Οι επόμενες εβδομάδες είναι καθοριστικές για την Ελληνική οικονομία αφού ξεκινούν οι πρώτες αξιολογήσεις για το 2025 από τους οίκους αξιολόγησης .
Στο υπουργείο Οικονομικών εκτιμούν ότι η νέα χρονιά θα είναι έτος νέων αναβαθμίσεων, λόγω της συνέχισης των ισχυρών αναπτυξιακών επιδόσεων της οικονομίας, της απρόσκοπτης απορρόφησης των πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης και της προώθησης των μεταρρυθμίσεων, καθώς και των υψηλών πρωτογενών πλεονασμάτων που καταγράφει ο Προϋπολογισμός.
Τον «χορό» των αξιολογήσεων θα ανοίξει στις 7 Μαρτίου, ο καναδικός οίκος DBRS, ο οποίος είχε κάνει θετική εκτίμηση για την Ελληνική οικονομία και είχε αναβαθμίσει τις προοπτικές από «σταθερές» σε «θετικές», τον περασμένο Σεπτέμβριο. Πρόσφατα, ο οίκος σε ανάλυσή του τόνιζε ότι η ελληνική οικονομία έχει επιδείξει αξιοσημείωτη ανθεκτικότητα παρά τα πολλαπλά σοκ (πανδημία, ενεργειακή κρίση) και παραμένει στο δρόμο της βιώσιμης ανάπτυξης.
Ο DBRS έδωσε στην Ελλάδα την επενδυτική βαθμίδα τον Σεπτέμβριο του 2023 (BBB με σταθερή τάση) και τον Σεπτέμβριο του 2024 αναβάθμισε την τάση σε θετική, δημιουργώντας έτσι προσδοκίες για μία νέα αναβάθμιση του ελληνικού αξιόχρεου φέτος.
Θα ακολουθήσει, μία εβδομάδα αργότερα, στις 14 Μαρτίου ο κορυφαίος οίκος Moody’s που αναβάθμισε τις προοπτικές της ελληνικής οικονομίας από «σταθερές» σε «θετικές» τον περασμένο Σεπτέμβριο.
Ο Moody’s είναι ο μόνος από τους πέντε αναγνωρισμένους από την ΕΚΤ οίκους, ο οποίος δεν έχει δώσει ακόμη την επενδυτική βαθμίδα στην Ελλάδα, αλλά φέτος μπορεί να είναι η χρονιά που θα συμβεί αυτό, δεδομένου ότι η αξιολόγησή του είναι ένα σκαλοπάτι παρακάτω (Ba1) και τον περασμένο Σεπτέμβριο αναθεώρησε τις προοπτικές σε θετικές.
Ο οίκος αξιολόγησης Moody’s στην τελευταία αξιολόγηση αναθεώρησε σε θετική από σταθερή την προοπτική της πιστοληπτικής διαβάθμισης της χώρας (Βa1), επισημαίνοντας την καλύτερη των εκτιμήσεων εκτέλεση του Προϋπολογισμού και τη σοβαρή βελτίωση του τραπεζικού τομέα.
Στις 18 Απριλίου θα είναι η σειρά της Standard & Poor’s να ανακοινώσει τη δική της αξιολόγηση με τις πληροφορίες να θέλουν και αυτό τον οικο να έχει θετική εικόνα για την οικονομία .
Εδώ θα πρέπει να επισημανθεί ότι το 2024 ήταν σημείο καμπής και για τα ελληνικά ομόλογα, καθώς υπήρξε υψηλότερη ζήτηση από ξένους επενδυτές, και μάλιστα από επενδυτές που είχαν να αγοράσουν ελληνικούς τίτλους για περισσότερα από 10 έτη.
Οι αναλυτές ανα τον κόσμο εμβαθύνουν στα στοιχεία των διεθνών οίκων για την Ελληνική οικονομία επισημαίνοντας στα σχόλια τους την εξαιρετική πορεία της οικονομίας της χωρας μας .
