Λίγο καιρό μετά την επάνοδο των έργων του στην Εθνική Πινακοθήκη, μετά τον βανδαλισμό τους από τον βουλευτή Νίκο Παπαδόπουλο, ο Χριστόφορος Κατσαδιώτης ετοιμάζει τη νέα του έκθεσή του στο Μουσείο Μπενάκη της οδού Πειραιώς.
Ο Χριστόφορος Κατσαδιώτης στήνει ένα μνημειακό εργαστήρι, έναν χώρο υβριδικό, όπου η τέχνη της Χαρακτικής γνωρίζει νέα όρια και το έργο του χαράκτη δεν εκτίθεται απλώς – αποκαλύπτεται.
Τα χαρακτικά του Κατσαδιώτη πλαισιώνονται από τα ίδια τα υλικά που τον συγκροτούν: σημειώσεις, αποκόμματα, φωτογραφίες, αντικείμενα που έχει μαζέψει από τα σκουπίδια – «παράσιτα» της πόλης που ανακυκλώνονται σε χαρακτικά έργα. Μαζί, video και ήχος, ολοκληρώνουν μια εμπειρία όχι απλώς εικαστική, αλλά οπτικοακουστική. Σε αυτό το προσωπικό cabinet de curiosités, το ιδιότυπο animation που προτείνει ο ανήσυχος δημιουργός λειτουργεί σαν προέκταση της χαρακτικής. Δίνει κίνηση στην ακινησία, φωνή στη σιωπή. Τα έργα του Κατσαδιώτη στο Μπενάκη αποκτούν αυτονομία, σαν σκηνές ενός υπόγειου φιλμ, ενός αφηγήματος που δεν υπονοεί, αλλά φανερώνει.
Βιογραφικό
Ο Χριστόφορος Κατσαδιώτης μοιράζει το χρόνο του ανάμεσα στο Παρίσι και την Αθήνα, προετοιμάζει στη Γαλλία τις χαρακτικές του μήτρες και τις τυπώνει, χειρωνακτικά, στο αθηναϊκό του ατελιέ. Εκεί, ανάμεσα σε πρέσες, παλιά ραδιόφωνα και χαρτιά, γεννιούνται φιγούρες αταξινόμητες. Πρόσωπα ζωόμορφα, παραμορφωμένα, βγαλμένα από κάποιο σκοτεινό παραμύθι ή αλληγορία. Δεν έχουν ηρωισμό, δεν διεκδικούν λύτρωση. Είναι οι «απάτριδες» της καθημερινότητας – πρόσωπα της παρακμής, της κραιπάλης, του περιθωρίου. Κι όμως, σ’ αυτά εντοπίζει ο Κατσαδιώτης «τη λύσσα για ζωή». Τη διχοστασία ανάμεσα στην ομορφιά και τον πόνο. Σ’ αυτά τα πρόσωπα αναγνωρίζει ήρωες καθημερινούς, εκείνους που επιβιώνουν, χωρίς να ανήκουν πουθενά.