Η Γαλλία, μία από τις μεγαλύτερες οικονομίες της Ευρωζώνης και παγκόσμια δύναμη με ιστορική πολιτική και οικονομική επιρροή, βρίσκεται τα τελευταία χρόνια αντιμέτωπη με μια έντονη τριπλή πρόκληση: την επιδείνωση των δημόσιων οικονομικών της, την αδυναμία εφαρμογής δομικών μεταρρυθμίσεων και μια πολιτική σκηνή που χαρακτηρίζεται από αστάθεια και βαθύτατη διχόνοια. Η κατάσταση κορυφώθηκε με την υποβάθμιση της πιστοληπτικής ικανότητας της χώρας από τον οίκο Fitch, που ήρθε να επισφραγίσει τις ανησυχίες για τη βιωσιμότητα της γαλλικής δημοσιονομικής πολιτικής και τη δυνατότητα της κυβέρνησης να επιβάλλει αλλαγές.
Ο διεθνής οίκος αξιολόγησης ανακοίνωσε την υποβάθμιση της χωρας από την κατηγορία ΑΑ- σε Α+, μία εξέλιξη που χαρακτηρίστηκε ιδιαίτερα ανησυχητική. Αν και η Γαλλία παραμένει σε επενδυτική βαθμίδα, η κίνηση αυτή σηματοδοτεί ότι η αντίληψη του ρίσκου γύρω από τη γαλλική οικονομία αυξάνεται, και μαζί με αυτή ενδέχεται να αυξηθεί και το κόστος δανεισμού για το γαλλικό κράτος.
Η Fitch στην έκθεσή της τόνισε τρία βασικά σημεία που οδήγησαν στην απόφαση αυτή:
Η ραγδαία επιδείνωση του δημοσιονομικού ισοζυγίου: Το δημόσιο έλλειμμα παραμένει πάνω από το 5% του ΑΕΠ, μακριά από το όριο του 3% που έχει θεσπιστεί από την ΕΕ.
Το υψηλό δημόσιο χρέος, το οποίο αγγίζει πλέον το 113% του ΑΕΠ και αναμένεται να αυξηθεί περαιτέρω τα επόμενα χρόνια.
Η πολιτική αστάθεια και η μειωμένη δυνατότητα της κυβέρνησης να περάσει κρίσιμες μεταρρυθμίσεις, λόγω της απουσίας απόλυτης κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας.
Η υποβάθμιση δεν αποτελεί μεμονωμένο γεγονός αλλά αντικατοπτρίζει ευρύτερες ανησυχίες για το μέλλον της γαλλικής οικονομίας σε ένα πλαίσιο γεωπολιτικών και ενεργειακών προκλήσεων, χαμηλής ανάπτυξης και κοινωνικής αναταραχής.
Η εικόνα της γαλλικής οικονομίας το 2025 είναι πολύ διαφορετική από αυτήν που ήλπιζαν οι Ευρωπαίοι εταίροι ή το ίδιο το Παρίσι όταν σχεδιάστηκαν οι μεταρρυθμίσεις μετά την πανδημία. Παρά τα μέτρα στήριξης, τις επενδύσεις στο πλαίσιο του Ταμείου Ανάκαμψης και τις προσπάθειες να ενισχυθεί η εγχώρια βιομηχανική παραγωγή, τα βασικά μακροοικονομικά μεγέθη δείχνουν προβληματικά:
Το χρέος της χώρας ως ποσοστό του ΑΕΠ είναι από τα υψηλότερα στην Ευρωζώνη μετά την Ιταλία και την Ελλάδα. Από 97% πριν την πανδημία, εκτοξεύτηκε στο 113% το 2024, και η Fitch προβλέπει ότι θα φτάσει στο 121% μέχρι το 2027 αν δεν ληφθούν σοβαρά μέτρα. Το κόστος εξυπηρέτησης του χρέους αυξάνεται σταθερά, επιβαρύνοντας τον κρατικό προϋπολογισμό.
Το έλλειμμα παραμένει κοντά στο 6% του ΑΕΠ, παρά τις επανειλημμένες διαβεβαιώσεις του οικονομικού επιτελείου για περιορισμό του στο 4.5%. Οι δαπάνες για την κοινωνική πρόνοια, τις συντάξεις και τους μισθούς του δημοσίου δεν περιορίστηκαν, ενώ τα φορολογικά έσοδα μειώθηκαν εξαιτίας της χαμηλής ανάπτυξης.
