Η μέση Ανατολή αποτελεί από δεκαετίες πυκνογραμμένη σελίδα γεωπολιτικών εντάσεων. Με την πρόσφατη κλιμάκωση της σύγκρουσης Ισραήλ–Ιράν, το ενδεχόμενο άμεσης ή έμμεσης εμπλοκής των Ηνωμένων Πολιτειών γίνεται ολοένα και πιο πιθανό. Η αμερικανική κοινωνία και πολιτική, ωστόσο, φαίνεται διχασμένη — περισσότερο ακόμη και από τον καιρό του Πολέμου του Κόλπου το 1990–91 ή από την πολεμική απροσδιοριστία κατά του Σαντάμ Χουσεΐν το 2003. Μήπως βρισκόμαστε ξανά μπροστά σε «εμφύλια» ρήγματα, όπου οι λανθασμένες εκτιμήσεις μπορούν να οδηγήσουν σε συντριβή εμπιστοσύνης και σαρωτικές συνέπειες; Το άρθρο αυτό τοποθετεί στο επίκεντρο τον κίνδυνο λάθους εκτίμησης, υπερεπέμβασης και επανεμφάνισης ενός «εμφυλίου» σε θεσμικό, πολιτικό και κοινωνικό επίπεδο στις ΗΠΑ.
I. Το ιστορικό αποτύπωμα από την αμερικανική εμπλοκή στη Μέση Ανατολή
Α. Ο Πόλεμος του Κόλπου (1990–91)
Όταν ο Σαντάμ Χουσεΐν εισέβαλε στο Κουβέιτ το 1990, η κυβέρνηση Μπους του πρεσβύτερου έλαβε στρατηγικά αποφασιστική δράση και συγκρότησε συμμαχία 34 κρατών. Παρά την επιτυχία στον εκτοπισμό του Ιρακινού προέδρου, η συνέχιση της εις Βαρέως επέμβασης δημιούργησε σημαντική ρωγμή στην αμερικανική κοινωνία. Η καθαρή, όμως, αποστολή (εκδίωξη εισβολέα από κυρίαρχο κράτος) συγκέντρωσε ευρεία στήριξη — ωστόσο, η απόφαση κατάπαυσης πριν από την ανατροπή του Χουσεΐν άφησε έντονο αποτύπωμα δυσαρέσκειας.
Β. Η επέμβαση στο Ιράκ (2003)
Εννέα χρόνια αργότερα, ο γιος Μπους επικεντρώθηκε σε άλλο καχυποψία. Η εισβολή στο Ιράκ βασίστηκε σε εκτιμήσεις για όπλα μαζικής καταστροφής που αποδείχτηκαν άνευ ισχυρών στοιχείων. Η προπαγάνδα στήριξης, τα ψευδή επιχειρήματα, και η πολεμική ορμή οδήγησαν την αμερικανική κοινή γνώμη σε λανθασμένη εκτίμηση. Όταν οι «στοιχειώδεις» ισχυρισμοί καταρρίφθηκαν, η εσωτερική εμπιστοσύνη στους θεσμούς κατακρημνίστηκε, ενώ ο στρατός βούλιαξε στον ασύμμετρο αγώνα του Ιράκ. Το αποτέλεσμα; Αρκετές χιλιάδες νεκροί Αμερικανοί στρατιώτες, εκατοντάδες χιλιάδες άνθρωποι στο Ιράκ και συντριβή ψυχολογική ως προς την αξιοπιστία της κυβέρνησης.
Σήμερα: Πού οδηγεί η νέα σύγκρουση Ισραήλ–Ιράν
Α. Η δυναμική της σύγκρουσης
Τον τελευταίο χρόνο, η ένταση ανάμεσα σε Ισραήλ και Ιράν έχει ενταθεί — με ανταποδοτικές αεροπορικές επιθέσεις, πλήγματα σε πλοία στην Ερυθρά Θάλασσα και ηλεκτρονικούς πόλεμους. Το Ισραήλ έχει χαρακτηρίσει τους Ιρανούς ως υπεύθυνους για επιθέσεις σε αμερικανικά πλοία, ενώ το Ιράν υποστηρίζει ότι η Τεχεράνη ενεργεί σε αυτοάμυνα. Η Ουάσιγκτον παρακολουθεί με κομμένη την ανάσα, φοβούμενη την υπερθερμανση της κατάστασης.
