Του Βασίλη Ταλαμάγκα
Σε όλο τον κόσμο, οι δημοσκοπήσεις είναι ένα εργαλείο πολιτικής ανάλυσης και πρόβλεψης, όχι χειραγώγησης. Οι εταιρείες δημοσκοπήσεων ρωτούν τους πολίτες τι σκοπεύουν να ψηφίσουν (πρόθεση ψήφου), και τα αποτελέσματα καταγράφονται με βάση τα δηλωμένα ποσοστά. Αυτή είναι η διεθνής πρακτική. Ωστόσο, στην Ελλάδα, έχει δημιουργηθεί μια παγκόσμια πρωτοτυπία: η παράλληλη παρουσίαση της «εκτίμησης ψήφου». Μια “εφεύρεση” που, αν και παρουσιάζεται ως επιστημονική μεθοδολογία, συχνά οδηγεί σε εντυπώσεις που ενισχύουν κυρίως τα πρώτα κόμματα και δημιουργούν αίσθηση αναπόφευκτης νίκης ή ήττας.
Η εκτίμηση ψήφου είναι η “μεταφρασμένη” εικόνα της πρόθεσης ψήφου. Οι εταιρείες υπολογίζουν πόσοι από εκείνους που δηλώνουν “δεν ξέρω/δεν απαντώ” τελικά θα πάνε να ψηφίσουν και τι θα ψηφίσουν, με βάση στατιστικά μοντέλα, ιστορικά δεδομένα, και υποθέσεις. Δηλαδή, δεν βασίζεται σε άμεση απάντηση των πολιτών, αλλά σε μαθηματικές εκτιμήσεις και “διορθώσεις”.
Στην πράξη, αυτό σημαίνει πως ένα κόμμα που παίρνει 25% στην πρόθεση ψήφου, μπορεί να εμφανιστεί με 31% στην εκτίμηση. Αντίστοιχα, κόμματα που έχουν χαμηλά ποσοστά, ίσως εμφανιστούν ακόμη χαμηλότερα ή και να «εξαφανιστούν», εάν θεωρηθεί ότι δεν θα περάσουν το όριο εισόδου στη Βουλή.
Το βασικό πρόβλημα είναι ότι η εκτίμηση ψήφου παρουσιάζεται στα ΜΜΕ με τον ίδιο (ή και μεγαλύτερο) “θόρυβο” από την πρόθεση ψήφου. Αυτό δημιουργεί την ψευδαίσθηση στους πολίτες ότι “αυτό θα είναι το τελικό αποτέλεσμα”, ενώ στην πραγματικότητα πρόκειται για ένα κατασκεύασμα. Και, όπως έχει καταγραφεί επανειλημμένα, οι εκτιμήσεις τείνουν να ευνοούν τα πρώτα κόμματα – είτε πρόκειται για την ενίσχυση του “ρεύματος νίκης”, είτε για την περιθωριοποίηση μικρότερων πολιτικών σχημάτων.
Η ενίσχυση αυτή έχει ψυχολογικό αντίκτυπο στο εκλογικό σώμα. Ο ψηφοφόρος που δεν έχει κατασταλάξει, βλέποντας ένα κόμμα να εμφανίζεται πολύ μπροστά στην εκτίμηση ψήφου, μπορεί να πειστεί ότι “αυτό είναι το φαβορί” και να κινηθεί προς τα εκεί. Έτσι, η εκτίμηση παύει να είναι ουδέτερη μέτρηση, και μετατρέπεται σε εργαλείο διαμόρφωσης της κοινής γνώμης.
Η ύπαρξη δύο διαφορετικών “γραμμών μέτρησης” στην ίδια δημοσκόπηση – μία πραγματική (πρόθεση) και μία θεωρητική (εκτίμηση) – δημιουργεί σύγχυση. Σε μια περίοδο όπου η εμπιστοσύνη των πολιτών στους θεσμούς είναι ήδη εύθραυστη, η υποψία χειραγώγησης μέσω των δημοσκοπήσεων είναι εξαιρετικά επικίνδυνη.
Αν οι δημοσκοπικές εταιρείες θέλουν να προστατεύσουν το κύρος τους, πρέπει να περιορίσουν τη χρήση της εκτίμησης ή, τουλάχιστον, να την παρουσιάζουν με σαφείς επιστημονικές επισημάνσεις και να την ξεχωρίζουν εμφανώς από την καθαρή πρόθεση ψήφου.
Η ελληνική «εφεύρεση» της εκτίμησης ψήφου μπορεί να παρουσιάζεται ως εργαλείο ανάλυσης, όμως στην πράξη λειτουργεί συχνά ως εργαλείο διαμόρφωσης αποτελέσματος. Σε μια δημοκρατία, η ενημέρωση των πολιτών πρέπει να βασίζεται στην πραγματικότητα, όχι στις εκτιμήσεις. Και η πραγματικότητα ξεκινά πάντα από την πρόθεση, όχι από την πρόβλεψη.