Η ανάπτυξη το 2025 αναμένεται να κυμανθεί κάτω από το 1%, γεγονός που καθιστά αδύνατη τη μείωση του χρέους ως ποσοστό του ΑΕΠ χωρίς δημοσιονομική εξυγίανση. Η Γαλλία χάνει σταδιακά ανταγωνιστικότητα έναντι της Γερμανίας και των αναδυόμενων οικονομιών της Ανατολικής Ευρώπης. Οι επενδύσεις στον ιδιωτικό τομέα παρουσιάζουν στασιμότητα, ενώ η ανεργία παραμένει υψηλή, ιδίως στους νέους και στις λιγότερο μορφωμένες περιοχές.
Η οικονομική κρίση δεν μπορεί να διαχωριστεί από την πολιτική αναταραχή που ταλανίζει τη χώρα. Η δεύτερη θητεία του Εμανουέλ Μακρόν συνοδεύτηκε από σοβαρές απώλειες στο κοινοβούλιο και μία διαρκώς αποδυναμωμένη κυβέρνηση, που αδυνατεί να περάσει κρίσιμες μεταρρυθμίσεις χωρίς τη στήριξη αντιπολιτευόμενων κομμάτων ή με την επίκληση διατάξεων που παρακάμπτουν τη Βουλή — προκαλώντας συχνά κοινωνική και πολιτική αντίδραση.
Μέσα σε μόλις 12 μήνες, τρεις πρωθυπουργοί διαδέχθηκαν ο ένας τον άλλον, ενώ τους τελευταίους μήνες έχουν σημειωθεί δύο ψηφοφορίες δυσπιστίας. Οι διαφωνίες στο εσωτερικό της κυβερνητικής πλειοψηφίας και η ανάγκη για συμμαχίες με ετερόκλητες δυνάμεις (από τους Σοσιαλιστές μέχρι τους Ρεπουμπλικάνους) οδηγούν σε ένα κοινοβουλευτικό αδιέξοδο.
Η κοινωνική βάση της κυβέρνησης έχει διαβρωθεί σημαντικά. Από τις κινητοποιήσεις ενάντια στη συνταξιοδοτική μεταρρύθμιση, μέχρι τις απεργίες για τις αυξήσεις στους μισθούς και τις διαμαρτυρίες για το κόστος ζωής, η Γαλλία ζει ένα νέο κύμα κοινωνικής αναταραχής, που θυμίζει εποχές “Κίτρινων Γιλέκων”.
Σε αυτό το περιβάλλον, παρατηρείται μια σαφής ενίσχυση των άκρων του πολιτικού φάσματος. Το ακροδεξιό κόμμα της Μαρίν Λεπέν εμφανίζεται ενισχυμένο στις δημοσκοπήσεις, ενώ η ριζοσπαστική αριστερά του Ζαν-Λικ Μελανσόν εκμεταλλεύεται τη δυσαρέσκεια των χαμηλότερων στρωμάτων. Ο παραδοσιακός Γαλλικος κεντρώος πολιτικός χωρος δείχνει αδύναμος να συγκροτήσει πλειοψηφική ηγεμονία.
Η Γαλλία βρίσκεται σε ένα κρίσιμο σταυροδρόμι. Το οικονομικό της μοντέλο χρειάζεται αναδιάρθρωση, το κράτος πρέπει να καταστεί πιο λιτό αλλά και πιο αποτελεσματικό, ενώ η πολιτική της ηγεσία πρέπει να ξανακερδίσει την εμπιστοσύνη των πολιτών. Οι μεταρρυθμίσεις είναι απαραίτητες — στη φορολογία, στις συντάξεις, στην αγορά εργασίας — όμως δεν μπορούν να επιβληθούν χωρίς κοινωνική νομιμοποίηση.
Ο κίνδυνος είναι ορατός: αν η χώρα συνεχίσει να βυθίζεται σε ένα φαύλο κύκλο χρέους, αδιεξόδων και κοινωνικής δυσαρέσκειας, τότε η πιθανότητα μιας νέας σοβαρής κρίσης — είτε οικονομικής είτε πολιτικής — θα είναι περισσότερο από ρεαλιστική.
Η υποβάθμιση της Γαλλίας από τη Fitch δεν αποτελεί απλώς μία τεχνική ή χρηματοοικονομική αξιολόγηση. Είναι ένα ισχυρό καμπανάκι για μια χώρα που θεωρούνταν εδώ και δεκαετίες πυλώνας σταθερότητας στην Ευρώπη. Το πρόβλημα είναι σύνθετο: δημοσιονομικό, αναπτυξιακό και πολιτικό ταυτόχρονα.
Η έξοδος από την κρίση απαιτεί πολιτικό θάρρος, εθνική συνεννόηση, και ένα σαφές όραμα για το τι Γαλλία θέλουν οι πολίτες και οι ηγέτες της. Ειδάλλως, η χώρα κινδυνεύει να χάσει όχι μόνο την οικονομική της ισχύ,- με την συμβολή και του διεθνούς νομισματικού ταμείου- αλλά και τη θέση της ως χωρα -θεμέλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης.