Την συνταγματικά κατοχυρωμένη ανεξαρτησία των δικαστών και εισαγγελέων επικαλείται η Ένωση Εισαγγελέων Ελλάδος, αναφερόμενη στην παραγγελία της προέδρου του Αρείου Πάγου για τη διενέργεια πειθαρχικού ελέγχου ανακριτή και εισαγγελέα στην υπόθεση των κατηγορουμένων που φέρονται ως εμπλεκόμενοι σε κύκλωμα με επίκεντρο την Πολεοδομία της Ρόδου και επισημαίνει ότι οποιαδήποτε σύσταση ή υπόδειξη στο έργο τους είναι ανεπίτρεπτη
Η παραγγελία της άσκησης πειθαρχικού ελέγχου για δικαιοδοτική κρίση δικαστικού λειτουργού και η ευρεία γνωστοποίησή της κατά την Ένωση Εισαγγελέων Ελλάδος ” πλήττει τη συνταγματικά κατοχυρωμένη λειτουργική και προσωπική ανεξαρτησία των δικαστικών λειτουργών και τελικά βλάπτει την απονομή της ποινικής δικαιοσύνης και την ίδια τη δημοκρατία, θέτοντας υπό διαρκή αμφισβήτηση τον θεσμό και τροφοδοτώντας την κακόβουλη και απαξιωτική συζήτηση περί δήθεν αδυναμίας και ανεπάρκειας των λειτουργών της”.
Ολόκληρη η ανακοίνωση για την υπόθεση αυτή που έχει προκαλέσει αντιδράσεις στην τοπική και όχι μόνο κοινωνία,που προκάλεσε παρέμβαση της προέδρου του Αρείου Πάγου Ιωάννα Κλαπα και που όπως φαίνεται εχει διαφορετικές προσεγγίσεις μέσα στους κόλπους της ίδιας της δικαιοσύνης ,είναι η ακόλουθη:
Mε αφορμή την παραγγελία της κ. Προέδρου του Αρείου Πάγου για τη διενέργεια πειθαρχικού ελέγχου των δικαστικών λειτουργών που υπηρετούν στο Πρωτοδικείο και την Εισαγγελία Πρωτοδικών Ρόδου, ως προς την απόφαση να επιβληθούν περιοριστικοί όροι και όχι προσωρινή κράτηση σε κατηγορούμενους υπόθεσης, που έλαβε μεγάλη δημοσιότητα, η Ένωση Εισαγγελέων Ελλάδος, χωρίς να υπεισέρχεται στην ουσία της υπόθεσης, επισημαίνει τα εξής:
Από τις διατάξεις των άρθρων 87 – 92 του Συντάγματος προκύπτει ότι οι εισαγγελείς απολαμβάνουν λειτουργικής ανεξαρτησίας, η οποία ενισχύεται και από τη διάταξη του άρθρου 23 παρ. 3 του του Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών, που ρυθμίζει τα σχετικά με τα όργανα άσκησης εποπτείας στα δικαστήρια και το περιεχόμενο της, σύμφωνα με την οποία οποιαδήποτε οδηγία, σύσταση ή υπόδειξη σε δικαστικό λειτουργό για ουσιαστικό ή δικονομικό θέμα σε συγκεκριμένη υπόθεση ή κατηγορία υποθέσεων είναι ανεπίτρεπτη, αλλά και από τη διάταξη του άρθρου 28 παρ. 4 εδ. γ’ του ως άνω Κώδικα, η οποία ρητώς ορίζει ότι ο εισαγγελικός λειτουργός κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του και την έκφραση της γνώμης του ενεργεί αδέσμευτα, υπακούοντας στον νόμο και στη συνείδησή του.
Περαιτέρω, από τη διάταξη του άρθρου 109 παρ. 4 περ. β’ του Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών, προκύπτει ότι δεν αποτελεί πειθαρχικό παράπτωμα για τον δικαστικό λειτουργό, η κρίση που εκφέρει κατά την άσκηση των καθηκόντων του και επομένως δεν είναι επιτρεπτός ο έλεγχος της κρίσης αυτής. Άλλωστε, σε περίπτωση εσφαλμένης κρίσης, είτε αυτή αφορά τα μέτρα δικονομικού καταναγκασμού, είτε την ουσία μιας υπόθεσης, παρέχονται από το Νόμο τα δικονομικά εργαλεία για τη διόρθωσή της.
Σε κάθε περίπτωση, η παραγγελία της άσκησης πειθαρχικού ελέγχου για δικαιοδοτική κρίση δικαστικού λειτουργού και η ευρεία γνωστοποίησή της πλήττει τη συνταγματικά κατοχυρωμένη λειτουργική και προσωπική ανεξαρτησία των δικαστικών λειτουργών και τελικά βλάπτει την απονομή της ποινικής δικαιοσύνης και την ίδια τη δημοκρατία, θέτοντας υπό διαρκή αμφισβήτηση τον θεσμό και τροφοδοτώντας την κακόβουλη και απαξιωτική συζήτηση περί δήθεν αδυναμίας και ανεπάρκειας των λειτουργών της.
Η Ένωση Εισαγγελέων Ελλάδος διαβεβαιώνει, για πολλοστή φορά, ότι οι Έλληνες εισαγγελείς ασκούν το λειτούργημά τους απαλλαγμένοι από κάθε εξωτερική επιρροή ή πίεση, με βάση το Σύνταγμα και τους σύμφωνους με αυτό νόμους, αλλά και με απόλυτη ευσυνειδησία, με υψηλό αίσθημα ευθύνης και αφοσίωσης στο καθήκον, αυταπάρνηση και κυρίως με παρρησία και χωρίς κανένα φόβο έναντι οποιουδήποτε, λειτουργώντας ως εγγυητές των ελευθεριών του πολίτη.
