Του Γιάννη Καρούζου*
Ανώνυμη εταιρεία- εργοδότρια προσέβαλε δικαστικά πρόστιμο 2.000€ του Σώματος Επιθεώρησης Εργασίας (Σ.ΕΠ.Ε.), που της επιβλήθηκε με την αιτιολογία της παράνομης άρνησης πρόσληψης εγκύου. Στην σχετική δικαστική απόφαση αναδεικνύεται η προστατευτική για τον εργαζόμενο νομοθεσίας, η οποία έχει να κάνει με τον τρόπο που αποδεικνύεται δικαστικά μία δυσμενής μεταχείρισή του από τον εργοδότη. Αρχικά, το Διοικητικό Πρωτοδικείο Τριπόλεως με την υπ’ αριθμ. 333/2024 απόφασή του, αναφέρθηκε στις διατάξεις που απαγορεύουν τις διακρίσεις κάθε είδους (περιλαμβανομένης της δυσμενούς διάκρισης λόγω εγκυμοσύνης, ιδίως κατά την πρόσληψη), αλλά και τις διατάξεις που προβλέπουν ότι η παραβίαση αυτής της απαγόρευσης επισύρει διοικητικές κυρώσεις. Επιπλέον, στις διατάξεις αυτές κατοχυρώνεται ένα σημαντικό μέσο προστασίας του εργαζομένου, η λεγόμενη «αντιστροφή του βάρους απόδειξης». Με απλά λόγια, ο εργαζόμενος που υπέστη την δυσμενή διάκριση αρκεί, ουσιαστικά, να ισχυριστεί μόνο την τέλεση της παραβίασης, στη βάση κάποιων γεγονότων. Αντιθέτως, εκείνος που πρέπει να αποδείξει (και όχι απλώς να ισχυριστεί) ότι δεν προέβη στην σχετική δυσμενή διάκριση είναι ο εργοδότη. Διαφορετικά, αν δηλαδή ο εργοδότης δεν καταφέρει να αποδείξει ότι δεν συνέβη η παραβίαση, θεωρείται ότι τούτη πράγματι έλαβε χώρα, με βάση τους ισχυρισμούς του εργαζομένου.
Περαιτέρω, γίνεται αναφορά σε απόφαση του Υπουργού Εργασίας του 2019, στην οποία κατηγοριοποιούνται οι εργατικές παραβιάσεις και περιγράφεται η μέθοδος υπολογισμού των κυρώσεων για τις παραβιάσεις αυτές. Με βάση την υπουργική απόφαση αυτή, το δικαστήριο χαρακτηρίζει ως «πολύ υψηλής σοβαρότητας παράβαση ατομικού χαρακτήρα» την παραβίαση της αρχής της «ίσης μεταχείρισης ανεξαρτήτως οικογενειακής κατάστασης». Το πρόστιμο δε που αντιστοιχεί σε αυτήν ανέρχεται στο ύψος των 2.000€.
Η υπόθεση
Για το ιστορικό της διαφοράς, επισημαίνεται ότι η θιγόμενη γυναίκα απασχολούταν σε υποκατάστημα της εργοδότριας εταιρείας από τον Ιούλιο του 2017 έως τον Μάρτιο του 2020, οπότε και ανεστάλη η λειτουργία του υποκαταστήματος αυτού, λόγω της πανδημίας του κορωνοϊού. Στις 15 Ιουνίου του 2020, η ανώνυμη εταιρεία δημοσίευσε πρόσκληση, με την οποία καλούσε όποιον ή όποια ενδιαφερόταν να υποβάλει αίτηση για πρόσληψη σε συγκεκριμένες θέσεις απασχόλησης. Η θιγόμενη υπέβαλε σχετική αίτηση στις 19 Ιουνίου 2020, αλλά η αίτησή της απορρίφθηκε στις 30 Ιουνίου 2020 από τον προϊστάμενο του υποκαταστήματος, με την αιτιολογία ότι η διοίκηση της εταιρείας δεν επιθυμούσε να την προσλάβει λόγω της εγκυμοσύνης της και παρόλο, μάλιστα, που την 1η Ιουνίου 2020 είχε υποσχεθεί σε εκείνη και άλλους έξι συναδέλφους της ότι θα προσληφθούν στο προσεχές διάστημα. Έτσι, στις 28 Ιουλίου 2020, η θιγόμενη γυναίκα κατέθεσε αίτηση επίλυσης εργατικής διαφοράς ενώπιον του Σ.ΕΠ.Ε., αναφέροντας όλα τα παραπάνω. Κατόπιν, επιβλήθηκε στην εργοδότρια το πρόστιμο των 2.000€, κατά του οποίου προσέφυγε δικαστικά η εταιρεία.