Οι περισσότερες εκθέσεις των παγκόσμιων οίκων, με τελευταία του οίκου Scope στο τέλος της προηγουμένης χρονιάς , υπογράμμισε τη μείωση του δημοσίου χρέους κατά 57 ποσοστιαίες μονάδες του ΑΕΠ, από 212,6% το 2020 σε 155,3% φέτος, χαμηλότερα από τα προ πανδημίας επίπεδα, ενώ για το 2029 εκτίμησε ότι θα περιοριστεί περαιτέρω στο 132%, χαμηλότερα από την έναρξη της οικονομικής κρίσης το 2010. Ο οίκος σημείωσε ακόμη την υπεραπόδοση του κρατικού προϋπολογισμού, την ενίσχυση της ανθεκτικότητας του τραπεζικού συστήματος με τον περιορισμό των κόκκινων δανείων και την αναπτυξιακή δυναμική της οικονομίας που υποστηρίζεται από τις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις και τις Κοινοτικές χρηματοδοτήσεις.
Η πρόσφατη δε αναβάθμιση της πιστοληπτικής ικανότητας της ελληνικής οικονομίας από τον οίκο Scope, έχει ιδιαίτερη σημασία γιατί ήταν η πρώτη αναβάθμιση της χώρας εντός της επενδυτικής βαθμίδας, μετά την οικονομική κρίση. Η ελληνική οικονομία ανεβαίνει ψηλότερα και πλησιάζει τις προηγμένες οικονομίες.
Επίσης έγινε σε περίοδο διεθνούς αναταραχής και ενώ ισχυρές χώρες βρίσκονται αντιμέτωπες με την υποβάθμιση του αξιόχρεού τους ενώ επιβεβαίωσε την ορθότητα της δημοσιονομικής και γενικότερα οικονομικής πολιτικής της κυβέρνησης.
Την ιδια ωρα που η Ελληνική οικονομία έχει εκπλήξει τους πάντες , η μεγαλύτερη οικονομία της Ευρώπης , αλλά και η Γερμανική βιομηχανία έχει φτάσει σε σημείο καμπής .
Ο Έλληνας πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης δίνει συνεχώς τον τονο , ότι η θετική δημοσιονομική πορεία είναι αδιαπραγμάτευτη, ενώ σημειώνει , την πολιτική σταθερότητα που υπάρχει στη χώρα, τη στιγμή που ο πολιτικός κίνδυνος «χτυπά» άλλες μεγάλες Ευρωπαϊκές χωρες .
Όπως έχει διαφανεί οι διεθνείς επενδυτές ενδιαφέρονται στο έπακρο για τα ελληνικά assets μετά και την ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας. Γεγονός που αποτυπώνεται στις μεγάλες προσφορές για ελληνικά assets, που προσέγγισαν τα 120 δισ. ευρώ, μέσα στην τρέχουσα χρονιά .
Η ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας δημιούργησε ένα διαφορετικό επενδυτικό κοινό και για την ελληνική χρηματιστηριακή αγορά και την έβαλε στην τελική ευθεία της αναβάθμισης της στις ανεπτυγμένες αγορές.
Οι αναλυτές των οίκων αξιολόγησης τονίζουν ότι το 2025 η Ελλάδα θα έχει το τέταρτο υψηλότερο πρωτογενές πλεόνασμα στην ΕΕ, που θα είναι 2,5% του ΑΕΠ, ενώ εφέτος, με στόχο 2,1%, λόγω των θετικών επιδόσεων στην αντιμετώπιση της φοροδιαφυγής, και παρότι υπήρχαν έκτακτες παροχές, το πρωτογενές πλεόνασμα, ανέβηκε από 2,1 στο 2,5%. Όσο για το έλλειμμα ξεκινάει και πάλι να αγγίζει το μηδέν, και αυτό ειδικά σε αυτή την περίοδο είναι σημαντικό.
Επίσης δόθηκε έμφαση στην σημαντική αποκλιμάκωση του δημόσιου χρέους που θα πάει στο 147,5% και αποτελεί τη μεγαλύτερη αποκλιμάκωση στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Σήμερα δε η Ελλάδα, δανείζεται φθηνότερα από την Ιταλία, και την Γαλλία.