Β. Διχασμός στην αμερικανική κοινή γνώμη
Όπως και στις προγενέστερες περιπτώσεις, η κοινή γνώμη είναι διαιρεμένη:
-
Υπέρ εμπλοκής: Πολλοί θεωρούν ότι οι ΗΠΑ πρέπει να υπερασπιστούν το Ισραήλ, συμμάχους στη Μέση Ανατολή και την παγκόσμια σταθερότητα. Η διατύπωση «αν επιτραπεί στο Ιράν να κλιμακώσει, τότε θα απειληθεί ολόκληρη η Δύση» ακούγεται συχνά.
-
Εναντίον εμπλοκής: Άλλοι αναρωτιούνται «γιατί να ξαναπέσουμε στην παγίδα του Ιράκ;». Το 2003 έφερε στρατιωτική κόπωση και οικονομικά βάρη – ήταν μια πληγή που ως και σήμερα κυλάει. Πολλοί δεν θέλουν να δουν ομοιότητες με την παλιά νόσο και επιμένουν ότι η εμπλοκή στις εσωτερικές αντιπαραθέσεις άλλων κρατών ≠ αμερικανικά συμφέροντα.
Μήνυμα προς την Ουάσιγκτον: Μαθήματα από το παρελθόν
Α. Η αξία των αδιαμφισβήτητα επαληθευμένων πληροφοριών
Το πιο τραγικό λάθος του 2003 ήταν τα ψευδή στοιχεία για όπλα μαζικής καταστροφής. Το πιο σύγχρονο κείμενο πρέπει να βασίζεται σε αδιαμφισβήτητα τεκμήρια — και να τεθούν πλευρές ανοιχτές: πώς θα ελέγξουν αν υπάρχει συστηματικό ιρανικό πρόγραμμα όπλων μόνιμα έτοιμο να επεκταθεί; Ποιο είναι το πλαίσιο της επιχείρησης; Επιλογές που φωτίζουν — όχι που σκοτεινιάζουν.
Β. Η ανάγκη για σαφήνεια αποστολής
Η αποστολή των ΗΠΑ πρέπει να είναι ξεκάθαρη: αυτοάμυνα, προστασία συμμαχικών δυνάμεων και υποστήριξη θεσμικών διεθνών πλαισίων (π.χ. ΝΑΤΟ, ΗΑΕ, ΟΗΕ). Ασαφείς στόχοι προκαλούν αποδιοργάνωση και -το πλέον επικίνδυνο- διχασμό.
Γ. Μακροπρόθεσμη στρατηγική, όχι μόνο τακτική
Η στρατηγική πρέπει να λαμβάνει υπ’ όψιν και τις μη στρατιωτικές συνέπειες: οικονομικά βάρη που θα ρίξουν αίσθηση κόπωσης, και -το χειρότερο- αγώνες που δεν είναι «μάχες με σαφή αρχή και τέλος», όπως συνέβη στον μεταπολεμικό Ιράκ. Χρειάζεται ένας οδικός χάρτης πολιτικής σταθεροποίησης μετά την τυχόν στρατιωτική παρέμβαση.
Α. Πολιτικοί διχασμοί
Ο κίνδυνος πολωτικής ρητορικής είναι εδώ. Δημοκρατικοί και Ρεπουμπλικάνοι ήδη συγκρούονται για το αν πρέπει να στηριχτεί το Ισραήλ ως «άξονας του Δημοκρατικού Κόσμου» ή να προκριθεί η «επιφυλακτική είσοδος» – η συζήτηση θυμίζει αποσχιστικές τάσεις σε κρίσιμους θεσμούς. Σε ορισμένες περιπτώσεις, πολιτικοί υπογραμμίζουν πως «η χώρα χρειάζεται να πάει σε άλλες κατευθύνσεις, όπως σε βοήθεια στο εσωτερικό», ενώ άλλοι βλέπουν τη σύγκρουση ως ιστορικής σημασίας δοκιμασία.