Το σκεπτικό
Επί της ουσίας, το δικαστήριο θεώρησε ότι οι ισχυρισμοί που προέβαλε η εργοδότρια δεν αποδείχθηκαν και έτσι απέρριψε την προσφυγή της. Ειδικότερα, η εταιρεία δεν απέδειξε, κατ’ αρχάς, την ύπαρξη ενδιαφέροντος για την επίμαχη θέση από άλλα πρόσωπα πλην της θιγομένης. Αφού, λοιπόν, δεν υπήρχε κάποιος άλλος για να καταλάβει αυτή τη θέση και η αίτηση της θιγομένης απορρίφθηκε (εντός, μάλιστα, μόλις δεκαπέντε ημερών), υπάρχει, κατά το δικαστήριο, ισχυρή ένδειξη ότι δεν προσλήφθηκε, για τον λόγο ότι ήταν έγκυος. Δηλαδή, παρά το συνήθως συμβαίνον, δεν απαιτούταν εν προκειμένω η ύπαρξη και άλλων συνυποψηφίων, προκειμένου να πιθανολογήσει την στοιχειοθέτηση δυσμενούς διάκρισης. Αντιθέτως, κατά το δικαστήριο αρκούσε το γεγονός ότι η εργοδότρια, παρότι δεν είχε κάποιον άλλο ενδιαφερόμενο να επιλέξει, απέρριψε τη μοναδική υποψήφια, ενώ η ίδια διέθετε ένα χαρακτηριστικό (την εγκυμοσύνη) που ο νομοθέτης απαγορεύει να ληφθεί υπόψη αρνητικά κατά την πρόσληψή της. Άρα η έλλειψη συνυποψηφίων όχι μόνο δεν ήταν απαραίτητη για την ύπαρξη δυσμενούς διάκρισης, αλλά, θα λέγαμε ότι ήταν ακριβώς αυτή που συνέβαλε αποφασιστικά στην πιθανολόγηση της διάκρισης, καθώς έτσι αφενός αποκλειόταν το ενδεχόμενο απόρριψης της θιγόμενης λόγω ύπαρξης κάποιας καλύτερης εναλλακτικής και αφετέρου ενισχυόταν ο κίνδυνος να απορρίφθηκε λόγω της εγκυμοσύνης της, ως μοναδικού «αρνητικού» στοιχείου στην όλη υπόθεση. Κατόπιν τούτων, καθίσταται σαφές ότι το σημαντικότερο σημείο της συγκεκριμένης δικαστικής κρίσης είναι ακριβώς η διαπίστωση δυσμενούς διάκρισης χωρίς την ύπαρξη σύγκρισης με άλλους υποψήφιους εργαζόμενους.
Η ανώνυμη εταιρεία, βεβαίως, ισχυρίστηκε ότι δεν απέρριψε την αιτούσα λόγω της εγκυμοσύνης της, αλλά επειδή αποφάσισε τελικά να μην προβεί σε πρόσληψη για την επίμαχη θέση, λόγω οικονομικών δυσκολιών που προκάλεσε η πανδημία. Ούτε, όμως, ο ισχυρισμός αυτός ήταν αρκετός, κατά το δικαστήριο, ώστε να ανατρέψει την παραπάνω ισχυρή ένδειξη, καθώς, πρώτον, δεν προσκομίστηκε κανένα έγγραφο που να αποτυπώνει την απόφαση της εταιρείας περί μη πρόσληψης, δεύτερον, οι αναφερόμενες οικονομικές δυσκολίες ήταν ήδη γνωστές και άρα είχαν ληφθεί υπόψη από την εταιρεία, ενώ, τρίτον, δεν προέκυψε κάποια μεταβολή που να μετέβαλε τον εν λόγω οικονομικό σχεδιασμό της εταιρίας.
Άλλωστε, όπως καταλήγει το δικαστήριο, το γεγονός ότι δεν προσλήφθηκε κανείς στην θέση αυτή δεν αποδεικνύει ότι η θιγόμενη δεν υπέστη δυσμενή διάκριση λόγω της εγκυμοσύνης της, όπως ισχυρίζεται η εταιρεία. Και τούτο διότι τα καθήκοντα της θέσης αυτής ανέλαβε να εκτελεί άλλη υπάλληλος, οδηγώντας στο συμπέρασμα ότι η τούτο έγινε για να αποφευχθεί η πρόσληψη της εγκυμονούσας. Με το σκεπτικό αυτό, το δικαστήριο κατέληξε ότι η θιγόμενη υπέστη δυσμενή διάκριση ως έγκυος γυναίκα και άρα νομίμως επιβλήθηκε το σχετικό πρόστιμο στην εταιρεία.
Πέραν της ουσίας της απόφασης, αξίζει να αναφερθεί η προσήλωση του δικαστηρίου στο ειδικό προστατευτικό πλαίσιο για τα θύματα δυσμενών διακρίσεων. Αυτή, πέρα από την ουσία της απόφασης, προκύπτει και από την προσεκτική διατύπωση που το ίδιο χρησιμοποιεί, αποτελώντας και γι’ αυτόν τον λόγο μία απόφαση- σταθμό για τα δικαιώματα του εργαζομένου. Για παράδειγμα, αναφέρει ότι «πιθανολογείται» η δυσμενής διάκριση και ότι «ελλείψει ανταπόδειξης» αποδεικνύεται η συντέλεση αυτής. Οι διατυπώσεις του δικαστηρίου εναρμονίζονται, λοιπόν, με την προστατευτική για τον εργαζόμενο νομοθετική ρύθμιση της «αντιστροφής του βάρους απόδειξης», καθώς δεν χρησιμοποιούνται απόλυτες εκφράσεις και ως κρίσιμο στοιχείο αναδεικνύεται όχι το τι αποδείχθηκε, όπως συμβαίνει συνήθως, αλλά το τι δεν αποδείχθηκε”.
*Γιάννης Καρούζος, Δικηγόρος- εργατολόγος