Του Βασίλη Ταλαμαγκα
Η πρόσφατη Σύνοδος του ΝΑΤΟ ήρθε να επιβεβαιώσει δύο πραγματικότητες: αφενός, ότι η Ευρώπη συνεχίζει να λειτουργεί ως οικονομικός “χορηγός” της ευρωατλαντικής ασφάλειας, επωμιζόμενη συνεχώς αυξανόμενα βάρη για την άμυνα· αφετέρου, ότι η Τουρκία, παρά τις αυξανόμενες αποστάσεις από τις ευρωπαϊκές αρχές και αξίες, βρίσκει τελικά τρόπους να ενταχθεί σε κρίσιμες αμυντικές αλυσίδες και να επωφελείται από ευρωπαϊκούς εξοπλισμούς.
Η ρωσική απειλή και η συνεχιζόμενη ρωσοουκρανική σύγκρουση έχουν οδηγήσει σε μια εντυπωσιακή αύξηση των αμυντικών δαπανών από πολλές ευρωπαϊκές χώρες. Η Γερμανία, που για χρόνια υστερούσε στις στρατιωτικές επενδύσεις, ξεπέρασε ήδη το όριο του 2% του ΑΕΠ, ενώ χώρες όπως η Πολωνία και τα κράτη της Βαλτικής εκτοξεύουν τις στρατιωτικές τους δαπάνες σε επίπεδα άνευ προηγουμένου. Η Ελλάδα, σταθερά ανάμεσα στους μεγαλύτερους αμυντικούς επενδυτές του ΝΑΤΟ, συνεχίζει να ξοδεύει υπερπολλαπλάσια του ευρωπαϊκού μέσου όρου.
Όμως, η αυξημένη αυτή επένδυση δεν μεταφράζεται αναλογικά σε πολιτικό και στρατηγικό έλεγχο από την πλευρά της Ευρώπης. Η στρατηγική κατεύθυνση εξακολουθεί να χαράσσεται κυρίως από την Ουάσινγκτον. Η Ευρώπη πληρώνει, αλλά δεν αποφασίζει. Η αμερικανική κυριαρχία στο ΝΑΤΟ παραμένει αδιαμφισβήτητη, και οι Ευρωπαίοι περιορίζονται, για άλλη μια φορά, σε ρόλο υποστηρικτικό.
Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, ανησυχία προκαλεί και ο ρόλος της Τουρκίας. Παρά τις εντάσεις με κράτη-μέλη της ΕΕ και τις σαφείς αποκλίσεις από το ευρωπαϊκό θεσμικό και αξιακό πλαίσιο, η Άγκυρα καταφέρνει να εντάσσεται σταθερά σε αμυντικά προγράμματα με ευρωπαϊκή χρηματοδότηση ή έμμεση στήριξη. Η πρόσφατη είσοδος τουρκικών εταιρειών σε ευρωπαϊκές αλυσίδες παραγωγής drone και πυραυλικών συστημάτων έχει προκαλέσει αντιδράσεις, ιδιαίτερα στην Ελλάδα και στην Κύπρο.
Το οξύμωρο είναι ότι, ενώ η ΕΕ αποκλείει την Τουρκία από πλήρη ένταξη λόγω ελλείψεων στη δημοκρατία και στα ανθρώπινα δικαιώματα, την ίδια στιγμή δεν αντιδρά επαρκώς στην οικονομική της διείσδυση στον χώρο της ευρωπαϊκής άμυνας. Πέρα από τις ηθικές ενστάσεις, το ζήτημα είναι και γεωπολιτικό: πώς μπορεί η Ευρώπη να ενισχύει έμμεσα μια χώρα που αμφισβητεί την κυριαρχία κρατών-μελών της, όπως η Ελλάδα και η Κύπρος;
Η απουσία κοινής ευρωπαϊκής γραμμής καθιστά δύσκολη την υιοθέτηση σαφών κανόνων συμμετοχής στα εξοπλιστικά προγράμματα. Έτσι, η Τουρκία βρίσκει διόδους μέσω διμερών συνεργασιών και τεχνολογικών συμπράξεων, εξασφαλίζοντας τεχνογνωσία και πρόσβαση σε ευρωπαϊκές αγορές.
Η Ευρώπη, εάν θέλει να διατηρήσει την αξιοπιστία της, δεν μπορεί να λειτουργεί μόνο ως ταμείο. Οφείλει να αποκτήσει στρατηγική πυξίδα που να καθορίζει όχι μόνο πόσο ξοδεύει, αλλά και πού, πώς και σε ποιον. Η ενίσχυση της άμυνας δεν μπορεί να λειτουργεί ως κενό δοχείο, όπου όλοι συμμετέχουν χωρίς κριτήρια. Αν δεν τεθούν σαφείς προϋποθέσεις και όρια, η Ευρώπη θα συνεχίσει να παίζει τον ρόλο του χορηγού – χωρίς στρατηγικό αντίκρισμα και με σοβαρούς γεωπολιτικούς κινδύνους.