«Πράσινο φως» έδωσε το Ελεγκτικό Συνέδριο για τη νομοθετική διάταξη που αποσυνδέει πλήρως την ποινικά κολάσιμη συμπεριφορά των υπαλλήλων από την οιασδήποτε έκτασης (ολική ή μερική) οριστική απώλεια του συνταξιοδοτικού δικαιώματος, κρίνοντας πως η σχετική ρύθμιση είναι συνταγματική.
«Η ρύθμιση αυτή δεν δύναται να θεωρηθεί ότι εξομοιώνει αυθαίρετα ευόρκως υπηρετήσαντες και επίορκους υπαλλήλους, δοθέντος ότι και ο επίορκος υπάλληλος παρείχε επί μακρόν υπηρεσίες επί τη βάσει νομίμως συσταθείσας δημοσιοϋπαλληλικής σχέσης, διαθέτοντας τα απαιτούμενα τυπικά προσόντα της θέσης του, έχοντας καταβάλει ασφαλιστικές εισφορές και έχοντας συμπληρώσει τις χρονικές προϋποθέσεις για τη θεμελίωση δικαιώματος σύνταξης από το Δημόσιο» αναφέρει η απόφαση του Ελεγκτικού Συνεδρίου.
Και εμφανίζεται κατηγορηματικό πως «η ποινικώς κολάσιμη συμπεριφορά των υπαλλήλων δεν συνιστά πρόσφορο κριτήριο δυνάμενο να δικαιολογήσει, κατά τρόπο συνταγματικώς ανεκτό, την εξαίρεση τους από το δικαίωμα σύνταξης».
Λήψη σύνταξης ακόμη και από επίορκους υπαλλήλους: Η απώλειά της συνιστά μέτρο ιδιαίτερα επαχθές
Στην ίδια απόφαση επισημαίνεται πως «η ποινικώς κολάσιμη συμπεριφορά του υπαλλήλου τελεί μεν σε άμεση σχέση με την υπηρεσιακή του κατάσταση, ενόσω ήταν στην ενέργεια και μπορεί να οδηγήσει, σύμφωνα με τις οικείες διατάξεις, στην πειθαρχική του δίωξη ή τη λύση της υπαλληλικής του σχέσης, όχι όμως και με το συνταξιοδοτικό του δικαίωμα. Πέραν αυτού, η οριστική και πλήρης αποστέρηση της σύνταξης και μάλιστα, όχι μόνον αυτοδικαίως, αλλά και ανεξαρτήτως του εάν μέρος της αντιστοιχεί σε καταβληθείσες από τον υπάλληλο εισφορές, συνεπαγόμενη, περαιτέρω, την απώλεια και κάθε ασφαλιστικής κάλυψης, συμπεριλαμβανομένης της υγειονομικής περίθαλψης, συνιστά μέτρο ιδιαίτερα επαχθές, που ακολουθεί τον υπάλληλο μέχρι το πέρας του βίου του και θέτει σε κίνδυνο την ίδια τη διαβίωσή του, σε μία ηλικία που η δυνατότητα αναπλήρωσης της σύνταξής του με άλλους πόρους καθίσταται, εάν όχι αδύνατη, πάντως ιδιαιτέρως δυσχερής, επαγόμενο, ως κύρωση, αποτελέσματα που υπερβαίνουν κατά πολύ χρονικά την ποινή που επιβλήθηκε στον υπάλληλο, με συνέπεια την προσβολή και της προστατευόμενης από το άρθρο 2 παρ. 1 του Συντάγματος ανθρώπινης αξιοπρέπειας».
Για τους λόγους αυτούς καταλήγει: «Πρόκειται, επομένως, για μέτρο που καταδήλως υπερακοντίζει τον επιδιωκόμενο δημόσιο σκοπό, τα προφανή δε αυτά μειονεκτήματά του δεν αντισταθμίζονται από τη μεταβίβαση της σύνταξης του υπαλλήλου στην οικογένειά του, αφενός διότι η μεταβίβαση αυτή αφορά σε μέρος μόνον (7/10) της δικαιούμενης σύνταξης και αφετέρου διότι τίποτε δεν εγγυάται ότι η οικογενειακή κατάσταση του υπαλλήλου θα συνεχιστεί ως έχει, χωρίς μεταβολές, και στο μέλλον. Κατ’ ακολουθίαν αυτών, η ρύθμιση της περ. β΄ του άρθρου 62 του Συνταξιοδοτικού Κώδικα παραβιάζει την αρχή της αναλογικότητας αφού επιφέρει δυσανάλογη επέμβαση στα περιουσιακά δικαιώματα του συνταξιούχου θίγοντας τον πυρήνα της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, ενώ αντιβαίνει και στο άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ και είναι, ως εκ τούτου, ανίσχυρη και μη εφαρμοστέα».
Το Σύνταγμα κατοχυρώνει το συνταξιοδοτικό καθεστώς
Η Ολομέλεια του Ελεγκτικού Συνεδρίου υπενθυμίζει επίσης ότι «το Σύνταγμα (άρθρα 16, 21 παρ. 3, 22 παρ. 2, 23 παρ. 2 εδ. β΄, 29 παρ. 3, 45, 73 παρ. 2, 80, 87 επ., 98 παρ. 1 περ. δ΄ και στ΄, 103 και 104) κατοχυρώνει ως ιδιαίτερο θεσμό το ειδικό υπηρεσιακό και συνταξιοδοτικό καθεστώς των δημόσιων λειτουργών, υπαλλήλων και στρατιωτικών. Ενόψει δε της απορρέουσας από τις ανωτέρω διατάξεις θεσμικής εγγύησης του ειδικού συνταξιοδοτικού καθεστώτος, ως σύνταξη προεχόντως νοείται η ισόβια περιοδική παροχή που καταβάλλεται στους δημόσιους λειτουργούς, υπαλλήλους και στρατιωτικούς, αντί μισθού και ως συνέχεια αυτού, μετά την αποχώρησή τους από την ενεργό υπηρεσία, ως όρος της απασχόλησής τους από τον εργοδότη τους (δημόσιο), για την απονομή της οποίας εφαρμόζονται ενιαίοι κανόνες προσαρμοσμένοι στην ιδιομορφία της σχέσης δημοσίου δικαίου που τους συνδέει με την υπηρεσία και το ύψος της οποίας τελεί σε εύλογη αναλογία προς τις αποδοχές ενέργειας, αναλόγως των ιδιαίτερων υπηρεσιακών συνθηκών εκάστης κατηγορίας, εξασφαλίζοντας γι’ αυτούς αξιοπρεπείς συνθήκες διαβίωσης, ανάλογες της θέσης, των καθηκόντων, του χρόνου υπηρεσίας και της υπηρεσιακής τους εξέλιξης».