Του Βασίλη Ταλαμάγκα
Στην εποχή της άμεσης πληροφόρησης και της αδιάκοπης ροής ειδήσεων, η δημοσιογραφία – παραδοσιακά θεματοφύλακας της αλήθειας, της αντικειμενικότητας και του δημόσιου συμφέροντος – μοιάζει όλο και περισσότερο να διολισθαίνει σε μια σκιώδη εκδοχή του εαυτού της. Άμα παρατηρήσει κάποιος διάφορα που συμβαίνουν στην δημόσια σφαίρα θα δει ότι εμφανίζονται πρόσωπα από το πουθενά που δηλώνουν «δημοσιογράφοι» και προσπαθούν να κερδίσουν τα δυο λεπτά της δημοσιότητας.
Η σοβαρή, ερευνητική προσέγγιση αντικαθίσταται συχνά από φτηνές εντυπώσεις, κουτσομπολίστικες προσεγγίσεις και θεατρινίστικες τακτικές. Η «σουργελοποίηση» της δημοσιογραφίας δεν είναι πλέον υπερβολή. Είναι πραγματικότητα.
Η μετάλλαξη αυτή δεν συνέβη από τη μια μέρα στην άλλη. Ξεκίνησε δειλά με την εμπορευματοποίηση της ενημέρωσης, την αναζήτηση “κλικ” και τηλεθέασης, και εντάθηκε με την κυριαρχία των social media. Το ρεπορτάζ υποχωρεί μπροστά στην ανάγκη για “viral” τίτλους, υπερβολές και θεατρικότητα.
Δημοσιογράφοι μετατρέπονται σε περσόνες. Αντί να ενημερώνουν, παίζουν ρόλους σε ένα κακοστημένο θέατρο, όπου σκοπός δεν είναι η ενημέρωση ούτε ο σχολιασμός.
Επίσης σημαντικά ζητήματα, όπως η ακρίβεια, η διαφθορά, η περιβαλλοντική κρίση ή η δικαιοσύνη, παραμερίζονται για χάρη ανώδυνων, αλλά “πιασάρικων” θεμάτων. Οι τηλεοπτικοί καβγάδες, τα ψευτοδιλήμματα, οι δήθεν αποκαλύψεις και οι “αποκλειστικότητες” που βασίζονται σε φήμες, έχουν γίνει καθημερινό φαινόμενο. Οι δημοσιογράφοι που αρνούνται να συμμετάσχουν σε αυτό το θέατρο, συχνά περιθωριοποιούνται.
Η ταχύτητα έχει αντικαταστήσει την εγκυρότητα. Η επιβεβαίωση της πληροφορίας θεωρείται πολυτέλεια. Το «να το πούμε πρώτοι» είναι πιο σημαντικό από το «να το πούμε σωστά». Όταν ο δημοσιογράφος δεν διασταυρώνει, δεν ελέγχει, αλλά απλώς αναπαράγει, τότε παύει να είναι δημοσιογράφος. Και όταν τα μέσα ενημέρωσης λειτουργούν ως μηχανές θορύβου αντί για εργαλεία σκέψης, τότε το αποτέλεσμα είναι παραπληροφόρηση, σύγχυση και απώλεια εμπιστοσύνης.
Δεν φταίνε μόνο τα ΜΜΕ. Φταίνε και οι πολίτες που καταναλώνουν άκριτα, που αναπαράγουν χωρίς να ελέγχουν, που ανταμείβουν τον εντυπωσιασμό και όχι την ουσία. Αν θέλουμε να ξαναβρούμε τη χαμένη αξιοπιστία της δημοσιογραφίας, πρέπει να ενισχύσουμε τη σοβαρή δημοσιογραφία, να απαιτήσουμε ποιότητα και να στηρίξουμε τους λίγους που ακόμη προσπαθούν να κάνουν τη δουλειά τους τίμια.
Η δημοσιογραφία δεν είναι θέαμα. Είναι θεσμός δημοκρατίας. Όσο την αντιμετωπίζουμε ως σόου, τόσο θα απομακρυνόμαστε από την ουσία της. Και η κοινωνία χωρίς ενημερωμένους πολίτες, είναι μια κοινωνία ευάλωτη στη χειραγώγηση.
Η «σουργελοποίηση» της δημοσιογραφίας δεν είναι αστείο. Είναι επικίνδυνη. Και είναι ώρα να πούμε: ως εδώ.