Του Βασίλη Ταλαμάγκα
Η διαφθορά παραμένει ένα από τα πιο σοβαρά και διαχρονικά προβλήματα που αντιμετωπίζει η Ελλάδα, επηρεάζοντας την κοινωνία, την οικονομία και τη δημοκρατία της χώρας. Παρά τις υποσχέσεις και τις προσπάθειες πολλών κυβερνήσεων στο παρελθόν, η διαφθορά συνεχίζει να αποτελεί μια βαθιά ριζωμένη πληγή στην ελληνική πολιτική ζωή. Στη σημερινή περίοδο, το πρόβλημα αυτό αποκτά νέες διαστάσεις, καθώς η αδυναμία της κυβέρνησης Μητσοτάκη να το αντιμετωπίσει αποτελεσματικά έχει αναδείξει την έκταση και τη συστημικότητα του φαινομένου.
Η κυβέρνηση Μητσοτάκη, αν και έχει διατυπώσει επανειλημμένα τη δέσμευσή της να καταπολεμήσει τη διαφθορά και να ενισχύσει τη διαφάνεια στο δημόσιο βίο, βρίσκεται αντιμέτωπη με σοβαρές επικρίσεις για την αδυναμία της να υλοποιήσει αυτές τις υποσχέσεις. Παρά τις εντυπωσιακές δηλώσεις για «ένα νέο ξεκίνημα» και «αναμόρφωση του κράτους», η κατάσταση παραμένει αμετάβλητη, με την κοινωνία να διαπιστώνει καθημερινά τη διαιώνιση του φαινομένου.
Η διαφθορά στην Ελλάδα είναι πολυδιάστατη. Είτε αφορά το πολιτικό προσωπικό, τους δημόσιους υπαλλήλους, είτε τις επιχειρηματικές συναλλαγές, η πανταχού παρουσία της διαφθοράς υπονομεύει τις προσπάθειες ανάπτυξης και κοινωνικής ευημερίας. Επιπλέον, η ελληνική κοινωνία παρακολουθεί απογοητευμένη την αδυναμία των θεσμών να λειτουργήσουν ως ανεξάρτητοι και αμερόληπτοι φορείς ελέγχου. Η διαφθορά επηρεάζει την απονομή δικαιοσύνης, τις αναθέσεις δημοσίων έργων, τη διαχείριση των ευρωπαϊκών κονδυλίων, αλλά και τις δημόσιες συμβάσεις, όπου συχνά τα συμφέροντα των λίγων υπερισχύουν των αναγκών των πολλών.
Ένα από τα πιο ανησυχητικά φαινόμενα της σημερινής διακυβέρνησης είναι η στασιμότητα στην εφαρμογή ριζικών μεταρρυθμίσεων για την ενίσχυση της διαφάνειας. Παρά τις εξαγγελίες για την αναδιοργάνωση της δημόσιας διοίκησης και τη δημιουργία ανεξάρτητων ελεγκτικών μηχανισμών, τα αποτελέσματα είναι περιορισμένα, δεν είναι αποτελέσματα ουσίας, αλλά κυρίως αποτελέσματα για την επικοινωνία. Η κατάσταση επιδεινώνεται από την έλλειψη πολιτικής βούλησης, καθώς και από την εξάρτηση του πολιτικού συστήματος από διάφορα συμφέροντα, τα οποία συχνά βρίσκουν τρόπους να παρακάμψουν τις υπάρχουσες νομοθεσίες και να ενδυναμώσουν τις διαπλοκές.
Ο λόγος για τον οποίο η κυβέρνηση Μητσοτάκη δεν έχει καταφέρει να αντιμετωπίσει τη διαφθορά με αποφασιστικότητα είναι κυρίως η υπερβολική συγκέντρωση εξουσίας και η αλληλεξάρτηση πολιτικών και οικονομικών συμφερόντων. Η εξουσία δεν διανέμεται με τρόπο που να επιτρέπει τη λειτουργία ενός ισχυρού συστήματος ελέγχου και ισορροπίας. Αντίθετα, φαίνεται να επικρατεί η λογική της διατήρησης της σταθερότητας μέσα από τη συνεννόηση με διάφορα συμφέροντα που ευνοούν τη διαφθορά, αναπαράγοντας έτσι έναν φαύλο κύκλο.
Το μεγάλο πρόβλημα, λοιπόν, είναι ότι η διαφθορά δεν αντιμετωπίζεται απλά ως μεμονωμένα περιστατικά, αλλά ως στοιχείο του συστήματος, το οποίο απαιτεί μια συνολική αλλαγή νοοτροπίας και την ανάπτυξη θεσμών που να προάγουν την διαφάνεια, την υπευθυνότητα και τη δικαιοσύνη. Η αποδυνάμωση του κράτους δικαίου και η πολιτική ανοχή απέναντι σε πρακτικές διαφθοράς οδηγούν τη χώρα σε μια αδιέξοδη πορεία, αναστέλλοντας τις αναγκαίες μεταρρυθμίσεις για την ανάπτυξή της.
Η κατάσταση αυτή έχει σοβαρές συνέπειες για την εμπιστοσύνη των πολιτών στις πολιτικές διαδικασίες, καθώς και για την εικόνα της Ελλάδας στο εξωτερικό. Χωρίς τη σταθερή και αμερόληπτη εφαρμογή των νόμων, η χώρα κινδυνεύει να παραμείνει εγκλωβισμένη σε ένα φαύλο κύκλο, όπου η διαφθορά ενισχύει τις κοινωνικές ανισότητες και υπονομεύει την ποιότητα της δημοκρατίας.
Για να αλλάξει αυτή η κατάσταση, απαιτείται πρώτα και κύρια πολιτική βούληση και διασφάλιση της ανεξαρτησίας των θεσμών. Οι πολίτες πρέπει να δουν ότι οι πράξεις διαφθοράς δεν μένουν ατιμώρητες και ότι οι πολιτικοί ηγέτες δεν επιλέγουν να κλείσουν τα μάτια σε καταστάσεις που βλάπτουν το δημόσιο συμφέρον. Κάτι που κάθε άλλο παρά γίνεται στην σημερινή Ελλάδα.