Ένα ντοκιμαντέρ για τον σπουδαίο φωτογράφο της Θεσσαλίας Τάκη Τλούπα, με ανέκδοτο κινηματογραφικό υλικό από το 50’ έως και το 80’, που ανακαλύφθηκε τυχαία, ξεχασμένο, σε μία κούτα στο υπόγειο, από την σκηνοθέτρια Καλλιόπη Λεγάκη
Την πρεμιέρα της στο 25ο Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης, θα πραγματοποιήσει στις 6 Μαρτίου η ταινία της Καλλιόπης Λεγάκη «Το Φωτογραφείο του μπαμπά μου» για τον σπουδαίο έλληνα φωτογράφο Τάκη Τλούπα, έναν από τους πιο σημαντικούς έλληνες φωτογράφους, της γενιάς (και της κλάσης) του Μελετζή, του Μπαλάφα και του Χαρισιάδη, και γνωστό για μερικές από τις πλέον εμβληματικές φωτογραφίες της Θεσσαλίας, όπως την θρυλική φωτογραφία του με τις αγρότισσες, τις θερίστριες με τα δικράνια στον Θεσσαλικό Κάμπο.
Η Καλλιοπη Λεγάκη ανακάλυψε έναν μικρό θησαυρό: μικρές μπομπίνες super8 με ανέκδοτο υλικό του Τλούπα σε κινούμενη εικόνα (footage) το οποίο για πρώτη φορά παρουσιάζεται στο νέο της ντοκιμαντέρ. Στο «Φωτογραφείο του μπαμπά μου», η κάμερά της παρακολουθεί την κόρη του Τάκη Τλούπα η οποία σήμερα συνεχίζει να δουλεύει το φωτογραφείο του μπαμπά της, στην ίδια γωνιά της Λάρισας, και να οδηγεί την ίδια βέσπα με την οποία ο μπαμπάς της αλώνιζε την Ελλάδα.
Ο Τλούπας ξεκίνησε την περίοδο του πολέμου και “δανειζόταν” το ξυλουργείο του μπαμπά του για να τραβά τις πρώτες του φωτογραφίες. Στο πέρασμα των χρόνων κατάφερε, μέσα από τη μοναδική του ματιά, να αιχμαλωτίσει την ψυχή της Θεσσαλίας, απαθανατίζοντας μια Ελλάδα που πλέον δεν υπάρχει.
Ο Τάκης Τλούπας δεν κατέγραψε, απλώς, εικόνες: με την κάμερά του κατάφερε να αποκαλύψει τον εσώτερο, αιώνιο ρυθμό των ανθρώπων, όπως αυτός συνυφάνθηκε με την ιερότητα των τόπων που περιδιάβηκε ο φωτογράφος: οι θερίστριες δεν θυμίζουν απλώς, με τη στάση του σώματος, τα όμοια ενδύματα, την κλίση των δικράνων τους και τη διάταξή τους στο χώρο, τον χορό της αρχαίας τραγωδίας, ΕΙΝΑΙ αυτόχρημα τραγικές, διαχρονικές φιγούρες. Αυτό ήταν το μεγαλύτερο επίτευγμα του Τλούπα: βρήκε το αιώνιο μέσα στις χωριάτισσες, μέσα στα πιτσιρίκια που χαμογελούν φορώντας την χιονισμένη κάπα τους καθώς πηγαίνουν στο σχολείο, μέσα στην καρτερικότητα μιας κοπελίτσας που κρατάει στην αγκαλιά της το μικρό της αδερφό, ντυμένο με κουρέλια. Ο Τλούπας είναι σημαντικός γιατί μας παραδίδει το ίδιο το πνεύμα του τόπου (το genius loci, που έλεγαν κι οι Λατίνοι) της Θεσσαλίας και της Πίνδου.
Η ταινία θα προβληθεί στο 25ο Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης τη Δευτέρα 6/3/2023 στις 18:30 στην Αίθουσα Τζον Κασσαβέτης (Αποθήκη 1, Λιμάνι).
Επίσης θα είναι διαθέσιμη στη διαδικτυακή πλατφόρμα του Φεστιβάλ από τις 07/03 στις 10:00 π.μ. και έως το τέλος του Φεστιβάλ (ή την εξάντληση των 500 θεάσεων).
