Του Βασίλη Ταλαμάγκα
Σφυριχτή γλώσσα της Αντιάς, γνωστή και ως Σφυριά, είναι μια σφυριχτή γλώσσα που ομιλείται από τους κατοίκους του ορεινού χωριού Αντιάς Εύβοιας.
Εκτός από τον Αντιά, διάλογοι μέσω σφυριγμάτων έχουν καταγραφεί και στα χωριά Σιμικούκι και Ευαγγελισμός. Πρέπει να σημειωθεί ο σαφής διαχωρισμός μεταξύ σφυριγμάτων στα ελληνικά και τα αρβανίτικα. Κάθε σφύριγμα αντιστοιχεί σε ένα γράμμα της αλφαβήτου και η σύνθεσή τους οδηγεί στη δημιουργία των σφυριχτών λέξεων.
Πιθανολογείται ότι οι κάτοικοι του Αντιά ήταν απόγονοι Περσών στρατιωτών, οι οποίοι φρουρούσαν Έλληνες αιχμαλώτους στην περιοχή της Καρύστου. Ύστερα από την ήττα τους στην Ναυμαχία της Σαλαμίνας, ο Περσικός στρατός εγκατέλειψε τους φρουρούς της Καρύστου, οι οποίοι κατέφυγαν στις ορεινές περιοχές γύρω από τον Αντιά. Αναμείχθηκαν με τους τοπικούς πληθυσμούς και στη συνέχεια αφομοιώθηκαν από αυτούς.
Σύμφωνα με μια άλλη θεωρία, οι κάτοικοι του Αντιά είναι δωρικής καταγωγής, αφού σε αντίθεση με τους γύρω πληθυσμούς δεν μιλούν αρβανίτικα. Μια λιγότερο γνωστή εκδοχή παρουσιάζει ως «πατέρες» της σφυριάς μια ομάδα από κατοίκους της Αίνου στη Θράκη, οι οποίοι μεταφέρθηκαν στην περιοχή το 1469 ως αιχμάλωτοι των Βενετών.
Η «ανακάλυψη» της γλώσσας από τα μέσα ενημέρωσης έγινε τον Μάρτιο του 1969 από σωστικά συνεργεία, που σκοπό τους είχαν την ανεύρεση της σορού ενός πιλότου, το αεροπλάνο του οποίου προσέκρουσε στην περιοχή του όρους Όχη.
Η πλειοψηφία των παιδιών μαθαίνει την γλώσσα σε ηλικία 8 με 9 ετών. Κατά την εκμάθηση της γλώσσας δεν παρατηρούνται φυλετικοί περιορισμοί ή περιορισμοί που σχετίζονται με το επάγγελμα. Οι βοσκοί της Αντιάς σφυρίζουν προκειμένου να καλέσουν τα ζώα τους, η επικοινωνία αυτή δεν έχει σχέση με την σφυριά.. Πρέπει να σημειωθεί ότι ο Αντιάς είναι το μόνο χωριό της περιοχής οι κάτοικοι του οποίου δεν ομιλούν αρβανίτικα στην περιοχή του Καφηρέα. Πρόσφατα η UNESCO είχε εντάξει στην περιοχή της Εύβοιας εκδηλώσεις για την σφυριχτή γλώσσα.
Επειδή συνήθως αυτά τα προγράμματα συνοδεύονται και από χρηματοδοτήσεις, μια πρόχειρη έρευνα έδειξε ότι δεν υπάρχει κάποιος δημόσιος φορέας που να παρακολουθεί στενά, χρηματοδοτικά εργαλεία για την διατήρηση πτυχών του Ελληνικού πολιτισμού που σε λίγες δεκαετίες μπορεί να έχουν χαθεί. Αντίθετα η συγκεκριμένη περίπτωση είναι «στο μάτι» συγκεκριμένου κατασκευαστή ο οποίος δείχνει εσχάτως ιδιαίτερο ενδιαφέρον, ενώ δεν έχει καμία σχέση με την περιοχή. Και τα ερωτηματικά μεγαλώνουν…