά, τότε αρμόδιο υπουργό, την εφαρμογή των συλλογικών αποφάσεων, αλλά και των αποφάσεων του ίδιου του Τσίπρα. Όπως λέει χαρακτηριστικά, μάλιστα «η ευθύνη για τη διαδικασία και την εξέλιξή της δεν ανήκει στον Παππά και σε όσα μου εισηγήθηκε […] αλλά σε εμένα που πήρα τις τελικές αποφάσεις». Γενικώς, από τα γραφόμενα προκύπτει ότι η αποτίμηση της διαδικασίας, που έβαλε απέναντι ισχυρά συμφέροντα, συνοδεύεται από πλήρη πολιτική κάλυψη στον Ν. Παππά: καμία απόσταση, καμία διάκριση ανάμεσα στον τότε πρωθυπουργό και τον υπουργό του, καμία αναφορά σε λάθη ή υπερβολές που αναδείχθηκαν και κατά τη διάρκεια του διαγωνισμού και εκ των υστέρων. Παρά τις αναφορές, κυρίως δημοσιογραφικές, ότι «ο Τσίπρας δεν θέλει να ακούει για τον Παππά», στο βιβλίο δεν υπάρχει ούτε σκιά αποστασιοποίησης. Αντίθετα, προβάλλεται μια εικόνα πλήρους ταύτισης: κοινές αποφάσεις, κοινή πολιτική στόχευση, κοινή σύγκρουση.
Η «Ιθάκη» καταλήγει έτσι ως επαναβεβαίωση ενός πολιτικού ρόλου που παραμένει άρρηκτα συνδεδεμένος με το ταραχώδες παρελθόν της περιόδου 2015 – 2019. Ο Τσίπρας δείχνει πως δεν μπορεί -ή δεν θέλει- να πάρει απόσταση από εκείνες τις επιλογές. Και αυτό είναι, τελικά, η πιο ενδιαφέρουσα, αλλά και πιο προβληματική, πλευρά του βιβλίου του.






