Ο Αντώνης Σαμαράς μίλησε στον κυρίαρχο ελληνικό λαό και απηύθυνε κάλεσμα για μια ΝΕΑ ΑΡΧΗ όπως επί λέξει είπε που μπορεί — και πρέπει — να ανατρέψει τα δεδομένα στην ελληνική Κεντρο‐δεξιά .
Η συνέντευξη που έδωσε ο Αντώνης Σαμαράς, έδωσε το στίγμα που στέλνει στην μεγάλη ιστορική παράταξη, στο Έθνος , στον πολιτικό χρόνο που έρχεται.
«Απασφάλισε ο πρώην πρόεδρος της ΝΔ και εκλεγμένος πρωθυπουργός ;
Ναι — με την έννοια ότι ένας πρώην πρωθυπουργός, ένας πολιτικός που έχει ήδη αφήσει το δικό του ιστορικό αποτύπωμα, αποφασίζει σήμερα να μην είναι απλώς ένας σχολιαστής ή ένας παρατηρητής.
Το μήνυμά του είναι καθαρό: η «παλιά» Δεξιά δεν αντέχει να παραμείνει θεατής στην υποβάθμισή της, η παράταξη δεν μπορεί να συνεχίσει χωρίς αυτοκριτική, η χώρα δεν μπορεί να προχωρήσει χωρίς επανατοποθέτηση.
Στη συνέντευξή του ο Σαμαράς δεν έκανε απλώς «κριτική». Έκανε δύσκολη «επίθεση».
Κατονόμασε με σαφήνεια τον πρωθυπουργό, τον πολιτικό του διάδοχο στο χώρο της Νέας Δημοκρατίας, λέγοντας:
«Το πρόβλημα … δεν είναι ότι ο Μητσοτάκης δεν χωνεύει τον έναν ή τον άλλον … Το πρόβλημα είναι ότι ο Μητσοτάκης δεν χωνεύει τη Δεξιά, την Κεντροδεξιά, ούτε και την ιστορία ούτε και τη βάση της Νέας Δημοκρατίας». Με άλλα λόγια: «την έχει μετατρέψει σε ένα υβρίδιο Σημιτικού ΠΑΣΟΚ με μπλε χρώμα».
Κάθε φράση έφερε βάρος.
Κάθε αναφορά στο παρελθόν — στην κυβέρνηση, στην παράταξη, στη βάση — έγινε για να στηθεί ένα επιχείρημα: ο Σαμαράς δεν παλεύει για προσωπική εκδίκηση.
Δεν είναι απλώς ένας αποχωρήσας που γκρινιάζει. Είναι αυτός που λέει: «Εγώ εκπροσωπώ την παράταξη που μεταλλάχθηκε — και δεν είμαι διατεθειμένος να την αφήσω να συνεχίσει έτσι».
Το «υβρίδιο» δεν είναι τυχαία λέξη: δείχνει μεταμόρφωση, παραχώρηση αρχών, παράδοση σε πολιτικό μοτίβο που δεν εκφράζει τη Δεξιά όπως τη γνωρίσαμε.
Και είναι το timing που τονίζει τις προθέσεις. Δεν μας τα λέει «αύριο». Τα λέει τώρα.
Ο Σαμαράς ξέρει το timing. Δεν λέει «θα το κάνουμε κάποια μέρα». Μιλάει «σήμερα», «τώρα». Ο χρόνος πολιτεύεται — και δεν περιμένει.
Αλλά ποιος είναι ο πυρήνας της κριτικής; Πρώτον: η πολιτική της κυβέρνησης Μητσοτάκη, η οποία χαρακτηρίζεται από τον ίδιο ως εμμονικά νεοφιλελεύθερη – με έμφαση στην αγορά, στην ιδιωτικοποίηση, στην αποδιάρθρωση του κράτους. Η Δεξιά παράταξη — όπως λέει — υποβαθμίζεται: όχι μόνο στην οικονομία, αλλά στους θεσμούς, στο διεθνές περιβάλλον, στην εθνική μας δυνατότητα. Δεύτερον: η αλλαγή του ιδεολογικού στίγματος. Αν η Δεξιά ήταν κάποτε συνώνυμη με το κράτος προς όφελος του πολίτη, με το εθνικό κεφάλαιο και τη σταθερότητα — τώρα δείχνει να γίνεται δεκτική στο «λιγότερο κράτος», στην ευελιξία, στην παγκοσμιοποίηση, στον συμβιβασμό.
