Του Βασιλη Ταλαμαγκα
Στην πολιτική, υπάρχουν στιγμές που δεν μετρούν τόσο οι απαντήσεις όσο οι ίδιες οι ερωτήσεις. Είναι οι στιγμές που το πολιτικό αφήγημα έχει πλέον φθαρεί τόσο πολύ, ώστε η κοινωνία, οι δημοσιογράφοι και οι ίδιοι οι υποστηρικτές αμφισβητούν ανοιχτά τη νομιμοποίηση του ηγέτη να συνεχίσει. Μια τέτοια στιγμή είναι όταν ένας πρωθυπουργός, όπως ο Κυριάκος Μητσοτάκης, καλείται δημόσια να απαντήσει σε ερώτηση για το αν πρέπει να παραμείνει στη θέση του ή να αποχωρήσει. Η στιγμή αυτή, ανεξαρτήτως της απάντησης, σηματοδοτεί ότι το παιγνίδι έχει ήδη χαθεί.
Όταν η συζήτηση μετατοπίζεται από το «τι κάνει η κυβέρνηση» στο «αν πρέπει να μείνει ο πρωθυπουργός», τότε το κέντρο βάρους αλλάζει δραματικά. Η ίδια η ερώτηση υποδηλώνει ότι η πολιτική κυριαρχία έχει υπονομευθεί. Ο ηγέτης εμφανίζεται αδύναμος, όχι πλέον ως καθοδηγητής του εθνικού σχεδίου αλλά ως βαρίδι για την παράταξή του.
Για τον Κυριάκο Μητσοτάκη, αυτή η στιγμή είναι το κρισιμότερο σημείο καμπής. Όσο κι αν επιχειρήσει να δείξει αυτοπεποίθηση, όσο κι αν επικαλεστεί έργο ή μεταρρυθμίσεις, το γεγονός και μόνο ότι αμφισβητείται η ίδια η παραμονή του στην εξουσία, λειτουργεί σαν καταλύτης .
Η ελληνική κοινωνία, κουρασμένη από αλλεπάλληλες κρίσεις, οικονομικές πιέσεις και θεσμικά σκάνδαλα, λειτουργεί με έντονη ψυχολογία «αναζήτησης ευθυνών». Σε αυτό το κλίμα, η στοχοποίηση του πρωθυπουργού ως υπευθύνου για όλα τα αρνητικά είναι αναπόφευκτη. Όταν λοιπόν οι ερωτήσεις για το μέλλον του τίθενται δημόσια, σημαίνει ότι η κοινωνική ανοχή έχει εξαντληθεί.
Επιπλέον, τέτοιες ερωτήσεις δεν γεννιούνται τυχαία. Αντανακλούν την πίεση και από το εσωτερικό της ίδιας της Νέας Δημοκρατίας, όπου ήδη αρχίζει η συζήτηση για «διάδοχα σχήματα». Αυτό αποδυναμώνει ακόμα περισσότερο τη θέση του.
Η απλή διατύπωση της ερώτησης για αλλαγή ηγεσίας μετατρέπει τον πρωθυπουργό σε «αναλώσιμο». Ανοίγει το δρόμο για σενάρια διαδοχής και προκαλεί αλυσιδωτές αντιδράσεις στην κοινωνία. Κάθε του κίνηση πλέον θα κρίνεται με το φίλτρο της αμφισβήτησης: όχι «αν θα πετύχει», αλλά «αν θα προλάβει πριν αποχωρήσει».
Η εικόνα αυτή είναι θανατηφόρα για έναν ηγέτη.
Η πολιτική ισχύς στηρίζεται στην αίσθηση ότι «ελέγχεις το παιγνίδι». Όταν οι ερωτήσεις αποκαλύπτουν πως οι άλλοι σε βλέπουν ήδη εκτός σκακιέρας, τότε η μάχη είναι τυπικά χαμένη, ακόμη κι αν συνεχίζεις να παραμένεις στην καρέκλα.
Η πολιτική ιστορία στην Ελλάδα έχει δείξει ότι κάθε φορά που φτάνει η στιγμή να τεθεί το ερώτημα για την «παραμονή ή αποχώρηση» ενός πρωθυπουργού, η απάντηση έχει ήδη δοθεί από την κοινωνία.
Στην περίπτωση του Κυριάκου Μητσοτάκη, αν και μπορεί να συνεχίσει τυπικά να κυβερνά, η ουσία είναι ότι η ίδια η πολιτική νομιμοποίηση έχει διαρραγεί. Κι όταν το ερώτημα «μήπως πρέπει να φύγεις;» ακούγεται δημόσια, τότε η πολιτική αντίστροφη μέτρηση έχει ήδη ξεκινήσει.