Η πρόσφατη συνεδρίαση της Πολιτικής Γραμματείας του ΣΥΡΙΖΑ ήρθε να επιβεβαιώσει με εκκωφαντικό τρόπο αυτό που πλέον βλέπει και ο τελευταίος πολίτης: ότι η σημερινή ηγετική ομάδα του κόμματος, αποκομμένη από την κοινωνική πραγματικότητα και χωρίς πολιτικό αντίκρισμα, επιμένει να κινείται ερήμην του κόσμου της αριστερας . Αντί να προσεγγίσει με ειλικρίνεια τις αιτίες της κατάρρευσης της εμπιστοσύνης των πολιτών και να ανοίξει έναν ουσιαστικό διάλογο για την ανασυγκρότηση, συνεχίζει να πορεύεται εκτός τόπου και χρόνου, εγκλωβισμένη σε συνθήματα και αποφάσεις που δεν πείθουν πλέον κανέναν.
Το αποκορύφωμα του πολιτικού παραλογισμού ήταν η ομόφωνη απόφαση της Πολιτικής Γραμματείας για την «επιτακτική ανάγκη πολιτικής αλλαγής». Πρόκειται για μια απόφαση που προκαλεί ειρωνικά χαμόγελα σε μια κοινωνία που παρακολουθεί τον ΣΥΡΙΖΑ να κατρακυλά σταθερά στο 4%-5%, σύμφωνα με κάποιες δημοσκοπήσεις.
Η πολιτική αλλαγή είναι ζητούμενο κάθε δημοκρατίας για τα αντιπολιτευμένα κόμματα . Όμως για να την αξιώσεις, πρέπει πρώτα να σε ακούει η κοινωνία. Και αυτή τη στιγμή, η κοινωνία δεν ακούει τον ΣΥΡΙΖΑ. Όχι γιατί δεν τον βλέπει, αλλά γιατί δεν τον εμπιστεύεται. Και δεν τον εμπιστεύεται γιατί η εικόνα που εκπέμπει είναι αυτή ενός κόμματος κλειστού, εσωστρεφούς, με ορισμένα στελέχη να λειτουργούν με όρους μηχανισμών και άλλους να αναζητούν ρόλο σε άλλα σχήματα – ή και εκτός πολιτικής.
Η εικόνα που έδωσε η Πολιτική Γραμματεία του ΣΥΡΙΖΑ θυμίζει περισσότερο ένα πολιτικό εργαστήριο παλαιάς κοπής, παρά ένα σύγχρονο κόμμα που συνομιλεί με την κοινωνία.
Η πρώτη συνεδρίαση της νεοεκλεγείσας Πολιτικής Γραμματείας χαρακτηρίστηκε από την –σε υψηλούς τόνους- εισήγηση του Σωκράτη Φάμελλου για όλα τα ανοικτά ζητήματα. Είχε χάραξη στρατηγικής ,αλλά κυρίως είχε τον οργανωτικο καταμερισμό των τομέων ευθύνης έτσι ώστε το κάθε μέλος να επωμιστεί τις ανάλογες αρμοδιότητες .
Οι πιο στενοί συνεργάτες του σημερινού προέδρου , Θανάσης Θεοχαρόπουλος και Γιάννης Ραγκούσης, θα παραμείνουν ο ένας στη διεύθυνση του προεδρικού γραφείου και ο άλλος στον πολιτικό σχεδιασμό . Αντιστοίχως ο Παύλος Πολάκης και ο Νίκος Παππάς διατήρησαν τα κύρια «χαρτοφυλάκια» που κατείχαν στην πρότερη κατάσταση. Από τη μία της Διαφάνειας και της Αγροτικής Πολιτικής και από την άλλη της Οικονομίας. Επίσης η Ρένα Δούρου κράτησε τον τομέα της Εξωτερικής Πολιτικής.
Ο φιλικος στον Παύλο Πολακη Τρύφων Αλεξιάδης ανέλαβε τον Συνδικαλισμό, ο Γιώργος Παναγιωτόπουλος χρεώθηκε την Ανάπτυξη, ο Ηλίας Γκιουλάκης τις Υποδομές-Μεταφορές και ο Σάκης Γκούνας τον τομέα των Ευρωπαϊκών Πόρων/Αναπτυξιακών Προγραμμάτων. Πρόκειται για πρόσωπα που έχουν αναφορές στην εσωκομματική αντιπολίτευση.
Σε άλλα μέλη, ο Χρήστος Λαμπρίδης διαδέχθηκε στη Ναυτιλία την Παναγιώτα Μπελώνη, η Αγγελική Βισβίκη πήρε τις αρμοδιότητες της Μαρίας Κουβέλη στον τομέα των Δικαιωμάτων/Προσφυγικό, η Φωτεινή Καρυστινάκη ανέλαβε τη Στεγαστική Πολιτική αντί της Κατερίνας Νοτοπούλου, ο Γιώργος Μπαλάφας θα εποπτεύει τον τομέα της Άμυνας αντί του Πάνου Ρήγα, η Τζένη Διαμαντοπούλου παρέλαβε την Υγεία, η Δέσποινα Σίνου τους Απόδημους, ενώ η Καλλιόπη Βέττα θα αξιοποιηθεί στον Πολιτισμό-Τουρισμό.