“ΤΟ ΦΩΤΟΓΡΑΦΕΙΟ ΤΟΥ ΜΠΑΜΠΑ ΜΟΥ”
Η κούτα που ανακάλυψε η ντοκιμαντερίστρια Καλλιόπη Λεγάκη, ξεχασμένη για τριάντα χρόνια, στο υπόγειο του φωτογράφου Τάκη Τλούπα, στη Λάρισα, ήταν για εκείνη θησαυρός. Το σπάνιο αυτό κινηματογραφικό υλικό από το 1950 ως το 1980, που είχε τραβήξει ο ίδιος με την super8 κάμερα του, την παρακίνησε να αναζητήσει τον άνθρωπο και την δουλειά του.
Έχοντας αφήσει, μετά τον θάνατο του, ένα πλούσιο φωτογραφικό αρχείο, αποτέλεσμα των ταξιδιών του σε όλη την Ελλάδα, κυρίως όμως στη γενέτειρα του, την Θεσσαλία, ο Τάκης Τλούπας δίκαια θεωρήθηκε ως ένας από τους μεγαλύτερους φωτογράφους του τόπου μας.
Σήμερα η κόρη του Βάνια, δουλεύει και αυτή ως φωτογράφος και μάλιστα στο ίδιο studio. Μέσα από τις αφηγήσεις της γνωρίζουμε την ζωή του πατέρα της και καταγράφουμε την καλλιτεχνική του πορεία, συγκροτώντας ταυτόχρονα μια ανθρωπογεωγραφία της Θεσσαλίας, έτσι όπως «αναδύεται» μέσα από το έργο του.
ΜΕ ΤΑ ΛΟΓΙΑ ΤΗΣ ΣΚΗΝΟΘΕΤΡΙΑΣ
«Η γνωριμία των ντοκιμαντεριστών με τις θεματικές τους και η απόφαση τους να ασχοληθούν με αυτές, για να δημιουργήσουν μια ταινία, είναι κάθε φορά μια εντυπωσιακή και ταυτόχρονα συγκινητική διαδικασία.
Στην περίπτωση του ντοκιμαντέρ για τον Τάκη Τλούπα, η «συνάντηση» μας κρατάει 20 χρόνια. Το 2003, στα γυρίσματα της ταινίας για τον Ηλία Πετρόπουλο, η σύντροφος του, η Μαίρη Κουκουλέ, με αφορμή ένα ξύλινο γλυπτό που βλέπω πάνω στο τραπέζι τους, μου μιλάει για τον δημιουργό του, τον γλύπτη Φιλόλαο Τλούπα από την Λάρισα.
Τέσσερα χρόνια μετά, το 2007, βρίσκομαι στο κτήμα του, σε ένα προάστιο του Παρισιού, για τα γυρίσματα μιας ταινίας για αυτόν, όταν η γυναίκα του, η Μαρίνα, μου μιλάει για την στενή σχέση του Φιλολάου με τον αδερφό του, τον Τάκη, ξεφυλλίζοντας ένα άλμπουμ με φωτογραφίες του από τον Θεσσαλικό κάμπο τη δεκαετία του ΄50.
Αναζητώντας αρχειακό υλικό για τον Φιλόλαο, ταξιδεύω στη Λάρισα, γνωρίζομαι με την οικογένεια του Τάκη – ο ίδιος έχει πεθάνει – τη γυναίκα του και την κόρη του, την Βάνια, που συνεχίζει τη δουλειά του πατέρα της, στον ίδιο χώρο, το παλιό φωτογραφείο, που λειτούργησε για πρώτη φορά το 1945.
Στη διάρκεια της κουβέντας μας, η Βάνια θυμάται ότι πέρα από τις φωτογραφίες, ο πατέρας της είχε τραβήξει ένα υλικό με την super8 κάμερα του, που βρίσκονταν στο υπόγειο του σπιτιού τους. Μου φέρνει μια κούτα με ρολά φιλμ που κανένας ως τότε δεν γνωρίζει τίποτα για αυτά, και όταν αποφασίζω να τα ψηφιοποιήσω, βρίσκομαι μπροστά σε έναν πραγματικό θησαυρό, ένα υλικό διάρκειας 7 ωρών, που έχει τραβήξει ο Τάκης από τις δεκαετίες ’50, ΄60 και ΄70 από τα ταξίδια του στην Ελλάδα και στο εξωτερικό.