Ο Σαμαράς επαναφέρει τη θέση: «Θέλουμε κράτος που λειτουργεί για τον πολίτη, όχι για την αγορά. Θέλουμε Ελλάδα με αυτεξούσιο ρόλο, όχι προτεκτοράτο συμβιβασμών».
Μπορεί να θεωρηθεί ότι αυτό το στίγμα πατά πάνω σε διεθνή ρεύματα — όπως η «νέα Δεξιά» στον δυτικό κόσμο, η αλλαγή προσανατολισμών, η άνοδος του παράγοντα που λέει «ο κόσμος δεν πάει έτσι». Δεν είναι δηλαδή απλώς «Ελλάδα». Είναι η Ελλάδα σε μια νέα εποχή. Και σε αυτή τη νέα εποχή, ο Σαμαράς θέτει την παράταξή του — και ίσως την πατρίδα του — σε θέση πρωταγωνιστή.
Το ερώτημα που τίθεται είναι:
«Τι ακριβώς θα κάνει;» Αυτή είναι η ουσία. Δεν είναι λοιπόν μόνο η συνέντευξη. Είναι η προοπτική: η ίδρυση ενός νέου κόμματος, μιας νέας οργάνωσης, ενός νέου κελύφους — με γνώση της ομάδας, της εμπειρίας, του πολιτικού κεφαλαίου. Στο γαλάζιο παρασκήνιο λέγεται ότι δεν έχει να κάνει μόνο με ενδεχόμενο κόμμα. Είναι ήδη θέμα «πώς θα κινηθεί η Κεντροδεξιά την επομένη μιας πιθανής κρίσης». Γιατί — όπως λένε — η χώρα μπορεί να οδηγηθεί σε πρόωρες εκλογές το 2026. Και η «διαρροή» δυναμικής από τη ΝΔ μπορεί να είναι καταλυτική.
Στις δημοσκοπήσεις η δυναμική αυτή δείχνει διακυμάνσεις. Δεν υπάρχει ακόμα πλήρης εικόνα – αλλά η πίστη στο ότι «αν ανοίξει το κεφάλι» μπορεί να είναι ισχυρή. Το γεγονός ότι ο Σαμαράς εμφάνισε τώρα την κριτική του, στο «μη – κλασικό» πλαίσιο, δείχνει ότι το τεχνίσει. Και δεν είναι μονάχα «αναχώρηση».
Είναι «επανίδρυση». Είναι «επιστροφή». Γιατί ο Σαμαράς δεν λέει «επιστρέφω». Λέει «παρεμβαίνω». Και αυτό κάνει τη διαφορά.
Κοιτάζοντας όμως πιο προσεκτικά: ποιοι θα είναι μαζί του; Η ηγεσία δεν χτίζεται μόνο με όνομα. Χτίζεται με σημασία. Χωρίς ομάδα, χωρίς οργάνωση, χωρίς ιδεολογικό στίγμα, μια νέα πολιτική οντότητα είναι εύθραυστη. Το ερώτημα «ποιοι θα ακολουθήσουν τον Σαμαρά;» δεν είναι δευτερεύον. Είναι κεντρικό. Έχει σχέση με πόρους — ανθρώπινο, οικονομικό, οργανωτικό — αλλά και με την ικανότητα να προσελκύσει ανθρώπους που θέλουν κάτι περισσότερο από μία φράση. Θέλουν όραμα, ταυτότητα, διάρκεια.
Και ο Σαμαράς κάνει κάτι πολύ ενδιαφέρον: αποφεύγει να εστιάσει μόνο σε εθνικά θέματα — στα οποία ως γνωστόν έχει μεγάλη ευαισθησία — αλλά μιλά για οικονομία, για διεθνείς σχέσεις, για νέο παράδειγμα «κράτους-παίκτη». Αυτό σημαίνει ότι δεν μπαίνει απλώς στο παιχνίδι της εσωτερικής Δεξιάς.
