Στις 9 Ιουλίου 2025 το Γενικό Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (εφεξής «ΔΕΕ») ακύρωσε την απόφαση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, με την οποία είχε κρίνει ότι το αίτημα πρόσβασης σε έγγραφα της πρώην αντιπροέδρου του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, Εύας Καϊλή θα έθιγε την προστασία της τότε εκκρεμούς διαδικασίας ενώπιον του ΔΕΕ και θα υπονόμευε την «ισότητα των όπλων».
Ιστορικό
Στις 23 Απριλίου 2023, η κα. Εύα Καϊλή (εφεξής η «Αιτούσα») είχε υποβάλλει αίτημα πρόσβασης σε έγγραφα ενώπιον του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου δυνάμει του Κανονισμού (ΕΕ) 1049/2001 (εφεξής ο «Κανονισμός»), αιτούμενη πληροφορίες σχετικά με:
- τον αριθμό των υποθέσεων που αφορούσαν παρατυπίες, από πλευράς ευρωβουλευτών, στη διαχείριση αποζημιώσεων προς διαπιστευμένους κοινοβουλευτικούς βοηθούς,
- τον αριθμό των φιλικά διευθετημένων υποθέσεων, καθώς και
- επιβεβαίωση εάν υφίσταντο οποιαδήποτε ποινική κύρωση εις βάρος ευρωβουλευτή ή κοινοβουλευτικού βοηθού από εθνικό δικαστήριο.
Επιπλέον, η Αιτούσα είχε ζητήσει πρόσβαση σε έγγραφα σχετικά με όλες τις υποθέσεις περί παρατυπιών στη διαχείριση των αποζημιώσεων κοινοβουλευτικών βοηθών.
Σύμφωνα με το τον Κανονισμό, «[τ]α θεσμικά όργανα αρνούνται την πρόσβαση σε ένα έγγραφο, η γνωστοποίηση του οποίου θα έθιγε την προστασία […] των δικαστικών διαδικασιών και της παροχής νομικών συμβούλων […], εκτός εάν για τη γνωστοποίηση του εγγράφου υπάρχει υπερισχύον δημόσιο συμφέρον»1. Η εξαίρεση αυτή φέρει ισχύ μόνο ενόσω η προστασία της δικαστικής διαδικασίας δικαιολογείται «ως εκ του περιεχομένου του εγγράφου». Επικαλούμενο την ως άνω εξαίρεση της προστασίας της δικαστικής διαδικασίας, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο αρνήθηκε την πρόσβαση στα αιτούμενα έγγραφα.
Νομική Ανάλυση
Επιπλέον, το ΔΕΕ απέρριψε και τον ισχυρισμό του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ότι η χορήγηση πρόσβασης στα έγγραφα θα υπονόμευε την χρηστή απονομή της δικαιοσύνης (sound administration of justice). Έκρινε ότι η δυνατότητα προσφυγής στον Κανονισμό 1049/2001 αποτελεί ανεξάρτητο μηχανισμό από αυτόν των δικονομικών μέτρων (π.χ. μέτρα αποδείξεων) και ότι η εφαρμογή του Κανονισμού δεν διαταράσσει την ισορροπία των διαδικασιών ενώπιον του Δικαστηρίου ούτε εκθέτει σε «εξωτερική πίεση» τις δικαστικές του λειτουργίες.
Αναφορικά με τον ισχυρισμό περί υπονόμευσης της αρχής της ισότητας των όπλων, το Δικαστήριο επεσήμανε ότι η αρχή αυτή δεν νοείται ως εμπόδιο για την πρόσβαση σε διοικητικά έγγραφα που δεν περιέχουν νομική αξιολόγηση ή θέση του Κοινοβουλίου. Τόνισε ότι η διαφάνεια και η δυνατότητα του αιτούντος να αποκτήσει αποδεικτικά στοιχεία, ακόμη και εάν αυτά ενδέχεται να χρησιμοποιηθούν σε δικαστική διαδικασία, δεν συνιστούν από μόνες τους λόγο περιορισμού της πρόσβασης όταν δεν παραβιάζεται η δικονομική ισορροπία.
Τέλος, το ΔΕΕ έκρινε ότι δεν εφαρμόζεται η εξαίρεση του άρθρου 4 στα αιτούμενα έγγραφα, δεδομένου ότι:
- αφορούν τη διοικητική δραστηριότητα του Κοινοβουλίου,
- δεν καταρτίστηκαν στο πλαίσιο της εκκρεμούς διαδικασίας ενώπιον του ΔΕΕ,
- δεν περιέχουν απόψεις που έχουν διατυπωθεί για εσωτερική χρήση του Κοινοβουλίου σχετικά με την υπόθεση αυτή.