Δεν αποτελεί πειθαρχικό παράπτωμα για το δικαστικό λειτουργό «…η κρίση που εκφέρει κατά την άσκηση των καθηκόντων του» επισημαίνεται και σε ανακοίνωση της Ένωσης Δικαστών και Εισαγγελέων που κινείται στο ίδιο μήκος κύματος με την Ένωση Εισαγγελέων Ελλάδος αναφορικά με τη διενέργεια πειθαρχικού ελέγχου σε ανακριτή και εισαγγελέα στην υπόθεση της πολεοδομίας της Ρόδου που προκάλεσε τη διενέργεια πειθαρχικού ελέγχου με εντολή της προέδρου του Αρείου Πάγου Ιωάννας Κλάπα.
Στην ανακοίνωση της η Ένωση Δικαστών και Εισαγγελέων αναφέρει τα εξής :
«Με αφορμή δημοσιεύματα του χθεσινού Τύπου σύμφωνα με τα οποία διατάχθηκε πειθαρχικός έλεγχος ανακριτή και εισαγγελέα από την Πρόεδρο του Αρείου Πάγου, σχετιζόμενος με την ουσιαστική τους κρίση ως προς την επιβολή μέτρων δικονομικού καταναγκασμού σε υπόθεση νησιωτικού Πρωτοδικείου, φαίνεται ότι είναι αναγκαίο να επαναλάβουμε ότι κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 109παρ.4 του ΚΟΔΚΔΛ δεν αποτελεί πειθαρχικό παράπτωμα για το δικαστικό λειτουργό «…η κρίση που εκφέρει κατά την άσκηση των καθηκόντων του…». Με τη διάταξη αυτή, η οποία μαζί με τα άρθρα 87 παρ.1 του Συντάγματος και άρθρο 7 παρ. 1 της Παγκόσμιας Χάρτας του Δικαστή συμπληρώνουν το πλέγμα ρυθμίσεων που έχουν τεθεί για την προστασία της προσωπικής και λειτουργικής ανεξαρτησίας των δικαστικών λειτουργών, διασφαλίζεται ότι η αιτιολογημένη ουσιαστική τους κρίση, όπως αυτή που αφορά την επιβολή ή όχι προσωρινής κράτησης, είναι ελεύθερη, ώστε να διαμορφώνεται μόνο από τα στοιχεία της δικογραφίας, το νόμο και τη συνείδησή τους, χωρίς τον κίνδυνο επιβολής οποιασδήποτε κύρωσης, καθώς η αξίωση της έννομης τάξης για σεβασμό των δικαστικών κρίσεων, αφορά εξίσου τα όργανα της δικαστικής, της νομοθετικής και της εκτελεστικής εξουσίας.
Στη συγκεκριμένη περίπτωση, όπως στα ίδια τα δημοσιεύματα καταγράφεται, οι κατηγορούμενοι είχαν γνωστή διαμονή στη χώρα και δεν προέκυψε σκοπός φυγής τους. Επιπλέον, με βάση τα συγκεκριμένα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά των πράξεων για τις οποίες κατηγορούνται, λαμβάνοντας υπόψη το γεγονός ότι είχαν λευκό ποινικό μητρώο και ότι η υπηρεσιακή ιδιότητα όσων εξ αυτών είχαν την ιδιότητα του υπαλλήλου ανεστάλη άμεσα με απόφαση δημάρχου, κρίθηκε αιτιολογημένα ότι δεν είναι πιθανό να διαπράξουν άλλα εγκλήματα στο μέλλον και ως εκ τούτου η επιβολή των περιοριστικών όρων: α) της απαγόρευσης εξόδου από τη χώρα, β) της εμφάνισης στο Α.Τ. του τόπου κατοικίας τους και γ) της καταβολής χρηματικών εγγυήσεων που κυμάνθηκαν καθ΄ έκαστον από το ποσό των 20.000 ευρώ έως των 100.000 ευρώ, αρκούν για την υλοποίηση των σκοπών της ποινικής δίκης.
Θυμίζουμε δε, ότι η προσωρινή κράτηση επιβάλλεται κατ’ εξαίρεση σε κατηγορούμενο για κακούργημα, όχι ως προκαταβολική ποινή, αλλά μόνο ως μέσο διασφάλισης της παρουσίας του στο δικαστήριο ή αποτροπής τέλεσης νέων εγκλημάτων, εφόσον κρίνεται αιτιολογημένα ότι τα λοιπά μέτρα δικονομικού καταναγκασμού και ιδίως η απαγόρευση εξόδου από τη χώρα, η καταβολή χρηματικής εγγύησης ή η υποχρέωση σταθερής εμφάνισης ενώπιον της αστυνομικής αρχής, στα οποία δίνεται εκ του νόμου προτεραιότητα, δεν επαρκούν. Πρόκειται δε για εξατομικευμένη κρίση, που αφορά την κάθε υπόθεση ξεχωριστά, υπηρετεί αποκλειστικά τους δικονομικούς σκοπούς της ποινικής δίκης και δεν μπορεί να εντάσσεται, ούτε να συγχέεται με τον παραδειγματικό χαρακτήρα μηνυμάτων περί επιβολής της «νομιμότητας», που πρόσφατα είδαμε να εκπέμπονται από την εκτελεστική εξουσία.
Σήμερα περισσότερο από ποτέ, στεκόμαστε στο πλευρό των συγκεκριμένων συναδέλφων, όπως και κάθε συναδέλφου που με προσωπικό κόστος, επιστημονική σπουδή και αιτιολογημένη κρίση, υλοποιεί καθημερινά στην πράξη την δικαστική ανεξαρτησία».
Μίνα Μουστάκα