Του Βασιλη Ταλαμαγκα
Σε μια χώρα όπου το ΑΕΠ αυξάνεται με ρυθμό 2,2% το 2024, σύμφωνα με τα πρόσφατα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, και η ανεργία παρουσιάζεται μειωμένη στο 10,2%, θα περίμενε κανείς η καθημερινότητα των πολιτών να βελτιώνεται. Κι όμως, την ίδια στιγμή, οι ουρές στα κοινωνικά παντοπωλεία και στα συσσίτια μεγαλώνουν, ενώ τα στοιχεία αποκαλύπτουν μια κοινωνία σε οικονομική ασφυξία.
Η ελληνική οικονομία δείχνει στα χαρτιά ότι «ανθίζει». Οι εξαγωγές αυξήθηκαν, ο τουρισμός επέστρεψε δυναμικά μετά την πανδημία και οι επενδύσεις σε πράσινη ενέργεια και ψηφιακή τεχνολογία πολλαπλασιάζονται. Όμως, όπως λέει ο λαός, «με τα χαρτιά δεν γεμίζει το στομάχι».
Το καλάθι της νοικοκυράς – και όχι αυτό των «20 επιλεγμένων προϊόντων» της κυβέρνησης – δείχνει μια εντελώς διαφορετική εικόνα. Σύμφωνα με το Ινστιτούτο Καταναλωτών (ΙΝΚΑ), το κόστος ζωής έχει αυξηθεί κατά 23% τα τελευταία δύο χρόνια, με είδη πρώτης ανάγκης όπως το ψωμί, το γάλα και το λάδι να έχουν μετατραπεί σε πολυτέλειες για πολλούς.
Ο κατώτατος μισθός φτάνει πλέον στα 830 ευρώ μικτά, δηλαδή περίπου 660 ευρώ καθαρά. Την ίδια ώρα, ο μέσος ενοικιαστής στην Αθήνα πληρώνει πάνω από 500 ευρώ για ένα διαμέρισμα 60 τετραγωνικών. Αυτό αφήνει ελάχιστο περιθώριο για τρόφιμα, λογαριασμούς και μεταφορές. Η ακρίβεια έχει ωθήσει πολλούς νέους πίσω στο πατρικό τους, ενώ οικογένειες με δύο εργαζόμενους αδυνατούν να τα βγάλουν πέρα.
Όπως αναφέρει πρόσφατη έρευνα της ΔιαΝΕΟσις (2024), το 34% των Ελλήνων δηλώνει ότι «δυσκολεύεται πολύ» να καλύψει βασικές ανάγκες κάθε μήνα, ενώ το 57% των νοικοκυριών δεν έχει τη δυνατότητα να αντεπεξέλθει σε έκτακτα έξοδα ύψους 500 ευρώ.
Ενώ τα οικονομικά μεγέθη ευνοούν τη γενική εικόνα, η ανισότητα διευρύνεται. Η Τράπεζα της Ελλάδος έχει κρούσει επανειλημμένα τον κώδωνα του κινδύνου για τη συγκέντρωση πλούτου στα χέρια λίγων και τη στασιμότητα των εισοδημάτων της μεσαίας τάξης. Οι λεγόμενες «αναπτυξιακές επενδύσεις» δημιουργούν ελάχιστες σταθερές θέσεις εργασίας, πολλές φορές χαμηλά αμειβόμενες και επισφαλείς.
Ταυτόχρονα, η φορολογική πίεση παραμένει υψηλή, ειδικά για τους ελεύθερους επαγγελματίες και μικρούς επιχειρηματίες, οι οποίοι βλέπουν τις εισφορές και τις προκαταβολές φόρου να τους στραγγαλίζουν.
Η αλήθεια είναι πως η οικονομία δεν μπορεί να κριθεί μόνο με βάση την ανάπτυξη και τους δείκτες επενδύσεων. Μια πραγματικά βιώσιμη οικονομία είναι εκείνη που μεριμνά για την ευημερία των πολιτών της, που προσφέρει ασφάλεια, πρόσβαση σε ποιοτικές υπηρεσίες υγείας και παιδείας αλλα και αξιοπρεπείς συνθήκες διαβίωσης.
Όσο τα στατιστικά στοιχεία ευημερούν σε μια κοινωνία όπου ο ένας στους πέντε ζει κοντά ή κάτω από το όριο της φτώχειας, τότε δεν μιλάμε για πραγματική πρόοδο. Μιλάμε για μια εικονική ευημερία, στηριγμένη σε αριθμούς χωρίς ψυχή.
Και το ερώτημα παραμένει επίκαιρο:
Για ποιον τελικά αναπτύσσεται η οικονομία;