Μπαίνει στο πεδίο των μεγάλων στρατηγικών επιλογών: ποια Ελλάδα θέλουμε; Σε ποιον κόσμο; Με ποιες συμμαχίες; Με ποια οικονομική βάση; Ποιους θεσμούς; Ποια θέση στο διεθνές; Αυτά δεν είναι μικρά.
Άρα, το «κόμμα Σαμαρά» — αν όντως προχωρήσει — δεν θα είναι απλώς «ένα νέο δεξιό κόμμα». Θα είναι κόμμα που διεκδικεί να επαναδιατυπώσει τη Δεξιά στην Ελλάδα, να την επανασυνδέσει με την ιστορική της πορεία, αλλά ταυτόχρονα να απαντήσει στα σημερινά δεδομένα: παγκοσμιοποίηση, κρίσεις, γεωπολιτικά ρήγματα, εσωτερτική κόπωση.
Αυτό, αν συμβεί — και φαίνεται ότι αρχίζει να συμβαίνει — μπορεί να αλλάξει τα πολιτικά δεδομένα, όχι μόνο για τον ίδιο τον Σαμαρά, αλλά για τον ελληνικό πολιτικό χάρτη συνολικά.
Καθώς λοιπόν η χώρα βαδίζει σε μια φάση όπου η πολιτική κρίση δεν φαίνεται απλώς πιθανή — φαίνεται αναπόφευκτη — η πρωτοβουλία αυτή αποκτά βάρος.
Δεν είναι «κάποιος που λέει κάτι». Είναι κάποιος που προετοιμάζει κάτι — με συγκεκριμένο χρονικό ορίζοντα, με σαφή στόχευση, με στρατηγική. Και αυτό είναι που κάνει τη διαφορά. Η Δεξιά δεν μπορεί να περιμένει άλλο. Η Ελλάδα δεν μπορεί να περιμένει άλλο.
Τι σημαίνει όμως για εμάς — για τους πολίτες, για τους θεατές, για τους συμμετέχοντες στην πολιτική ζωή;
Σημαίνει ότι πρέπει να παρακολουθούμε με προσοχή. Σημαίνει ότι πρέπει να σκεφτούμε ποια πλευρά της αλλαγής μας αφορά, ποια είναι τα κριτήριά μας, ποιοι είναι οι εταίροι και ποιοι οι αντίπαλοι. Σημαίνει πως η επιλογή δεν είναι μόνο «με ποιόν είμαι», αλλά «τι θέλω να γίνει». Όχι μόνο «ποιος θα κυβερνά», αλλά «πώς θα κυβερνά». Όχι μόνο «ποιος θα ηγηθεί», αλλά «ποιος θα υπηρετήσει».
Και εντέλει: αν ο Σαμαράς κάνει αυτό το βήμα — ίδρυση κόμματος — θα είναι μία κίνηση που θα δοκιμάσει και την ίδια την παράταξη της Δεξιάς.
Θα ανοίξει ρήγματα. Θα διαχωρίσει γραμμές. Θα αναγκάσει σε επιλογές. Και σε αυτές τις επιλογές, η ευθύνη δεν είναι μόνο της ηγεσίας — είναι της κοινωνίας. Εμείς, οι πολίτες — πρέπει να αποφασίσουμε αν θα αφήσουμε την παράταξη να μετατραπεί ή θα απαιτήσουμε να επιστρέψει στις ρίζες της — αλλά με το βλέμμα μπροστά.
Κλείνω λοιπόν, με το εξής: Δεν είναι απλώς ένας πολιτικός που λέει – «Θα κάνω κόμμα».
Είναι ένας πολιτικός που λέει – «Η παράταξη που υπηρέτησα, κινδυνεύει να χάσει την ταυτότητά της. Και εγώ δεν μπορώ να το αφήσω». Και αυτό — όχι ο συμβολισμός — μπορεί να είναι το πιο σημαντικό μήνυμα της συνέντευξης.
Μπορεί να είναι η ΝΕΑ ΑΡΧΗ και η είσοδος σε μια νέα φάση.