Παράλληλα, η Μαριλίζα Ξενογιαννακοπούλου, έχει στην ευθύνη της τα θέματα της εργασίας και της Δημόσιας Διοίκησης, στον τομέα της Δικαιοσύνης, τοποθετήθηκε ο Γιάννης Μαντζουράνης , ενώ με την Παιδεία θα ασχολείται εκτενώς ο γραμματέας της ΚΟ, Διονύσης Καλαματιανός.
Στη πρώην γραμματέα Ράνια Σβίγκου ανατέθηκε ο τομέας των Διεθνών Σχέσεων, ενώ ο πρώην εκπρόσωπος Τύπου Γιώργος Καραμέρος θα ασχοληθεί με την αυτοδιοίκηση και η Ελένη Συμεωνίδου θα παραμείνει στο Οργανωτικό.
Στον απόηχο της πολιτικής γραμματείας – σύμφωνα με κύκλους της Κουμουνδούρου- κυριάρχησε η ικανοποίησή για «το κοινωνικό αποτύπωμα που αρχίζει σιγά σιγά να αφήνει εκ νέου ο ΣΥΡΙΖΑ» – δεν είχε δημοσιοποιηθεί ακόμα η τελευταία δημοσκόπηση, που έφερνε επίδοση πέριξ του 5%.
Εστίαζαν κατά βάση στα άμεσα αντανακλαστικά που επέδειξε συνολικά το κόμμα στο προσφυγικό/μεταναστευτικό, όπως και στην επιβεβαίωση των παρεμβάσεών τους για τους χειρισμούς της κυβέρνησης στις διμερείς σχέσεις με τη Λιβύη.
Θα ήθελαν πολύ όλο αυτό ν’ αποτυπωθεί σύντομα και δημοσκοπικά, αλλά …κάνουν υπομονή.
Σε πρώτη φάση, βέβαια, θέτουν σε εγρήγορση τον μηχανισμό για την παρουσία του ΣΥΡΙΖΑ στη ΔΕΘ κατά την διάρκεια της δεύτερης εβδομάδας του Σεπτεμβρίου.
Πάντως οι τελευταίες μετρήσεις- κυρίως τα ποιοτικά στοιχεία- καταγράφουν τον ΣΥΡΙΖΑ στα χαμηλότερα ποσοστά της ιστορίας του. Η πτώση δεν είναι συγκυριακή. Είναι συνδυασμός της απόρριψης του παλιού και της αδυναμίας να εμφανιστεί κάτι νέο και πειστικό. Το εκλογικό σώμα στέλνει διαρκώς πολλαπλά μηνύματα: αποδοκιμάζει τη ρητορική, το ύφος, την έλλειψη προγράμματος και την αποτυχία του ΣΥΡΙΖΑ να παρουσιάσει εναλλακτική πρόταση διακυβέρνησης.
Έγκυροι πολιτικοί παρατηρητές πιστεύουν ότι ,αντί να κάνει restart, ο ΣΥΡΙΖΑ επιμένει να πατάει repeat. Αντί να αφουγκραστεί τις ανάγκες της κοινωνίας, συνεχίζει να εστιάζει σε εσωτερικούς συσχετισμούς και στη διαχείριση της παρακμής του. Αντί να ανοίξει τις πόρτες σε νέους ανθρώπους και ιδέες, παγιδεύεται σε παλιές αντιπαραθέσεις και ξεπερασμένες λογικές.
Η κατάσταση θυμίζει πολιτικό αυτόχειρα που αρνείται να δει τον καθρέφτη. Κανένα κόμμα δεν έχει “κληρονομικό δικαίωμα” στην αντιπολίτευση. Και ο ΣΥΡΙΖΑ, αν δεν μεταμορφωθεί σε κάτι άλλο – και μάλιστα σύντομα – κινδυνεύει να μείνει στο περιθώριο της ιστορίας.
Το κόμμα , με την ηγεσία του να περνάει «κάτω από τα ραντάρ» , με τις οργανώσεις να φυλλορροούν και με τα πολιτικά του μηνύματα να μην πείθουν, δεν αποτελεί σήμερα φορέα αλλαγής αλλά σύμπτωμα της κρίσης της αριστεράς στην Ελλάδα.
Σαυτο το σκηνικο η Πολιτική Γραμματεία του ΣΥΡΙΖΑ μάλλον θα συνεχίζει να συνεδριάζει και να αποφασίζει «ομόφωνα», μακριά από τον αριστερο κόσμο, κινούμενη ερήμην του λαού – και της πραγματικότητας.