Κατά συνέπεια, το ΔΕΕ αποφάνθηκε ότι δεν τυγχάνει εφαρμογής η επίκληση της προστασίας των δικαστικών διαδικασιών και, ως εκ τούτου, ακύρωσε την απορριπτική απόφαση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου.
Πρακτικές Επιπτώσεις
Η απόφαση του ΔΕΕ στην υπόθεση Kaili έχει σημαντικές πρακτικές επιπτώσεις για τη μελλοντική εφαρμογή του Κανονισμού 1049/2001.
Κατ’ αρχάς, ενισχύει την αρχή της αυστηρής ερμηνείας των εξαιρέσεων, καθιστώντας σαφές ότι τα θεσμκά όργανα δεν μπορούν να επικαλούνται ευρέως την εξαίρεση της προστασίας δικαστικών διαδικασιών. Επιπλέον,καθιερώνει το κριτήριο του περιεχομένου ως αποκλειστικό παράγοντα αξιολόγησης για την εφαρμογή των εξαιρέσων, απορρίπτοντας επιχειρήματα που βασίζονται στην πιθανή χρήση των εγγράφων σε δικαστικές διαδικασίες.
Ιδιαίτερα σημαντική είναι η διευκρίνιση ότι διοικητικά έγγραφα που δεν περιέχουν νομικές θέσεις ή εσωτερικές αξιολογήσεις δεν μπορούν να προστατευθούν από την πρόσβαση με το αιτιολογικό της προστασίας δικαστικών διαδικασιών.
Αυτό σημαίνει ότι τα θεσμικά όργανα δεν μπορούν πλέον να αρνούνται πρόσβαση σε έγγραφα απλώς για να αποφύγουν την παροχή αποδεικτικών στοιχείων που ενδέχεται να χρησιμοποιηθούν εναντίον τους.
Η απόφαση επίσης καθιστά σαφές ότι η ταυτόχρονη εκκρεμότητα δικαστικής διαδικασίας δεν συνιστά από μόνη της λόγο άρνησης πρόσβασης, εφόσον τα αιτούμενα έγγραφα δεν σχετίζονται άμεσα με τα νομικά ζητήματα της εκκρεμούς υπόθεσης. Κατά συνέπεια, αναμένεται αύξηση των επιτυχών αιτημάτων πρόσβασης σε διοικητικά έγγραφα, ενώ τα θεσμικά όργανα θα πρέπει να επαναξιολογήσουν τις στρατηγικές τους για την εφαρμογή των εξαιρέσεων του άρθρου 4.
Συμπέρασμα
Το ΔΕΕ κατέστησε σαφές ότι η εξαίρεση του άρθρου 4 πρέπει να ερμηνεύεται και να εφαρμόζεται αυστηρά λαμβανομένης υπόψη του σκοπού του Κανονισμού να προσδώσει στους πολίτες όσο το δυνατόν «πληρέστερη πρακτική ισχύ στο δικαίωμα της πρόσβασης του κοινού στα έγγραφα»2. Επομένως, το γεγονός ότι η αίτηση προσβάσεως σε έγγραφα σκοπεί στο να παρασχεθεί η πρόσβαση σε πληροφορίες που δύνανται να χρησιμοποιηθούν στο πλαίσιο εκκρεμούς δικαστικής διαδικασίας, μολονότι διαφορετικού αντικειμένου, δεν αρκεί για να δικαιολογήσει την εφαρμογή της εν λόγω εξαίρεσης.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ
Ε. Καϊλή – Qatargate: Δικαίωση από το Δικαστήριο της ΕΕ για την πρόσβαση σε έγγραφα του Ευρωκοινοβουλίου
* Ο Στέργιος Κωνσταντίνου είναι Δικηγόρος στο Δικηγορικό Γραφείο “Στέργιος Κωνσταντίνου & Συνεργάτες”, Advanced LLM (IP & ICT Law) CIPP/E, CIPM, FIP.
* Η Εύα Πίτση είναι Ασκούμενη Δικηγόρος στο Δικηγορικό Γραφείο “Στέργιος Κωνσταντίνου & Συνεργάτες”, LLM.