Του Μανώλη Κοττάκη
Εξόριστος στο Παρίσι μαζί με την οικογένειά του, κατά τη διάρκεια της δικτατορίας, ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης, λίγα χρόνια μετά την αποστασία και τον εξοβελισμό του από τους οπαδούς της Ενώσεως Κέντρου, αντελήφθη εγκαίρως ότι ο μόνος δρόμος επιστροφής του στην πολιτική ζωή της χώρας όταν θα αποκαθίστατο η δημοκρατία είχε ένα όνομα: Κωνσταντίνος Καραμανλής.
Ρεαλιστής όπως ήταν, έκανε πολύ γρήγορα την επιλογή του, την οποία επισφράγισε με την αξεπέραστη κρητική φιλοξενία: πολύ τακτικά η Μαρίκα Μητσοτάκη καλούσε σε δείπνο τον μονήρη Εθνάρχη στην οικία τους, για να «ζεσταθούν» οι σχέσεις τους, ενώ τα παιδιά του πρώην πρωθυπουργού, και ιδιαιτέρως η Ντόρα, ήταν οι κομιστές των δηλώσεων, των συνεντεύξεων και των μηνυμάτων του Κωνσταντίνου Καραμανλή σε διεθνή μέσα ενημέρωσης, όπως η Ντόιτσε Βέλε του Παύλου Μπακογιάννη. Μηνυμάτων κατά της δικτατορίας εννοείται.
Όταν επανήλθε η δημοκρατία και ο Καραμανλής κατέλυσε τις πρώτες μέρες αυτής στο ξενοδοχείο «Μεγάλη Βρεταννία», ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης ήταν από τους πρώτους που του ζήτησαν ραντεβού με στόχο να περιληφθεί στην κυβέρνηση εθνικής ενότητας. Περίμενε υπομονετικά, όπως μου έχει διηγηθεί η πιστή του γραμματέας Λένα Τριανταφύλλη, στο σαλόνι του ιστορικού ξενοδοχείου, αναμένοντας το νεύμα συμμετοχής του στην κυβέρνηση εθνικής ενότητας, που δεν ήρθε ποτέ. Ο Μητσοτάκης, μαθημένος, απέδωσε αυτή την απόφαση του Καραμανλή όχι στις αντιρρήσεις της Ενώσεως Κέντρου, αλλά στο γεγονός ότι εκείνος ποτέ δεν του συγχώρησε τη συμμετοχή του στον ανένδοτο, αλλά και στην εκστρατεία που είχε εξαπολύσει το Κέντρο κατά του ηγέτη της κυβέρνησης της ΕΡΕ για ένα δήθεν σκάνδαλο της ∆ΕΗ.
Μαχητής όπως ήταν ο επίτιμος, έλαβε την απόφαση να συμμετάσχει στις πρώτες ελεύθερες εκλογές του 1977 με το Κόμμα Νεοφιλελεύθερων, και μέσα σε πολύ δύσκολες και αντίξοες πολιτικές συνθήκες για αυτόν -το πούλμαν του κομματάρχη, του αείμνηστου Τουλουπάκη, πατέρα της εισαγγελέως, επέστρεφε από περιοδείες με σπασμένα τζάμια και με αίματα στο παρμπρίζ από την «υποδοχή» στα χωριά των Χανίων- κατάφερε τελικώς να εκλέξει δύο έδρες στην Κρήτη για τη νέα Βουλή, τη δική του και του Παύλου Βαρδινογιάννη, οι οποίες έμελλε να είναι απολύτως καθοριστικές για την εκλογή του Κωνσταντίνου Καραμανλή στην Προεδρία της ∆ημοκρατίας (μαζί με του μετριοπαθούς μουσουλμάνου Ιμάμογλου).
Αλλά καθοριστικές και για τη μετεγγραφή του ίδιου στο κόμμα της Νέας ∆ημοκρατίας με την περίφημη διεύρυνση του 1978. Η ιστορική αλήθεια είναι, λοιπόν, ότι ο Μητσοτάκης πράγματι έτρεξε στο Παρίσι για τον Κωνσταντίνο Καραμανλή, πράγματι βοήθησε καταλυτικά στην ανάρρησή του στην Προεδρία της ∆ημοκρατίας το 1980 με την ψήφο του, ωστόσο ο Εθνάρχης ήταν ο μόνος δρόμος που είχε για να επιστρέψει στην κεντρική πολιτική σκηνή μετά την αποστασία. Παρά ταύτα, από τις διηγήσεις και τις αναμνήσεις των Παρισίων, αυτό που έμεινε στα παιδιά του, στην Ντόρα και κυρίως στον Κυριάκο, ήταν ότι ο Καραμανλής «πούλησε» τον Μητσοτάκη, ενώ δεν ήταν αλήθεια. Στη βάση αυτής της κατασκευασμένης αλήθειας αναπτύχθηκε μέσα στην οικογένεια ένα μίσος για τον Εθνάρχη – το μυστικό μίσος. Ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης, ως ρεαλιστής που ήταν, επανέφερε τον Κωνσταντίνο Καραμανλή στην Προεδρία της ∆ημοκρατίας και κατάφερε να κρατήσει ενωμένο το κόμμα σε πολύ δύσκολες συνθήκες, κάνοντας ανοίγματα σε όλες του τις πτέρυγες. Παρέδωσε μάλιστα τα «κλειδιά» του κόμματος και έκανε δικούς του ανθρώπους τα ιστορικά στελέχη της ΕΡΕ Αντώνη Σγαρδέλη, Κυριάκο Γριβέα, Κυριάκο Στεφανάκο, που μαζί με τον Γιάννη ∆ημητροκάλη έφτιαξαν την εκπληκτική κομματική οργάνωση σε όλη τη χώρα, που ανέτρεψε την κυριαρχία του ΠΑΣΟΚ και του Ανδρέα Παπανδρέου.
