
Του Βασίλη Ταλαμαγκα
Η ελληνική κοινωνία βρίσκεται ξανά μπροστά σε ένα δυσοίωνο φαινόμενο που, αν και επαναλαμβάνεται εδώ και δεκαετίες, σήμερα παίρνει ανησυχητικές διαστάσεις: το 68% των νέων στην Ελλάδα δηλώνει ότι θέλει να μεταναστεύσει. Το ποσοστό αυτό δεν αποτελεί απλώς ένα στατιστικό εύρημα· αποτελεί κατηγορία, καμπανάκι κινδύνου και ταυτόχρονα ακύρωση της πολιτικής που εφαρμόζεται συστηματικά από τις εκάστοτε κυβερνήσεις – και ιδίως της σημερινής.
Όταν πάνω από τους μισούς νέους ενός κράτους επιθυμούν να το εγκαταλείψουν, το πρόβλημα δεν είναι ατομικό· είναι βαθιά πολιτικό, οικονομικό, κοινωνικό. Σημαίνει ότι οι νέοι άνθρωποι, αυτοί που αποτελούν το οξυγόνο και την προοπτική μιας χώρας, δεν βλέπουν πλέον μέλλον στον τόπο όπου γεννήθηκαν. Δεν βλέπουν ευκαιρίες, δεν βλέπουν δικαιοσύνη, δεν πιστεύουν ότι η προσπάθειά τους θα ανταμειφθεί.
Η ευθύνη βαραίνει κατά κύριο λόγο τις επιλογές της κυβέρνησης. Παρά την εικόνα «ανάπτυξης» και «ευημερίας» που προβάλλεται επικοινωνιακά, η πραγματικότητα όπως τη βιώνουν οι νέοι, είναι τελείως διαφορετική. Η αγορά εργασίας παραμένει εγκλωβισμένη σε χαμηλούς μισθούς, ανασφάλιστη εργασία, περιορισμένες ευκαιρίες ανέλιξης και συνεχή εργασιακή επισφάλεια. Η εργασία με 700 ή 800 ευρώ δεν συνιστά προοπτική για έναν νέο άνθρωπο που θέλει να χτίσει ζωή, οικογένεια και ανεξαρτησία.
Ταυτόχρονα, το κόστος ζωής έχει εκτοξευθεί. Η στέγαση, ένα από τα βασικότερα αγαθά, έχει γίνει απροσέγγιστη για μεγάλο μέρος του πληθυσμού. Τα ενοίκια αυξάνονται, οι τιμές στα βασικά αγαθά ανεβαίνουν, ενώ οι μισθοί μένουν στάσιμοι. Οι νέοι πνίγονται οικονομικά πριν καν ξεκινήσουν.
Ακόμη χειρότερα, η έλλειψη επενδύσεων σε πραγματική καινοτομία, έρευνα και παραγωγή υψηλής προστιθέμενης αξίας οδηγεί σε ένα τεράστιο κενό ευκαιριών. Η χώρα εξακολουθεί να βασίζεται σε μοντέλα χαμηλής παραγωγικότητας, τουρισμού και υπηρεσιών, τη στιγμή που οι νέοι με υψηλή εξειδίκευση βρίσκουν μόνο αδιέξοδο.
Η πολιτική της κυβέρνησης όχι μόνο δεν έλυσε αυτά τα προβλήματα, αλλά σε πολλές περιπτώσεις τα επιδείνωσε. Οι μεταρρυθμίσεις που υπόσχονταν «εκσυγχρονισμό» μετέτρεψαν την εργασία σε φθηνή και ελαστική, χωρίς καμία μέριμνα για την ποιότητα ζωής ή την προστασία των εργαζομένων. Οι δημόσιες υπηρεσίες αποδομούνται σταδιακά, η παιδεία πιέζεται, η υγεία καταρρέει, και οι νέοι βλέπουν ένα κράτος που τους ζητά θυσίες χωρίς να τους προσφέρει ανταπόδοση.
Η μαζική φυγή του πιο μορφωμένου και παραγωγικού κομματιού της κοινωνίας αποτελεί τη μεγαλύτερη διαρροή πόρων που μπορεί να υποστεί μια χώρα. Και είναι η απόλυτη απόδειξη χρεοκοπίας της πολιτικής που εφαρμόζεται. Μια κυβέρνηση που επιτρέπει –ή έστω ανέχεται– αυτό το φαινόμενο, ουσιαστικά υπογράφει την παρακμή της χώρας.
Αν δεν υπάρξει άμεσα αλλαγή πορείας, με πραγματικές επενδύσεις στους νέους, αξιοπρεπείς μισθούς, δημιουργία ποιοτικών θέσεων εργασίας και κοινωνική προστασία, τότε η Ελλάδα κινδυνεύει να μετατραπεί σε χώρα γηρασμένη, οικονομικά στατική και κοινωνικά εξαντλημένη.
Το 68% των νέων που θέλει να φύγει δεν είναι απλώς μια στατιστική. Είναι το πιο ηχηρό μήνυμα ότι η χώρα χάνει το μέλλον της. Και αυτό το μέλλον πρέπει να ξανακερδηθεί.