Τα φιλμ αυτά, όπως και οι αποκαλυπτικές του φωτογραφίες για έναν κόσμο, που χάθηκε στη «σκόνη του χρόνου», έγιναν η αφορμή για ένα ντοκιμαντέρ, αυτή τη φορά για τον Τάκη, που όμως έμελλε να περάσουν χρόνια για να δημιουργηθεί, συνέπεια των γνωστών προβλημάτων στη χρηματοδότηση, που αντιμετωπίζουμε όλοι οι ντοκιμαντεριστές.
Στην ταινία, όπου έδωσα τον τίτλο «Το φωτογραφείο του μπαμπά μου» – μια «συνομιλία» ανάμεσα στον Τάκη και την κόρη του, με μένα να παρεμβαίνω με τις δικές μου σκέψεις για την φωτογραφία και την ανθρωπογεωγραφία της Θεσσαλίας – το κινηματογραφικό υλικό του Τάκη παρουσιάζεται για πρώτη φορά, όπως και κάποιες φωτογραφίες του, που ψηφιοποιήθηκαν για τις ανάγκες της ταινίας από την κόρη του, η οποία έχει και την επιμέλεια του αρχείου του.
Η δουλειά του – περίπου 100.000 αρνητικά που από αυτά το μεγαλύτερο μέρος παραμένει ανεπεξέργαστο και αδημοσίευτο – καταδεικνύει έναν μεγάλο δημιουργό, αυτοδίδακτο, που κατάφερε με τον προσωπικό του αγώνα να σταδιοδρομήσει στην τέχνη της φωτογραφίας.
Και αν αναρωτιέστε πως καταφέρνουν δυο παιδιά, όπως ο Φιλόλαος και ο Τάκης, που γεννιούνται τη δεκαετία του ΄30 στη Λάρισα, μια πόλη της περιφέρειας με μηδαμινές δυνατότητες για καλλιτεχνική εξέλιξη, να ξεχωρίσουν με τη δουλειά τους, η απάντηση βρίσκεται στην οικογένεια που μεγαλώνουν. Μια οικογένεια -ο πατέρας τους, ο Γιώργος, γνωστός ξυλουργός και από τους πρώτους σοσιαλιστές της Λάρισας- που διακρίνεται για την ελευθερία της σκέψης, το πρωτοποριακό και δημιουργικό πνεύμα, δεν θα μπορούσε παρά να τους «μεταγγίσει» την ανεξαρτησία και την ωριμότητα της σκέψης, την αγάπη για τον άνθρωπο και για την τέχνη, παρέχοντας τα εφόδια για την μελλοντική τους πορεία.
Στην πορεία αυτή, ο Τάκης, παρά το γεγονός ότι η δουλειά του χρονικά συμπίπτει με την δουλειά των φημισμένων φωτογράφων, του Κώστα Μπαλάφα και του Σπύρου Μελετζή, με τους οποίους μάλιστα διατηρεί στενούς δεσμούς φιλίας, μένει για χρόνια άγνωστος στους πολλούς. Και μπορεί από κάποιους μελετητές το στοιχείο αυτό να ερμηνεύεται ως συνέπεια της απόφασης του να ζήσει ως το τέλος στα στενά όρια του Θεσσαλικού κάμπου – γεγονός που αναγκαστικά τον απομονώνει από τον καλλιτεχνικό κόσμο της πρωτεύουσας – σε μένα όμως που αναγνωρίζω την σεμνότητα του, την «κλειστότητα» του χαρακτήρα του και την «λακωνικότητα» της καθημερινής του επικοινωνίας, δεν μπορεί παρά να αναζητηθεί στα χαρακτηριστικά της προσωπικότητας του.