Οι διαστρεβλώσεις
Ωστόσο, ο αντι-καραμανλισμός είναι κυρίαρχος στην οικογένεια του νυν αρχηγού της Νέας ∆ημοκρατίας. Και ενδεικτικό αυτού είναι ότι, όταν ο Κυριάκος Μητσοτάκης εξελέγη αρχηγός της Νέας ∆ημοκρατίας και πρωθυπουργός, σε μία από τις πρώτες επετείους αποκατάστασης της δημοκρατίας επί των ημερών του εξέδωσε το ανεπανάληπτο και ανεκδιήγητο μήνυμα ότι η δημοκρατία το 1974 ήρθε στην πατρίδα μας…μέσω αεροπλάνου. Καμία αναφορά στον ιδρυτή και ιστορικό ηγέτη της παράταξης.
Κάνω αυτή τη μακρά ιστορική αναδρομή για έναν και μόνο λόγο: για να τεκμηριώσω το πόσο υποκριτικές είναι οι αναφορές που κάνουν τόσο ο κύριος Μητσοτάκης όσο και η Ντόρα Μπακογιάννη στον Κωνσταντίνο Καραμανλή, προκειμένου να καθησυχάζουν την παλαιά εκλογική βάση της Νέας ∆ημοκρατίας ότι και η νέα ηγεσία βρίσκεται στις ράγες του ιδρυτή του κόμματος. Μία από πρώτες διαστρεβλώσεις της κληρονομιάς του Καραμανλή είναι ο τρόπος που διαβάζεται η ιστορική διακήρυξη της 4ης Οκτωβρίου της Νέας ∆ημοκρατίας. Εστιάζουν σε μια παράγραφο για τις παραπλανητικές ετικέτες της Αριστεράς και της ∆εξιάς, αλλά δεν αναφέρουν τίποτα για την αντίληψη του Καραμανλή για την ιδιωτική ασυδοσία και για την ανάγκη το κράτος μας να πορεύεται μέσα στις συμμαχίες χωρίς προστάτες. Μια δεύτερη διαστρέβλωση είναι αυτό που κάνει τελευταία η κυρία Μπακογιάννη, να χρησιμοποιεί επιλεκτικά μία φράση του Κωνσταντίνου Καραμανλή για το Αιγαίο, ότι δεν είναι ελληνική λίμνη, για να προετοιμάσει το έδαφος ότι η λύση που έρχεται στα Ελληνοτουρκικά έχει και… καραμανλική ευλογία από τον ουρανό! Ούτε αυτό ισχύει. Η κυρία Μπακογιάννη, μολονότι προειδοποιήθηκε δημοσίως από τον Κώστα Καραμανλή ότι είναι εκ του πονηρού αυτές οι αναφορές, προσέφυγε, προχθές στο Mega, στη θεωρία της λίμνης, χωρίς να αναφέρει το υπόλοιπο της θέσης του Εθνάρχη, ότι τυχόν απόκτηση υφαλοκρηπίδας από τους Τούρκους στα δυτικά των ελληνικών νησιών θα διασπάσει την εθνική ενότητα και θα διχοτομήσει την ελληνική επικράτεια. Αυτά δεν τα λέει η αγαπητή Ντόρα – μόνο με τις λιμνούλες και με τα βοτσαλάκια ασχολείται! Και η τρίτη διαστρέβλωση αφορά την αξιοποίηση μιας παλιάς θέσης του Κωνσταντίνου Καραμανλή για το πώς επιλύονται οι ελληνοτουρκικές διαφορές, με διάλογο, με προσφυγή στη Χάγη, με πόλεμο.
Για να ισχυριστεί ότι ο Εθνάρχης δεν ήθελε τον πόλεμο. Πράγματι, ο Καραμανλής δεν τον ήθελε, αλλά και εδώ αποκρύπτεται η άποψή του στο σύνολό της: ότι ένας πόλεμος θα πάει την Ελλάδα 50 χρόνια πίσω και την Τουρκία 70 χρόνια πίσω! Άρα, όσο θεωρητικά τον φοβόμαστε εμείς άλλο τόσο τον φοβούνται και εκείνοι. Τι άλλο εκτός από έκφραση φόβου για τις πολεμικές δυνατότητες της Ελλάδας είναι το επίμονο αίτημα της Τουρκίας για την αποστρατιωτικοποίηση των νησιών, το οποίο έχει μπει στο τραπέζι των τρεχουσών διαπραγματεύσεων; Οι γείτονες γνωρίζουν άριστα ότι μπορεί να κάνουν ζημιά στην ελληνική επικράτεια, εκμεταλλευόμενοι τη μακρά ακτογραμμή μας, γνωρίζουν όμως και τι μπορεί να συμβεί εάν τυχόν ένας ελληνικός πύραυλος πλήξει τις υποδομές τους, στα διυλιστήρια της Σμύρνης για παράδειγμα. Αυτό σημαίνει αποτροπή. Ο φόβος φυλάει τα έρημα. Το να εμφανίζεται, λοιπόν, κάθε τρεις και λίγο ένα μέλος της οικογένειας Μητσοτάκη και να επικαλείται τον Κωνσταντίνο Καραμανλή, όταν αφήνει τις τράπεζες ασύδοτες και πετά ένα ξεροκόμματο στους πολίτες με τη δωρεάν -υποτίθεται- κατάργηση των προμηθειών, για να δικαιολογήσει την απόπειρα ενός αδιανόητου εθνικού συμβιβασμού για το Αιγαίο, δεν είναι σοφό – είναι άστοχο. Υπάρχουν εν ζωή ακόμη άνθρωποι που ευτυχώς θυμούνται.