Β. Κοινωνικές αντιθέσεις
Ο στρατιωτικός συντηρητισμός του νοτιοανατολικού κομματιού αντιστρέφεται με το νεοχιπστεράδικο αντι-πόλεμο από το Σαν Φραντσίσκο και τη Βόρεια Ανατολή. Το μήνυμα; Εκείνοι που υποστηρίζουν τον πόλεμο αντιμετωπίζουν έντυπο τρομοκρατίας και οι ενάντιοι μιλούν για «αμερικανικό αποικισμό».
Γ. Media και «ψευδο-εμφύλιος»
Οι ένοπλες ομάδες σηματοδοτούν ότι δεν είναι μόνο λόγος. Τα κοινωνικά δίκτυα όμως, όπου οι πληροφορίες κινούνται με ταχύτητα φωτός, μετατρέπουν κάθε νέα ανάρτηση σε «κατάσταση πολιορκίας»: κατηγορίες παρέμβασης, δημοσιογραφικές θεωρίες συνωμοσίας και ακραίες απόψεις ανεβαίνουν στα trends, με αποτέλεσμα η διάθεση ρήξης να κορυφωθεί ‑ήταν ο λόγος που μια σημαντική ισορροπία λεπτής γνώμης είχε ακόμη αντέξει.
V. Συμπεράσματα και προοπτική
Το μήνυμα στέλνεται ξεκάθαρο:
-
«Δεν είναι 1990–91 ούτε το 2003» – αλλά το στρατηγικό αδιέξοδο μπορεί να μοιάζει. Ο κίνδυνος να «πέσουμε έξω» εμμένει.
-
Το διχαστικό πρόσωπο της δημοκρατικής συζήτησης, ειδικά πριν από τις εκλογές του 2024 (ή μελλοντικές εκλογές), είναι ισχυρό – παράγει «εμφύλιες» τάσεις, με αποφάσεις καθοριστικές για το τι είναι «παραπάνω» και τι «κάτω» όσον αφορά τη διεθνή δράση.
-
Η αξία της διαφάνειας, της τεκμηρίωσης και της κοινωνικής συνομολόγησης δεν αρκεί μόνο ως θεωρητικός παράγοντας, αλλά είναι το κρίσιμο στοιχείο για τη συνοχή μιας εκ των μεγαλυτέρων δημοκρατιών του πλανήτη.
Η σύγκρουση Ισραήλ‑Ιράν είναι πλέον εδώ. Το ζήτημα που τίθεται έντονα πλέον για τις ΗΠΑ είναι αν, αυτή τη φορά, θα καταφέρουν να πάνε πέρα από το λάθος εκτιμήσεων και τη βιασύνη αποφάσεων, και να δράσουν με τη διαύγεια που απαιτεί μία εποχή που η μη στρατιωτική κυριαρχία (κυβερνοπόλεμος, οικονομικές κυρώσεις, ενεργειακή πολιτική) έχει ίσως μεγαλύτερη βαρύτητα από τη στρατιωτική δύναμη.
Οι Αμερικανοί — κυβέρνηση, Κογκρέσο, στρατός, κοινή γνώμη — καλούνται να αποφασίσουν: Θα υιοθετήσουν έναν ενιαίο, υπεύθυνο ρόλο στη διεθνή σκηνή ή θα βρεθούν ξανά διαιρεμένοι, εγκλωβισμένοι μεταξύ στρατιωτικών κινδύνων και λαϊκής δυσαρέσκειας; Αυτός είναι ο πραγματικός «εμφύλιος» που θα καθορίσει αν οι ΗΠΑ επανέλθουν σε στάδιο ισχύος ή βυθιστούν σε κρίση εμπιστοσύνης και στρατηγικού κενού.
Το μέλλον είναι ρευστό. Η εμπλοκή ή όχι των ΗΠΑ στη σύρραξη Ισραήλ–Ιράν είναι ένα κρίσιμο test – για την ικανότητα μιας υπερδύναμης να λειτουργήσει συνεκτικά, χωρίς πολιτικό polarisation και χωρίς – κυρίως – επικίνδυνες στρατιωτικές επιλογές που θα την αποδυναμώσουν. Απέναντι στην ιστορία, η αλήθεια προβάλλει ως η μεγαλύτερη δύναμη – και ίσως ο μοναδικός τρόπος να μην πληρώσει ξανά το τίμημα μιας λάθος αποφασιστικής εμπλοκής.