Άλλωστε για τον ίδιο, αυτό που έχει σημασία για έναν φωτογράφο δεν είναι οι «περισπούδαστες» αναλύσεις των φωτογραφιών του αλλά τα συναισθήματα που προκαλούν στους θεατές τους. Και στις δικές του φωτογραφίες μπορεί να «εγγράφονται» κόσμοι που έχουν «αποδράσει» αμετάκλητα στο παρελθόν, είναι όμως τέτοια η δύναμη της τέχνης του, που – πέρα από τα συναισθήματα – κάθε φορά που κοιτάζουμε στα μάτια τα πρόσωπα που φωτογραφίζει, μια υποψία οικειότητας αναδύεται από τα φωτογραφικά του κάδρα, που μας επιτρέπει, έστω για μια στιγμή, να ζήσουμε μαζί τους».
Καλλιόπη Λεγάκη
Ο ΤΑΚΗΣ ΤΛΟΥΠΑΣ (1920-2003)
Ο Τάκης Τλούπας γεννήθηκε στη Λάρισα. Γιος ξυλογλύπτη, μαθαίνει την τέχνη κοντά στον πατέρα του και συνεχίζει να την εξασκεί μέχρι την κατοχή.
Με αφορμή μια εκδρομή του ορειβατικού συλλόγου στον Όλυμπο έρχεται για πρώτη φορά σε επαφή με την τέχνη φωτογραφία.
Αγαπημένα θέματά του, η ζωή του Θεσσαλικού Κάμπου και των βουνών της Πίνδου και του Ολύμπου. Μετά το 1945 αποφασίζει να ασχοληθεί επαγγελματικά με τη φωτογραφία και ανοίγει στη Λάρισα το φωτογραφείο του.
Για 50 και πλέον συνεχή χρόνια αποτυπώνει φωτογραφικά χαρακτηριστικές απόψεις της μεταπολεμικής και νεότερης Λάρισας και εικόνες από την καθημερινή ζωή, τα ήθη και τα έθιμα των ανθρώπων του Θεσσαλικού χώρου.
Με το φακό του απαθανατίζει στιγμές της ζωής, τόσο από τις μετακινήσεις των νομαδικών φυλών (Βλάχων, Σαρακατσαναίων) όσο και των ντόπιων αγροτών σε παραδοσιακές εργασίες.
Καταγράφει επαγγέλματα που έχουν χαθεί μέσα στον ιλιγγιώδη ρυθμό εκβιομηχάνισης του σύγχρονου κόσμου. Με τη βέσπα του γυρίζει όλη την Ελλάδα φωτογραφίζοντας τις πιο όμορφες γωνιές της, από τον Πηνειό και τη λίμνη Κάρλα μέχρι τη Σκόπελο και την Κρήτη.
Η αγάπη του για τη φύση τον οδηγεί στον Όλυμπο όπου φωτογραφίζει ακόμη και τις πιο δύσβατες περιοχές του.
Ο Τάκης Τλούπας έκανε πολλές ατομικές εκθέσεις και με τα έργα του έλαβε μέρος σε πολλές ομαδικές, στην Ελλάδα και στο εξωτερικό. Έχουν εκδοθεί πολλά φωτογραφικά λευκώματα, λογοτεχνικά και ιστορικά βιβλία με φωτογραφίες του.
Ξεχωριστή αξία αποκτά το λεύκωμα με τίτλο « Η Ελλάδα του Τάκη Τλούπα » το οποίο περιλαμβάνει αντιπροσωπευτικά έργα από όλες τις ενότητες που συνθέτουν το έργο του.
Σταθμό στην πολύχρονη καριέρα του αποτελεί η βράβευσή του το 1994, από το Υπουργείο Πολιτισμού, όπου μαζί με ακόμη 50 προσωπικότητες των Γραμμάτων και των Τεχνών τιμήθηκε για την προσφορά του στην πολιτιστική ζωή.
Σενάριο – Σκηνοθεσία
Καλλιόπη Λεγάκη
Διεύθυνση Φωτογραφίας – Drone
Οδυσσέας Παυλόπουλος
Ηχοληψία
Στέλιος Μιχαηλίδης
Μοντάζ – Μιξάζ – Color Correction
Ξενοφών Λατινάκης
Αφηγητής
Πάνος Σκουρολιάκος
Παραγωγή
ΕΡΤ Α.Ε.
Portolanos Films
H ταινία πραγματοποιήθηκε
με την υποστήριξη του Ελληνικού Κέντρου Κινηματογράφου
2022, έγχρωμο, στέρεο, 74΄